Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 9/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Σεπτέμβριος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-327/18 PPU, R O - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ και της Απόφασης-Πλαισίο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το High Court της Ιρλανδίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης στην Ιρλανδία δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν από τις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου (HB) σε βάρος του RO. Ειδικότερα, ο  RO προβάλλοντας αντιρρήσεις κατά της παράδοσής του επικαλέστηκε την αποχώρηση του ΗB από την Ένωση και το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, υποστηρίζοντας ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση εγκλεισμού του στη φυλακή του Maghaberry στη Βόρεια Ιρλανδία. Το αιτούν δικαστήριο της Ιρλανδίας προβληματίστηκε αναφορικά με το γεγονός ότι εάν πραγματοποιηθεί η παράδοση του RO, τότε κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε φυλακή του ΗB και μετά την ημερομηνία της αποχώρησης του ΗB από την ΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση, από Κράτος-μέλος, της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ένωση έχει ως συνέπεια ότι, σε περίπτωση έκδοσης ΕΕΣ από το εν λόγω Κράτος-μέλος σε βάρος κάποιου προσώπου, το Κράτος-μέλος εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει είτε να αρνηθεί να το εκτελέσει είτε να αναβάλει την εκτέλεσή του, έως ότου διευκρινιστεί το νομικό καθεστώς που θα ισχύει στο Κράτος-μέλος έκδοσης του εντάλματος μετά την αποχώρησή του από την Ένωση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι μόνη η γνωστοποίηση από Κράτος-μέλος της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σημαίνει ότι  το Κράτος-μέλος εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει είτε να αρνηθεί να το εκτελέσει είτε να αναβάλει την εκτέλεσή του, έως ότου διευκρινιστεί το νομικό καθεστώς που θα ισχύει στο Κράτος-μέλος έκδοσης του εντάλματος μετά την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, τόνισε ότι εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι μετά την αποχώρηση του Κράτους-μέλους έκδοσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση το πρόσωπο διατρέχει τον κίνδυνο να στερηθεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Απόφαση - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, η Ιρλανδία δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ενώ το Κράτος-μέλος έκδοσης εξακολουθεί να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-312/17, Surjit Singh Bedi κατά Bundesrepublik Deutschland και Bundesrepublik Deutschland in Prozessstandschaft für das Vereinigte Königreich von Großbritannien und Nordirland - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 2 της Οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε  από το Περιφερειακό Δικαστήριο των Εργατικών Διαφορών του Hamm της Γερμανίας (Landesarbeitsgericht Hamm) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Surjit Singh Bedi και της ΟΔ της Γερμανίας και της ΟΔ της Γερμανίας ασκούσας, ως εκπρόσωπος, τα δικαιώματα του ΗΒ. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος, που προβλέπεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, από τη στιγμή που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι προϋποθέσεις για τη λήψη πρόωρης συντάξεως, που χορηγείται στα άτομα με αναπηρία δυνάμει του συστήματος υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν την παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος, χορηγούμενου για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος σε εργαζόμενο που απώλεσε την εργασία του και μέχρις ότου αυτός θεμελιώσει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος βάσει του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος, από τη στιγμή που ο εργαζόμενος πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με σοβαρή αναπηρία.
Αρχικά, το ΔΕΕ εξέτασε εάν το προσωρινό επίδομα αποτελεί αμοιβή και διαπίστωσε ότι η επίδική παροχή αποτελεί αμοιβή. Αναφορικά με το κύριο προαναφερόμενο ζήτημα το ΔΕΕ παρατήρησε ότι το άρθρο 8 παρ. 1 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που συσχετίζει την παύση του προσωρινού επιδόματος με τις προϋποθέσεις του συστήματος πρόωρης συνταξιοδότησης, δεν εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην αναπηρία, καθόσον το κριτήριο της διακρίσεως δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναπηρία. Στο ζήτημα της έμμεσης διακρίσεως το ΔΕΕ επισήμανε ότι οι εργαζόμενοι με σοβαρή αναπηρία λαμβάνουν πρόωρη σύνταξη ανάλογα με το έτος γεννήσεώς τους, και ότι, κατά συνέπεια, δικαιούνται κατά κανόνα προσωρινού επιδόματος για διάρκεια μικρότερη από ένα έως τρία έτη σε σχέση με τη διάρκεια του επιδόματος που καταβάλλεται στους εργαζομένους χωρίς αναπηρία της ίδιας ηλικίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν την παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος λόγω του γεγονότος ότι ο εργαζόμενος αυτός πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με σοβαρή αναπηρία.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-244/17, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προσφυγή ακύρωσης 

Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε προσφυγή ακύρωσης της Επιτροπής με την οποία ζητούσε την ακύρωση της Αποφάσεως 2017/477 του Συμβουλίου για τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας που συγκροτήθηκε βάσει της ενισχυμένης συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-μελών και της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Η συγκεκριμένη ενισχυμένη συμφωνία εταιρικής σχέσης αφορούσε τις εργασιακές ρυθμίσεις του Συμβουλίου Συνεργασίας, της Επιτροπής Συνεργασίας, ειδικών υποεπιτροπών ή οποιωνδήποτε άλλων οργάνων. Η Επιτροπή, παραθέτοντας το μοναδικό λόγο ακύρωσης, υποστήριξε ότι το Συμβούλιο προσέθεσε, στη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 31, παρ. 1, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων ότι οι αποφάσεις οι οποίες εμπίπτουν στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ {(Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ)}, λαμβάνονται ομόφωνα, πλην των περιπτώσεων στις οποίες το κεφάλαιο αυτό ορίζει διαφορετικά. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη θα έπρεπε να ληφθεί δυνάμει των άρθρων 218, παρ. 9, ΣΛΕΕ και 218, παρ. 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα το τελευταίο προβλέπει απλοποιημένη διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθείται από το Συμβούλιο όταν αυτό προσδιορίζει τις θέσεις που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο οργάνου συσταθέντος με συμφωνία, τόσο στα θέματα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ όσο και σε εκείνα που δεν εμπίπτουν σε αυτήν. Ας σημειωθεί ότι το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο  να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά της Απόφασης σε σχέση με εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου Συνεργασίας, της Επιτροπής Συνεργασίας και των ειδικών υποεπιτροπών, που υιοθετήθηκαν και άρχισαν να ισχύουν στις 28 Μαρτίου 2017.
Το Δικαστήριο σε μια αρχική του σκέψη αναγνώρισε ότι όταν μία απόφαση περιλαμβάνει διάφορα συστατικά στοιχεία ή επιδιώκει περισσότερους του ενός σκοπούς, εκ των οποίων ορισμένοι εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ, ο εφαρμοστέος για την έκδοσή της κανόνας ψηφοφορίας πρέπει να προσδιορίζεται υπό το πρίσμα του κύριου ή πρωτεύοντος σκοπού ή συστατικού στοιχείου αυτής. Επιπρόσθετα, τόνισε ότι τα συνδετικά στοιχεία μεταξύ της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και της ΚΕΠΠΑ δεν επαρκούν για να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη πράξη έπρεπε να ληφθεί με τον κανόνα της ομοφωνίας.
Έτσι, το ΔΕΕ ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη και διατήρησε σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2017/477.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-68/17 IR κατά JQ – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας «Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν στην ισχύουσα κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας εθνική τους νομοθεσία ή να προβλέψουν σε μελλοντική νομοθεσία η οποία αφορά τις ισχύουσες εθνικές πρακτικές, κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας διατάξεις βάσει των οποίων, στην περίπτωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των εκκλησιών ή άλλων δημοσίων ή ιδιωτικών ενώσεων η δεοντολογία των οποίων εδράζεται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, η διαφορετική μεταχείριση που εδράζεται στο θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις ενός προσώπου δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται, η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις αποτελούν επαγγελματική απαίτηση ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη τη δεοντολογία της οργάνωσης. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση ασκείται τηρουμένων των συνταγματικών διατάξεων και αρχών των κρατών μελών, καθώς και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και δεν μπορεί να αιτιολογεί διάκριση η οποία βασίζεται σε άλλους λόγους. Εφόσον οι διατάξεις της τηρούνται κατά τα λοιπά, η παρούσα οδηγία δεν θίγει συνεπώς το δικαίωμα των εκκλησιών και των λοιπών δημόσιων ή ιδιωτικών ενώσεων των οποίων η δεοντολογία εδράζεται στο θρήσκευμα ή στις πεποιθήσεις, εφόσον ενεργούν σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, να απαιτούν από τα πρόσωπα που εργάζονται για λογαριασμό τους στάση καλής πίστεως και συμμόρφωσης προς την δεοντολογία τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Γερμανίας (Bundesarbeitsgerich) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JQ και της εργοδότριάς του, IR, σχετικά με τη νομιμότητα της απολύσεως του JQ λόγω φερόμενης παραβάσεως εκ μέρους του της υποχρεώσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως προς τη δεοντολογία της IR.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 2, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι μια εκκλησία ή άλλη οργάνωση, η δεοντολογία της οποίας εδράζεται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις και η οποία διαχειρίζεται νοσηλευτικό ίδρυμα με μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας ιδιωτικού δικαίου, μπορεί να ορίσει δεσμευτικά για τους εργαζομένους της που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα διαφορετικές απαιτήσεις τηρήσεως στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως ανάλογα με το θρήσκευμα ή την απουσία θρησκεύματος των εργαζομένων αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι μια εκκλησία ή άλλη οργάνωση με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά  δεν μπορεί να αποφασίσει να επιβάλει στους εργαζομένους της, που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα, διαφορετικές απαιτήσεις στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως ανάλογα με το θρήσκευμα ή την απουσία θρησκεύματος των εργαζομένων αυτών, χωρίς η απόφασή της να μπορεί να υποβληθεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων, που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, ως προς τις απαιτήσεις στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως δύναται να δικαιολογηθεί εάν βάσει της φύσεως των σχετικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων το θρήσκευμα ή οι πεποιθήσεις αποτελούν επαγγελματική απαίτηση που είναι ουσιώδης, θεμιτή και δικαιολογημένη. Ωστόσο, η ανωτέρω διαφορετική μεταχείριση οφείλει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, ένα εθνικό δικαστήριο υποχρεούται, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να μην εφαρμόσει εθνική διάταξη, η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα προς το άρθρο 4, παρ 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών υποχρεούται, όταν αδυνατεί να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τρόπο συνάδοντα προς το άρθρο 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78, να παράσχει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που απορρέει για τους πολίτες από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων που κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη.

