Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιανουάριος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-430/17, Walbusch Walter Busch GmbH & Co. KG κατά Zentrale zur Bekämpfungunlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1, στοιχείο ηʹ, και του άρθρου 8, παρ. 4, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. η της ανωτέρω Οδηγίας «1. Πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής με σύμβαση συναπτόμενη εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος ή με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά, ο έμπορος παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες με ευκρινή και κατανοητό τρόπο:[…]η)όπου υπάρχει δικαίωμα υπαναχώρησης, τις προϋποθέσεις, την προθεσμία και τις διαδικασίες άσκησης του δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, καθώς και το υπόδειγμα του εντύπου υπαναχώρησης που παρατίθεται στο παράρτημα I τμήμα Β». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 της ανωτέρω Οδηγίας «4. Εάν η σύμβαση συνάπτεται με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο παρέχει περιορισμένο χώρο ή χρόνο για την απεικόνιση των πληροφοριών, ο έμπορος παρέχει, πάνω στο συγκεκριμένο μέσο πριν από τη σύναψη αυτής της σύμβασης, τουλάχιστον τις προσυμβατικές πληροφορίες που αφορούν τα βασικά χαρακτηριστικά των αγαθών ή των υπηρεσιών, την ταυτότητα του εμπόρου, τη συνολική τιμή, το δικαίωμα υπαναχώρησης, τη διάρκεια της σύμβασης και, εάν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου, τις προϋποθέσεις καταγγελίας της σύμβασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), ε), η) και ιε). Οι λοιπές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 παρέχονται από τον έμπορο στον καταναλωτή κατά κατάλληλο τρόπο σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Walbusch Walter Busch GmbH & Co. KG, εταιρίας γερμανικού δικαίου, και του Zentrale, σωματείου για την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή σε διαφημιστικό φυλλάδιο της εταιρίας, το οποίο διανεμόταν ως ένθετο σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Ειδικότερα, η Walbusch Walter Busch διένειμε ένα εξασέλιδο διαφημιστικό φυλλάδιο, το οποίο περιελάμβανε αποσπώμενη ταχυδρομική κάρτα παραγγελίας. Το δικαίωμα υπαναχωρήσεως επισημαινόταν τόσο στην εμπρόσθια όσο και στην οπίσθια όψη της εν λόγω ταχυδρομικής κάρτας, στην οποία αναγράφονταν επίσης ο αριθμός τηλεφώνου, ο αριθμός τηλεομοιοτυπίας, η διαδικτυακή διεύθυνση και η ταχυδρομική διεύθυνση της Walbusch Walter Busch. Στην παρεχόμενη ιστοσελίδα www.klepper.net και υπό τον σύνδεσμο «AGB» (Allgemeine Geschäftsbedingungen, Γενικοί όροι συναλλαγών) εμφανίζονταν οι οδηγίες για την υπαναχώρηση και το υπόδειγμα εντύπου υπαναχωρήσεως. Το Zentrale θεώρησε ότι το συγκεκριμένο φυλλάδιο ήταν αθέμιτο, επειδή δεν περιείχε τις δέουσες πληροφορίες για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή, καθόσον το υπόδειγμα εντύπου υπαναχωρήσεως δεν επισυναπτόταν στο έντυπο αυτό.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν με ποια κριτήρια πρέπει να εκτιμηθεί αν μια σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ως συναφθείσα με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο παρέχει περιορισμένο χώρο ή χρόνο για την απεικόνιση των πληροφοριών και ποια είναι η έκταση της υποχρεώσεως ενημερώσεως σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 1, στοιχ. ηʹ και 8 παρ. 4 της επίμαχης Οδηγίας έχουν την έννοια ότι σε περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση συνάπτεται με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο παρέχει περιορισμένο χώρο ή χρόνο για την απεικόνιση των πληροφοριών και εφόσον υπάρχει δικαίωμα υπαναχωρήσεως, ο έμπορος οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή, πάνω στο συγκεκριμένο μέσο και πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τις πληροφορίες σχετικά με τις προϋποθέσεις, την προθεσμία και τις διαδικασίες ασκήσεως του δικαιώματος αυτού. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο έμπορος αυτός πρέπει να παρέχει το υπόδειγμα του εντύπου υπαναχωρήσεως που παρατίθεται στο παράρτημα I, μέρος B, της Οδηγίας, με άλλο τρόπο, σε απλή και κατανοητή γλώσσα.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-258/17, E.B. κατά Versicherungsanstalt öffentlich Bediensteter BVA -  Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚγια τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της  ανωτέρω Οδηγίας «1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας (Verwaltungsgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του E.B. και του Ταμείου υγείας των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα σχετικά με τη νομιμότητα και τις συνέπειες της πειθαρχικής απόφασης που εκδόθηκε το 1975 σε βάρος του E.B. λόγω απόπειρας ασέλγειας σε βάρος αρρένων ανηλίκων. Ειδικότερα, στον αστυνομικό υπάλληλο E.B. επιβλήθηκε ως πειθαρχική ποινή η υποχρεωτική συνταξιοδότηση με μείωση της σύνταξής του κατά 25 %. 
