Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 1/2017

Η αμοιβαία ανταλλαγή ποινικών μητρώων μεταξύ Ελλάδας και κρατών- μελών της ΕΕ & η συνεκτίμηση από τις ελληνικές δικαστικές αρχές προγενέστερων ευρωπαϊκών καταδικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας σε βάρος του ίδιου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά 

Δήμητρα Μπλίτσα, Εισαγγελική Πάρεδρος, LLM, υπ. Διδάκτωρ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη της κ Δήμητρας Μπλίτσα, Εισαγγελικής Παρέδρου, με θέμα: «Η αμοιβαία ανταλλαγή ποινικών μητρώων μεταξύ Ελλάδας και κρατών- μελών της ΕΕ & η συνεκτίμηση από τις ελληνικές δικαστικές αρχές προγενέστερων ευρωπαϊκών καταδικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας σε βάρος του ίδιου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά».  Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την συγγραφέα με την ιδιότητα του διδάσκοντος στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (τμήμα Εισαγγελέων) από το 2015, να εκτιμήσω ιδιαίτερα την εργατικότητά της και την παραγωγική νομική της σκέψη αλλά και να συζητήσω μαζί της ενδιαφέροντα νομικά ζητήματα στον κύκλο των επαγγελματικών της ενδιαφερόντων. Η μελέτη που παρουσιάζουμε (πρωτοδημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό PRO JUSTITIA τεύχος 2/2016) αποτελεί κατά την γνώμη μας χαρακτηριστικό δείγμα του πλούσιου επιστημονικού εξοπλισμού, που διαθέτει σήμερα η νέα γενιά των ελλήνων δικαστικών λειτουργών. 
                                                                                                                               
                                                                                                              ΜΔΧ


ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η συνημμένη μελέτη (βλέπε εδώ) εξετάζει την με το Ν. 4360/2016 ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Απόφασης-Πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών-μελών και της Απόφασης 2009/316/ΔΕΥ σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS). Επίσης, εξετάζει τη συνεκτίμηση από τις ελληνικές δικαστικές αρχές, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας κατά ενός προσώπου, προγενέστερων ευρωπαϊκών καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του ίδιου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ. 
Η ύπαρξη μιας προγενέστερης καταδικαστικής απόφασης, που προέρχεται από άλλο κράτος-μέλος, δεν συνδέεται μόνο με την αρχή “ne bis in idem”. Δεν αφορά, δηλαδή, μόνο περιπτώσεις, όπου έχει εκδοθεί ήδη οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου άλλου κράτους-μέλους για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Το ζήτημα της αναγνώρισης αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων συνήθως ανακύπτει σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες ασκείται σε βάρος του ίδιου προσώπου νέα δίωξη σε άλλο κράτος-μέλος για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Το ποινικό παρελθόν του εν λόγω προσώπου, θα πρέπει να είναι γνωστό στις ευρωπαϊκές δικαστικές αρχές ενώπιον των οποίων προσάγεται, καθώς η προγενέστερη εγκληματική συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει τη μεταχείρισή του, τόσο κατά την προδικασία (π.χ. προσωρινή κράτηση), όσο και κατά την κύρια διαδικασία (π.χ. είδος και ύψος επιβαλλόμενης ποινής), αλλά και κατά το στάδιο εκτέλεσης της απόφασης (π.χ. δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της ποινής υπό όρο). Η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ προέβλεψε για πρώτη φορά τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία πρότερες ευρωπαϊκές καταδικαστικές αποφάσεις συνεκτιμώνται στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας, που διεξάγεται σε άλλη χώρα της ΕΕ, κατά του ίδιου προσώπου, αλλά για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.Η χώρα μας δεν έχει προβεί ακόμη σε ενσωμάτωση της ως άνω Απόφασης-Πλαισίου. Η δε ισχύουσα νομοθεσία, όπως καταδεικνύεται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, μόνο κατ’ εξαίρεση αποδίδει ισοδύναμα αποτελέσματα σε ευρωπαϊκές και ημεδαπές καταδικαστικές αποφάσεις. Έτσι, διερευνάται κατά πόσο η επίμαχη Απόφαση-Πλαίσιο μπορεί να αναπτύξει τα αποτελέσματά της μέσω της ερμηνευτικής μεθόδου της «σύμφωνης ερμηνείας».
Περαιτέρω, αν η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου εντός της ΕΕ δεν καταστεί αμέσως γνωστή, με τρόπο αξιόπιστο και κατανοητό, στο κράτος-μέλος, που διεξάγει τη νέα ποινική διαδικασία σε βάρος του, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί η ισοδυναμία των ποινικών αποφάσεων των κρατών-μελών. Η αμοιβαία, ταχεία και αποτελεσματική ανταλλαγή, δηλαδή, πληροφοριών, που περιέχονται στο ποινικό μητρώο, είναι απαραίτητη, ώστε οι δικαστικές αρχές κάθε κράτους-μέλους να μπορούν να πληροφορούνται εγκαίρως το ποινικό παρελθόν του δράστη και να λαμβάνουν υπόψη τους τη σχετική ευρωπαϊκή καταδικαστική απόφαση στο πλαίσιο της νέας ποινικής διαδικασίας σε βάρος του.Στη βάση αυτή, η παρούσα μελέτη εξετάζει την πλέον πρόσφατη ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ανταλλαγή πληροφοριών, που περιέχονται στο ποινικό μητρώο, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 4360/2016.