5. ΔΕΕ, απόφασητης 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-214/17, Alexander Mölk κατά Valentina Mölk – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής, που εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την Απόφαση 2009/941/ΕΚ του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης «Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3, το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος διατροφής έχει προσφύγει στην αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του. Εντούτοις, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου, όταν ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο δυνάμει του δικαίου του δικάζοντος δικαστή[…]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Alexander Mölk και της θυγατέρας του Valentina Mölk, με αντικείμενο απαιτήσεις διατροφής. Ειδικότερα, ο Alexander Mölk έχει συνήθη διαμονή στην Αυστρία ενώ η συνήθης διαμονή της θυγατέρας του Valentina Mölk βρίσκεται στην Ιταλία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Innsbruck, της Αυστρίας αποφάσισε με διάταξή του ότι ο Α. Mölk υποχρεούται να καταβάλλει μηνιαία διατροφή στη V. Mölk. Ωστόσο, ο Α. Mölk ζήτησε από το ανωτέρω εθνικό δικαστήριο να μειώσει το ποσό της εν λόγω διατροφής λόγω μειώσεως του καθαρού εισοδήματός του και η θυγατέρα του ζήτησε να απορριφθεί αυτό το αίτημα μειώσεως της διατροφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Α. Mölk κατ’ εφαρμογή του ιταλικού δικαίου. Το περιφερειακό δικαστήριο του Innsbruck μετά από έφεση του πατέρα επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στηριζόμενο στο αυστριακό δίκαιο. Ο Α. Mölk άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας να κριθεί η απαίτηση διατροφής βάσει του ιταλικού δικαίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 4, παρ. 3, του Πρωτοκόλλου της Χάγης έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η καταβλητέα διατροφή επιδικάσθηκε με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου, κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή το οποίο ορίζει η διάταξη αυτή, το δίκαιο αυτό διέπει και μεταγενέστερο αίτημα του υπόχρεου, ενώπιον της αρμόδιας αρχής του κράτους της συνήθους διαμονής του, σε βάρος του δικαιούχου περί μειώσεως της διατροφής αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης δεν διέπει μεταγενέστερο αίτημα περί μειώσεως της διατροφής του υπόχρεου, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της συνήθους διαμονής του.