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν κατάσταση όπως αυτή που δημιουργήθηκε από την πειθαρχική απόφαση εμπίπτει στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/78.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν η σύνταξη που καταβάλλεται στον E.B. εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 157 ΣΛΕΕ και, ιδίως, αν η σύνταξη αυτή θεωρείται, στο εθνικό δίκαιο, ως αμοιβή η οποία εξακολουθεί να καταβάλλεται στο πλαίσιο υπηρεσιακής σχέσης που διαρκεί και μετά την έναρξη καταβολής της σύνταξης στον υπάλληλο.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν πρέπει να εξετασθεί αν μια τέτοια κατάσταση εμπίπτει στο ratione temporis πεδίο εφαρμογής της επίμαχης Οδηγίας δεδομένου του γεγονότος ότι η πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε και κατέστη απρόσβλητη πριν την λήξη της προθεσμίας λήψης των μέτρων εφαρμογής από τα Κράτη-μέλη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2003, στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης η οποία έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας αυτής και η οποία διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου με μειωμένη σύνταξη.
Το τρίτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν και σε ποιο μέτρο η Οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει τα έννομα αποτελέσματα της απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης με το ανωτέρω περιεχόμενο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει, για το διάστημα μετά τις 3 Δεκεμβρίου 2003, την απρόσβλητη πειθαρχική απόφαση με την οποία διατάχθηκε η πρόωρη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου, αλλά τη μείωση της σύνταξής του, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της σύνταξης την οποία ο υπάλληλος αυτός θα εισέπραττε αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.

3. ΔΕΕ, απόφασητης 22ας Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-193/17, Cresco Investigation GmbH κατά Markus Achatzi - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του άρθρου 1, του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 2, παράγραφος 5, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Cresco Investigation GmbH και του Markus Achatzi σχετικά με το δικαίωμα του δεύτερου να λάβει πρόσθετη, επιπλέον της κανονικής, αμοιβή για την εργασία που παρέσχε κατά τη Μεγάλη Παρασκευή. Ειδικότερα, η αυστριακή νομοθεσία όριζε ότι η Μεγάλη Παρασκευή αποτελεί αμειβόμενη ημέρα αργίας, με περίοδο αναπαύσεως 24 ωρών, για τα μέλη της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας και της Μεταρρυθμισμένης Ευαγγελικής Εκκλησίας, της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ευαγγελικής Εκκλησίας των Μεθοδιστών. Έτσι, εάν τα μέλη των Εκκλησιών αυτών απασχολούνταν  κατά την ημέρα αυτή, είχαν δικαίωμα σε πρόσθετη αμοιβή (αποζημίωση αργίας). Ο M. Achatzi εργάστηκε ως μισθωτός στην Cresco, η οποία είναι επιχείρηση ιδιωτικών ερευνών, και δεν είναι μέλος καμίας από τις Εκκλησίες που κατονομάζει η επίδικη εθνική νομοθεσία. Υποστηρίζει ότι στερήθηκε, λόγω διακρίσεως εις βάρος του, την αποζημίωση αργίας για την εργασία που παρέσχε κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και ζήτησε από τον εργοδότη του να του καταβάλει εντόκως το ποσό των 109,09 ευρώ.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1 και το άρθρο 2, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εισάγει άμεση διάκριση λόγω θρησκείας εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει, αφενός, ότι η Μεγάλη Παρασκευή είναι αργία μόνο για τους εργαζομένους που είναι μέλη ορισμένων χριστιανικών εκκλησιών και, αφετέρου, ότι μόνο οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται αποζημίωση αργίας, εφόσον απασχοληθούν κατά την ημέρα αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το σχετικό ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση εισάγει άμεση διάκριση λόγω θρησκείας. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο Κράτος-μέλος δεν τροποποιεί την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, ο ιδιώτης εργοδότης που υπόκειται στη ρύθμιση αυτή υποχρεούται να αναγνωρίζει και στους λοιπούς εργαζομένους του το δικαίωμα στην αργία της Μεγάλης Παρασκευής και, κατά συνέπεια, να αναγνωρίζει στους εργαζομένους αυτούς το δικαίωμα σε αποζημίωση αργίας, εφόσον απασχοληθούν κατά την ημέρα αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι, ο ιδιώτης εργοδότης που υπόκειται στη ρύθμιση αυτή υποχρεούται να αναγνωρίζει και στους λοιπούς εργαζομένους του το δικαίωμα στην αργία της Μεγάλης Παρασκευής, εφόσον οι εργαζόμενοι αυτοί του έχουν προηγουμένως ζητήσει να απαλλαγούν από την υποχρέωση παροχής εργασίας κατά την ημέρα αυτή, και, κατά συνέπεια, να αναγνωρίζει στους εργαζομένους αυτούς το δικαίωμα σε πρόσθετη αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία, αν ο εν λόγω εργοδότης δεν δεχθεί το αίτημά τους αυτό.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-272/17, K.M. Zyla κατά Staatssecretaris van Financiën – Προδικαστική     
                           
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Zyla και του Υπουργού Οικονομικών των Κάτω Χωρών ως προς τον καθορισμό του ποσού της μειώσεως των οφειλόμενων από αυτήν εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους η οποία, για τον καθορισμό του ποσού των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που οφείλει εργαζόμενος, προβλέπει ότι η μείωση των εισφορών αυτών την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος για ένα ημερολογιακό έτος είναι ανάλογη προς την περίοδο κατά την οποία ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω Κράτους-μέλους, αποκλείοντας έτσι από την ετήσια μείωση το ποσοστό που αντιστοιχεί σε κάθε περίοδο κατά την οποία ο εν λόγω εργαζόμενος δεν ήταν ασφαλισμένος στο σύστημα αυτό και κατοικούσε σε άλλο Κράτος-μέλος χωρίς να ασκεί εκεί επαγγελματική δραστηριότητα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την επίδικη εθνική ρύθμιση.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-310/16, Ποινική δίκη κατά Petar Dzivev – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 325, παρ. 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Συμβάσεως η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το ειδικό ποινικό δικαστήριο της Βουλγαρίας (Spetsializiran nakazatelen sad) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του Petar Dzivev, της Galina Angelova και των Georgi Dimov και Milko Velkov, που κατηγορούνται ότι διέπραξαν αδικήματα στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 325, παρ. 1, ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 1, παρ. 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 2, παρ. 1, της Συμβάσεως PIF έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή εθνικού κανόνα από εθνικό δικαστή, ο οποίος προβλέπει ότι πρέπει να αποκλείονται από ποινική διαδικασία αποδεικτικά στοιχεία, όπως παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη δικαστική άδεια, όταν η εν λόγω άδεια έχει δοθεί από αναρμόδια δικαστική αρχή, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία μόνον αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ικανά να αποδείξουν τη διάπραξη των επίμαχων αδικημάτων.
Το ΔΕΕ έκρινε σε μια αρχική του σκέψη ότι οι κυρώσεις και οι διοικητικές ή/και ποινικές διαδικασίες των Κρατών-μελών εμπίπτουν στο πεδίο της δικονομικής και θεσμικής τους αυτονομίας. Ωστόσο, η αυτονομία περιορίζεται, από την αρχή της αναλογικότητας, από την αρχή της ισοδυναμίας αλλά και από την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία επιβάλλει να είναι οι κυρώσεις αποτελεσματικές και αποτρεπτικές. Παρά την εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικότητας το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι δυνατόν να επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τον επίμαχο εθνικό δικονομικό κανόνα. 