6. ΔΕΕ απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-180/17, X και Y κατά Staatssecretarisvan Veiligheiden Justitie – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και του άρθρου 13 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε συνδυασμό με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παρ. 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των X και Y και του Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης στις Κάτω Χώρες, με αντικείμενο την απόρριψη των αιτήσεων διεθνούς προστασίας τις οποίες είχαν υποβάλει, και την έκδοση αποφάσεων περί επιστροφής τους. Ειδικότερα, κατά των X και Y, Ρώσων υπηκόων, εκδόθηκαν αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους για παροχή διεθνούς προστασίας και τους επιβλήθηκε υποχρέωση επιστροφής. Κατόπιν της απόρριψης των προσφυγών εφεσίβαλαν τις πρωτόδικες αποφάσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεδομένου ότι η έφεση δεν είχε αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να λάβει ασφαλιστικά μέτρα εν αναμονή της έκδοσης απόφασης επί της ουσίας. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και αποφάσισε ότι δεν επιτρεπόταν να απελαθούν ο X και Y πριν περατωθεί η κατ’ έφεση διαδικασία επί της ουσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία που, ενώ προβλέπει ότι χωρεί έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης με την οποία επικυρώνεται απορριπτική διοικητική απόφαση επί αίτησης διεθνούς προστασίας και επιβάλλεται υποχρέωση επιστροφής, δεν προσδίδει αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στο ένδικο αυτό μέσο, ακόμη και σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται σοβαρό κίνδυνο παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια  δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-176/17, Profi Credit Polska S.A. w Bielsku Białej κατά Mariusz Wawrzosek - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο Siemianowice Śląskie της Πολωνίας (Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich I Wydział Cywilny) στο πλαίσιο διαδικασίας μεταξύ της Profi Credit Polska και του Mariusz Wawrzosek σχετικά με αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή που εξέδωσε ο δεύτερος για την καταβολή ποσών φερόμενων ως οφειλόμενων σε εκτέλεση σύμβασης καταναλωτικού δανείου που του χορήγησε η εταιρία αυτή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή το οποίο εξασφαλίζει απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, όταν ο δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στο μέτρο που οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της οικείας διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από την οδηγία αυτή.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-546/16, Montte SL κατά Musikene - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό όργανο της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων για τις προσφυγές κατά διοικητικών αποφάσεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων της Ισπανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Montte SL και της Musikene, σχετικά με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2014/24 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στις αναθέτουσες αρχές να επιβάλλουν, με τη συγγραφή υποχρεώσεων δημόσιας σύμβασης με ανοιχτή διαδικασία, ελάχιστες απαιτήσεις ως προς την τεχνική αξιολόγηση, κατά τρόπο ώστε οι υποβαλλόμενες προσφορές που δεν υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο βαθμολογίας να αποκλείονται από τη μεταγενέστερη αξιολόγηση η οποία στηρίζεται τόσο στα τεχνικά κριτήρια όσο και στην τιμή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2014/24 δεν αντιτίθεται στην προαναφερόμενη εθνική νομοθεσία.

9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-358/16, UBS Europe SE και Alain Hondequinetconsorts κατά DV κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, σε συνδυασμό με τα άρθρα 41, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1και 2 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας. 2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό εφετείο του Λουξεμβούργου (Couradministrative) στο πλαίσιο διαδικασιών τριτανακοπής που κίνησε η εταιρία UBS Europe SE, καθώς και οι Alain Hondequin κ.λπ. (υπό την ιδιότητα των πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου της Luxalpha) κατά της αποφάσεως του διοικητικού εφετείου, το οποίο αποφάνθηκε επί της εφέσεως που άσκησαν οι DV και EU σχετικά με την άρνηση της χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής να γνωστοποιήσει ορισμένα έγγραφα στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ DV και CSSF (Εποπτική αρχή) κατόπιν της αποφάσεως της τελευταίας με την οποία αυτή έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε πλέον τα εχέγγυα επαγγελματικής εντιμότητας. Ας σημειωθεί ότι η εποπτική χρηματοπιστωτική αρχή διέταξε τον DV να παραιτηθεί από κάθε θέση που κατείχε το συντομότερο δυνατό, για τον λόγο ότι δεν ήταν πλέον άξιος εμπιστοσύνης και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον ικανός να ασκεί στο πλαίσιο επιβλεπόμενης επιχειρήσεως καθήκοντα διευθύνοντος ή άλλα καθήκοντα των οποίων η άσκηση εξαρτάται από σχετική άδεια. Η CSSF αιτιολόγησε την απόφασή της, μεταξύ άλλων, με τον ρόλο που είχε διαδραματίσει ο DV στη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας Luxalpha Sicav. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39, σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η εξαίρεση από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, η οποία προβλέπεται στη διάταξη αυτή σχετικά με τις «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», έχει εφαρμογή σε κατάσταση στην οποία οι αρχές τις οποίες ορίζουν τα Κράτη-μέλη προς άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται από την Οδηγία αυτή λαμβάνουν μέτρο, ή ακόμη επιβάλλουν κύρωση, που εμπίπτει στο εθνικό διοικητικό δίκαιο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», που περιλαμβάνεται άρθρου 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, δεν καταλαμβάνει την περίπτωση στην οποία οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρο που συνίσταται στην επιβαλλόμενη σε ορισμένο πρόσωπο απαγόρευση να ασκεί σε μια εποπτευόμενη επιχείρηση διευθυντικά καθήκοντα ή άλλα καθήκοντα για την άσκηση των οποίων απαιτείται άδεια. Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ τόνισε ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στην παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να διασφαλίζεται και να εφαρμόζεται στην πράξη κατά τρόπον ώστε να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

10. ΔΕΕ,  απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-41/17, Isabel González Castro κατά Mutua Umivale κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας  «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Γαλικίας Tribunal (Superior de Justicia de Galicia) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Isabel González Castro και του Ταμείο αλληλασφαλίσεως Umivale, της εργοδότριάς της, Prosegur España SL  και του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ισπανία σχετικά με την άρνηση των τελευταίων να αναστείλουν τη σύμβαση εργασίας της πρώτης και να της χορηγήσουν επίδομα λόγω κινδύνου κατά τη γαλουχία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας εργαζομένη στην οποία δεν χορηγήθηκε ιατρικό πιστοποιητικό που βεβαιώνει την ύπαρξη κινδύνου για τον θηλασμό τον οποίο ενέχει η θέση εργασίας της και στην οποία κατά συνέπεια δεν χορηγήθηκε το επίδομα λόγω κινδύνου κατά τη γαλουχία αμφισβητεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής του οικείου Κράτους-μέλους, την αξιολόγηση των κινδύνων της θέσεως εργασίας της 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση εφόσον η εργαζομένη αυτή επικαλείται πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται ότι η αξιολόγηση αυτή δεν συμπεριέλαβε ειδικό έλεγχο που να λαμβάνει υπόψη την ατομική κατάστασή της και από τα οποία μπορεί έτσι να συναχθεί τεκμήριο περί υπάρξεως άμεσης διακρίσεως λόγω φύλου.




Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 4/2018
Πόσο V. Orbán είσαι; 
Ο "οδικός χάρτης" για την εγκαθίδρυση ανελευθερων καθεστώτων
Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Αν. Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ

                                                  «We are parting ways with western European dogmas,
                                                   making ourselves independent from them … We have
                                                   to abandon liberal methods and principles of organising
                                                   a society. The new state that we are building is an
                                                   illiberal state, a non-liberal state»
                                                                                                                 Viktor Orbán, 29/10/2014

1. Το τελευταίο διάστημα και στο πλαίσιο της μακρόσυρτης προεκλογικής περιόδου, που διάγει η χώρα  μας, ακούσαμε αρκετές φορές να παρομοιάζουν οι βασικοί «παίκτες» της εγχώριας πολιτικής σκηνής ό ένας τον άλλον με τον Πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Viktor Orbán. Εξάλλου, οι ασχολούμενοι με τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχαν την ευκαιρία τα τελευταία χρόνια να παρακολουθήσουν διάφορα «επεισόδια» έντασης στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της υπό τον Orbán Ουγγρικής Κυβέρνησης σχετικά με τις πολιτικές επιλογές της. Η περίπτωση της Ουγγαρίας απασχόλησε δε και το Δικαστήριο της ΕΕ. Σε τι συνίσταται λοιπόν το φαινόμενο Orbán; 
 Στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παρόν, λαμβάνοντας υπόψη ότι η περίπτωση Orbán εντάσσεται σε ένα γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, μιας γενιάς εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών (Τσάβες, Πούτιν, Ερντογάν, Ούρμπαν, Κατσίνσκι και Σίντλο), που παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, παρουσιάζουν κοινά στοιχεία, αφού πολιτεύονται εγκαθιδρύοντας καθεστώτα, που χαρακτηρίζονται από τη σοβαρή οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου. Τα κοινά αυτά στοιχεία, θα αναδείξουμε παρακάτω, αφού προηγουμένως οριοθετήσουμε εννοιολογικά την «οπισθοδρόμηση του Κράτους δικαίου» και τους κινδύνους που εγκυμονεί για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.    