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εφαρμογή του επίδικου εθνικού δικονομικού κανόνα.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-6/18 P, Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Αίτηση αναιρέσεως

Η απόφαση αφορούσε αίτηση αναιρέσεως με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ελλάδα κατά Επιτροπής T-26/16. Με την εν λόγω απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά της εκτελεστικής απόφασης 2015/2098 της Επιτροπής για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα Κράτη-μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ).
Ειδικότερα, η Επιτροπή διενήργησε ορισμένους ελέγχους των δαπανών που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία κατά το έτος 2009. Η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία τις ελλείψεις και τις παρατυπίες που είχε διαπιστώσει στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου και οι οποίες αφορούσαν ειδικότερα, αφενός, καθυστερήσεις στη διαδικασία ανάκτησης, είτε επειδή μεσολάβησαν περισσότερα από τέσσερα έτη μεταξύ της ημερομηνίας της έκθεσης ελέγχου και εκείνης της πρώτης σχετικής διοικητικής ή δικαστικής πράξης είτε επειδή μεσολάβησε διάστημα άνω του έτους μεταξύ της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής διαπίστωσης και της έκδοσης εντολής ανάκτησης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρότεινε τον αποκλεισμό ποσού 11 467 310,85 ευρώ από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον καταλογισμό του ποσού αυτού στην Ελληνική Δημοκρατία.
Με την εκτελεστική απόφαση 2015/2098για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, η Επιτροπή απέκλεισε τελικά από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τις δαπάνες που είχε πραγματοποιήσει ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, συνολικού προς την Ελληνικές αρχές ύψους 12.647.843,53 ευρώ. Η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (2015/2098) ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους αναιρέσεως που επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία.
Με την αίτηση αναίρεσης, η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 31 έως 33 του Κανονισμού 1290/2005, πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών που περιλαμβάνονται στο έγγραφο VI/5330/97 για την επιβολή των κατ’ αποκοπή διορθώσεων.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της Ελληνικής Δημοκρατίας.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-661/17, M.A. κ.λπ. κατά The International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 6 και 17, του άρθρου 20, παράγραφος 3, καθώς και του άρθρου 27, παράγραφος 1, του Κανονισμού 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ «1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να αποφασίζει να εξετάζει αίτηση διεθνούς προστασίας που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εξετάσει αίτηση διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτήν την ευθύνη. […]». Η αίτηση υποβλήθηκε  από το ανώτερο δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των M.A., S.A. και A.Z., αφενός, και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για τη διεθνή προστασία, του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας, του Attorney General (Ιρλανδία), και της Ιρλανδίας, αφετέρου, σχετικά με απόφαση μεταφοράς που ελήφθη για τους πρώτους στο πλαίσιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 17, παρ. 1, του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα Κράτος-μέλος, το οποίο προσδιορίζεται ως «υπεύθυνο», έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ υποχρεώνει το προσδιορίζον Κράτος-μέλος να εξετάσει το ίδιο τη συγκεκριμένη αίτηση προστασίας, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 17, παρ.  1, του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος, το οποίο προσδιορίζεται ως «υπεύθυνο» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν υποχρεώνει το προσδιορίζον κράτος μέλος να εξετάσει το ίδιο τη συγκεκριμένη αίτηση προστασίας.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-74/18, Διαδικασία που κίνησε η A Ltd - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 24, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, του εκτελεστικού Κανονισμού 2015/2447 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο 39 του Τελωνειακού Κώδικα «Τα κριτήρια για τη χορήγηση της ιδιότητας του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα είναι τα εξής: α) η απουσία ιστορικού σοβαρής παράβασης ή επανειλημμένων παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας και των φορολογικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας ιστορικού σοβαρών ποινικών αδικημάτων σχετιζόμενων με την οικονομική δραστηριότητα του αιτούντος, [...]». Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 24, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού 2015/2447: «Εάν ο αιτών δεν είναι φυσικό πρόσωπο, το κριτήριο του άρθρου 39 στοιχείο α) του [τελωνειακού] κώδικα θεωρείται ότι πληρούται αν, κατά τα τελευταία τρία έτη, κανένα από τα ακόλουθα πρόσωπα δεν έχει διαπράξει σοβαρή παράβαση ή επανειλημμένες παραβάσεις της τελωνειακής και φορολογικής νομοθεσίας ή δεν έχει καταδικασθεί για σοβαρά ποινικά αδικήματα συνδεόμενα με την οικονομική του δραστηριότητα:
α) ο αιτών·
β) το πρόσωπο που διοικεί τον αιτούντα ή ελέγχει τη διοίκησή του·
γ) ο υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος.»
Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Deutsche Post AG και του κεντρικού τελωνείου της Κολωνίας σχετικά με τη φύση και την έκταση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων που πρέπει να υποβληθούν προκειμένου μια επιχείρηση να απολαύει της ιδιότητας του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 24, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, του εκτελεστικού Κανονισμού 2015/2447, έχει την έννοια ότι τελωνειακές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τον αιτούμενο την ιδιότητα του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα να κοινοποιήσει τους χορηγηθέντες για τους σκοπούς της εισπράξεως του φόρου εισοδήματος αριθμούς φορολογικού μητρώου των μελών του εποπτικού του συμβουλίου και των μισθωτών του που ασκούν τα καθήκοντα διευθυνόντων συμβούλων, προϊσταμένων τμημάτων, προϊσταμένων λογιστηρίου, προϊσταμένων του τμήματος τελωνειακών υποθέσεων καθώς και των υπεύθυνων για τις τελωνειακές υποθέσεις και των αρμόδιων για τον χειρισμό των υποθέσεων αυτών μελών του προσωπικού, καθώς και τα στοιχεία των αρμόδιων για το σύνολο των προσώπων αυτών φορολογικών υπηρεσιών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τον αιτούμενο εγκεκριμένο οικονομικό φορέα τα ανωτέρω στοιχεία προσωπικών δεδομένων

9. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-97/18, Ποινική δίκη κατά ET – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12 της Απόφασης-πλαισίου 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Απόφασης-πλαισίου 2006/783 «1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η εκτέλεση της απόφασης δήμευσης διέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης και οι αρχές του είναι αποκλειστικά αρμόδιες να αποφασίζουν τις διαδικασίες εκτέλεσης και να καθορίζουν όλα τα συναφή μέτρα. [...] 4. Το κράτος εκτέλεσης δεν δύναται να επιβάλει άλλα μέτρα αντί της απόφασης δήμευσης, περιλαμβανομένων ποινών στερητικών της ελευθερίας ή άλλων μέτρων που περιορίζουν την ελευθερία ενός προσώπου, συνεπεία διαβιβάσεως δυνάμει των άρθρων 4 και 5, εκτός εάν το κράτος έκδοσης έχει συναινέσει σχετικά.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο Βόρειων Κάτω Χωρών (rechtbank Noord-Nederland) στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με αίτηση για την έγκριση της εκτέλεσης προσωποκράτησης που κατέθεσε η εισαγγελική αρχή με σκοπό να εξασφαλιστεί η εκτέλεση, στις Κάτω Χώρες, απόφασης δήμευσης εκδοθείσας κατά του ΕΤ στο Βέλγιο.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 12, παρ. 1 και 4, της Απόφασης-πλαισίου 2006/783 έχει την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης του κράτους εκτέλεσης δυνάμει της οποίας, για τους σκοπούς της εκτέλεσης απόφασης δήμευσης που εκδόθηκε στο κράτος έκδοσης, επιτρέπεται, κατά περίπτωση, η προσωποκράτηση.