2. Από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας παράλληλα με την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, που μονοπώλησε σχεδόν το πολιτικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως  στην Ουγγαρία (2011), στην Ρουμανία (2012) και τελευταία στην Πολωνία (2016) σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη η Ένωση βασίζεται «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Μεταξύ των παραπάνω «συνταγματικών θεμελίων», που συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα θεσμικά όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. Έτσι, γίνεται λόγος για «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» (rule of law backsliding), με σκοπό να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια νέα γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών. Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών, όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Πολωνία, από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αντιφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Οι  L. Pech και K. L. Scheppele ορίζουν την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας εκλεγμένες δημόσιες αρχές εσκεμμένα εφαρμόζουν κυβερνητικά σχέδια, που αποσκοπούν στη συστηματική αποδυνάμωση, εκμηδένιση ή έλεγχο των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, με στόχο την απογύμνωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και την εδραίωση της μακροχρόνιας κυριαρχίας του επικρατούντος κόμματος». 
Η οπισθοδρόμηση αυτή του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μελή της Ένωσης εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις φιλελεύθερες αξίες της. Σήμερα που η ΕΕ και τα Θεσμικά της Όργανα καθορίζουν μέσω του ενωσιακού δικαίου τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η τύχη τους εξαρτάται από αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις, όταν αυτές καλούνται να συμπράξουν στην ενωσιακή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών και μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. 

3. Για την εγκαθίδρυση ανελεύθερων καθεστώτων (illiberal states) από ηγέτες «τύπου  Orbán» ακολουθείται ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, που παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, τα στοιχεία του συνοψίζονται στον παρακάτω «οδικό χάρτη»

(α) Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου τείνει να αρχίσει με σημαντικό αριθμό πολιτών να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας  για λόγους που ποικίλλουν: από την αυξανόμενη ανισότητα, την υψηλή και επίμονη ανεργία ή τις αρπακτικές πρακτικές της κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Συχνά αυτό συνοδεύεται από μια κρίση στο κομματικό σύστημα, στο οποίο τουλάχιστον ένα από τα κυρίαρχα κόμματα είτε συγκλονίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις είτε παίρνει μια απότομη στροφή προς ένα πολιτικό άκρο, γεγονός που στη συνέχεια και στις επόμενες εκλογές παρουσιάζεται ως επιλογή κανονικότητας.

(β) Οι δυσαρεστημένοι πολίτες ψηφίζουν για να σπάσουν το «παλιό σύστημα» εκλέγοντας έναν ηγέτη, ο οποίος υπόσχεται ριζική αλλαγή, συχνά αναφερόμενος στη «βούληση του λαού», επιτιθέμενος στο ισχύον συνταγματικό πλαίσιο με έξυπνα σχεδιασμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες (συνταγματικός λαϊκισμός), συνήθως δανεισμένες από άλλους «επιτυχημένους» αυταρχικούς ηγέτες.

(γ) Οι νέοι ολιγαρχικοί ηγέτες δρουν γρήγορα για να απενεργοποιήσουν, να περιορίσουν ή να ελέγξουν πλήρως  εξουσίες «κλειδιά», που μπορούν να αντισταθούν στην εδραίωση της εξουσίας τους. Στις εξουσίες αυτές περιλαμβάνονται πρωτίστως η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους (υπηρεσίες ασφαλείας, αστυνομία, εισαγγελική αρχή). Βασική τους στόχευση είναι συστηματική υπονόμευση των βασικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου γνωστών ως checks and balances. 

(δ) Για να παραμείνουν δημοφιλείς, οι νέοι κυβερνώντες σχεδιάζουν, προσφέρουν και προβάλλουν παροχές σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν να ελέγξουν τον δημόσιο διάλογο και να εξαλείψουν τις εναλλακτικές απόψεις μέσω του εκφοβισμού κοινωνικών και πολιτικών ομάδων και την ανάπτυξη κατά των αντιπάλων τους φορολογικών, αστυνομικών και εισαγγελικών διώξεων από τις ελεγχείσες σύμφωνα με τα παραπάνω εκ μέρους τους εξουσίες, που θεωρούνται «κλειδιά» για την εδραίωση της εξουσίας τους.