Το ΔΕΕ, αρχικά, τόνισε ότι από το άρθρο 12 της Απόφασης-πλαισίου προκύπτει, ως γενικός κανόνας, ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης αποφασίζουν, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους αυτού, για τις διαδικασίες εκτέλεσης και για τα ενδεδειγμένα μέτρα προς εκτέλεση της απόφασης δήμευσης. Ωστόσο, βάσει του ειδικού κανόνα της παρ. 4 του εν λόγω άρθρου, απαιτείται η προηγούμενη συμφωνία του κράτους έκδοσης εάν το μέτρο που σκοπεύει να λάβει το κράτος εκτέλεσης πρόκειται να αντικαταστήσει την απόφαση δήμευσης.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ τόνισε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την επίμαχη εθνική ρύθμιση

10. ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Υπόθεση C-149/18, Agostinho da Silva Martins κατά Dekra Claims Services Portugal SA - προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 16 και 27 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (ΡΩΜΗ ΙΙ), καθώς και του άρθρου 28 της Οδηγίας 2009/103/ΕΚ σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του  επίδικου Κανονισμού (Ρώμη ΙΙ) «Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο της Λισαβόνας (Tribunal da Relação de Lisboa)στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Agostinho da Silva Martins και της ασφαλιστικής εταιρίας Dekra Claims Services Portugal SA σχετικά με τον καθορισμό του δικαίου που διέπει υποχρέωση αποζημιώσεως που απέρρευσε από τροχαίο ατύχημα το οποίο έλαβε χώρα στην Ισπανία. Ειδικότερα, στις 20 Αυγούστου 2015 έλαβε χώρα στην Ισπανία τροχαίο ατύχημα μεταξύ δύο οχημάτων, εκ των οποίων το πρώτο ήταν ταξινομημένο στην Πορτογαλία και το οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του A. Da Silva Martins και το δεύτερο ήταν ταξινομημένο στην Ισπανία και ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία Segur Caixa, την οποία εκπροσωπούσε στην Πορτογαλία η Dekra Claims Services Portugal. Στο οπίσθιο τμήμα του οχήματος του A. Da Silva Martins προσέκρουσε το εμπρόσθιο τμήμα του ταξινομημένου στην Ισπανία οχήματος, το δε όχημα του A. Da Silva Martins λόγω των ζημιών που υπέστη δεν μπορούσε πλέον να κυκλοφορήσει. Το κόστος επισκευής του οχήματος του A. Da Silva Martins αναλήφθηκε αρχικώς από την ασφαλιστική εταιρία Axa Portugal, νυν Ageas Portugal, βάσει της ασφαλιστικής κάλυψης των ίδιων ζημιών του οχήματος. Επειδή αποκλειστική υπαιτιότητα για το ατύχημα είχε ο οδηγός του ταξινομημένου στην Ισπανία οχήματος, ο ασφαλιστής του, η Segur Caixa, απέδωσε στην Axa Portugal το εν λόγω κόστος. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο A. Da Silva Martins ζήτησε την ανόρθωση των εμμέσων ζημιών που προήλθαν από το ατύχημα. Δηλώνει ότι εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης δίκαιο είναι το πορτογαλικό, ειδικότερα το άρθρο 498, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα. Επομένως, δεδομένου ότι το ατύχημα έλαβε χώρα στις 20 Αυγούστου 2015, η κίνηση της διαδικασίας στις 11 Νοεμβρίου 2016 έλαβε χώρα εμπροθέσμως. Αντιθέτως, η Segur Caixa υποστηρίζει ότι εφαρμοστέο στο αίτημα αποζημιώσεως του εκκαλούντος της κύριας δίκης είναι το ισπανικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει μονοετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα. Επομένως, το αίτημα αυτό υποβλήθηκε εκπροθέσμως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 16 του κανονισμού Ρώμη II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνική διάταξη, η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα, μπορεί να θεωρηθεί διάταξη αμέσου εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου αυτού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 16 του Κανονισμού Ρώμη II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνική διάταξη, η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής της αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες που προήλθαν από ατύχημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί διάταξη αμέσου εφαρμογής, εκτός εάν το επιληφθέν δικαστήριο διαπιστώσει, βάσει λεπτομερούς αναλύσεως του γράμματος, της όλης οικονομίας, των σκοπών καθώς και του πλαισίου θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως, ότι αυτή έχει τέτοια σημασία για την εθνική έννομη τάξη ώστε να δικαιολογεί παρέκκλιση από το βάσει του άρθρου 4 του ως άνω Κανονισμού εφαρμοστέο δίκαιο.