(ε) Στη συνέχεια, αλλάζουν τον εκλογικό σύστημα και το εκλογικό σώμα (σπρώχνοντας όπου αυτό είναι δυνατόν την αντιπολίτευση εκτός της χώρας ή καταπιέζοντας τους ψηφοφόρους της) ή και τα δύο. 

(στ) Όταν οι ψηφοφόροι τελικά αντιληφθούν («ξυπνήσουν») τη ζημία που έχει γίνει, κάτι που συμβαίνει συνήθως πολύ αργά, καθώς ο νέος αυταρχικός ηγέτης κατά το διάστημα που διέρρευσε κατέστρεψε κάθε δίαυλο μέσω του οποίου μπορούν να εκφραστούν εναλλακτικές απόψεις, έχουν λίγες επιλογές αντίστασης, αφού το συνταγματικό πλαίσιο «βρίσκεται σε αιχμαλωσία» (captured), όρος που προτάθηκε από τον Jan-Werner Müller, και δεν παραμένει κάποια συνταγματική οδός για να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το κυβερνών κόμμα. 

(ζ) Στην σπάνια περίπτωση που εκδηλωθεί αντίσταση είτε στο Κοινοβούλιο είτε στους δρόμους (διαδηλώσεις κα), τα προκατειλημμένα ή μεροληπτικά  δημοψηφίσματα (μέσω της κατάλληλης θέσης των ερωτημάτων) μπορούν πάντοτε να οργανωθούν για να επιβεβαιώσουν τη βούληση του ηγέτη με το πρόσχημα της «θέλησης του λαού», μια έκφραση που οι κυβερνώντες λαϊκιστές θεωρούν χρήσιμη  να επικαλούνται για να θέσουν τους εαυτούς τους «πάνω από τους δημοκρατικούς θεσμούς και να ξεπεράσουν τα εμπόδια», που μπορεί να σταθούν στο δρόμο τους.

(η) Έχοντας περιορίσει τις αντίθετες φωνές και αλλάξει το εκλογικό σύστημα, οι νέοι ηγέτες μπορούν στη συνέχεια να περιμένουν να πάρουν τις ψήφους που χρειάζονται για να κερδίσουν επόμενες εκλογές, επιστρατεύοντας φανταστικούς εχθρούς και εμφανιζόμενοι  ψηφοθηρικά γενναιόδωροι με παροχές σε τμήματα του λαού. Με αυτόν τον τρόπο η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία «αποτελεί χαρακτηριστικό του παρελθόντος».

Συνοπτικά, όπως σημειώνουν οι Kim Lane Scheppele και Laurent Pech, η  σύγχρονη εκδοχή της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου «μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της χειραγώγησης των δημοκρατικών κανόνων και θεσμών. Τα συντάγματα και οι εκλογικοί κανόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ευνοήσουν ένα κυβερνών κόμμα και να περιορίσουν την ανεξαρτησία και την εξουσία της δικαστικής εξουσίας και των μέσων ενημέρωσης». Τελικός στόχος σε κάθε περίπτωση είναι η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που θα κινείται «σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας». 

4. Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος-μέλος, παρουσιάστηκε αρκετά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από τα Κράτη-μέλη (βλ. Μιχ. Χρυσομάλλη (επιμέλεια), Η αρχή του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 80 επ).

Ωστόσο, από τις αρχές του τρέχοντος έτους φαίνεται ότι «η τιμή της Ευρώπης» διασώζεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που με διαδοχικές του αποφάσεις, επιχειρεί να ορθώσει νομικούς φραγμούς στην  οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη. Ενθαρρυντικό είναι ότι στα μηνύματα της νομολογίας ανταποκρίθηκε άμεσα η Επιτροπή, που προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Πολωνίας σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή για παράβαση) επικαλούμενη αυτοτελώς την παραβίαση του άρθρου 2 ΣΕΕ (Αξίες της Ένωσης – Κράτος Δικαίου) και ειδικότερα τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, που αποτελεί δομικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου. Στις εξελίξεις αυτές θα αναφερθούμε διεξοδικά σε προσεχές μας άρθρο. 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com