Δήμητρα Μπλίτσα, Εισαγγελική Πάρεδρος, LLM, υπ. Διδάκτωρ Νομικής 
dimitra.blitsa@law.nyu.edu

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΟΥΝΙΟΣ 2017
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-685/15, Online Games Handels GmbH κ.λπ. κατά Landespolizeidirektion Oberösterreich - Προδικαστική
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας (Landesverwaltungsgericht Oberösterreich) και αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ σε σχέση και με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Online Games Handels GmbH, του Frank Breuer, του Nicole Enter και του Astrid Walden, αφενός, και της περιφερειακής αστυνομικής διευθύνσεως του ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας αφετέρου. Σύμφωνα με το διοικητικό δικονομικό σύστημα της Αυστρίας κατά των αποφάσεων των διοικητικών αρχών είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως λόγω ελλείψεως νομιμότητας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία αποφαίνονται επί της ουσίας της διαφοράς. Στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, το δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει τα στοιχεία της υποθέσεως εντός των ορίων της προσφυγής, λαμβάνοντας υπόψη, κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο τις ελαφρυντικές όσο και τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Η συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αναφέρεται στις διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα που επέβαλε η περιφερειακή αστυνομική διεύθυνση σε βάρος των προσφευγόντων λόγω της άνευ αδείας εκμεταλλεύσεως μηχανημάτων τυχερών παιγνίων. Ειδικότερα, το επίμαχο ζήτημα αφορά το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, υπό περιστάσεις στις οποίες το δικάζον δικαστήριο δεν περιορίζεται απλώς στην έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας αλλά ενεργεί αυτεπαγγέλτως προκειμένου να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία (σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο της Αυστρίας).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη προδικαστική απόφαση είναι  εάν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό δικονομικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο, στο πλαίσιο διοικητικών δικών ποινικού χαρακτήρα, το δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί επί του αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης ρύθμιση που περιορίζει την άσκηση θεμελιώδους ελευθερίας, όπως είναι η ελευθερία εγκαταστάσεως ή η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών υποχρεούται να διερευνά αυτεπαγγέλτως τα στοιχεία της υποθέσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, δεν αντιτίθενται σε εθνικό δικονομικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο υποχρεούται να διερευνά αυτεπαγγέλτως τα στοιχεία της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως περί υπάρξεως διοικητικών παραβάσεων. Ωστόσο, η ανωτέρω κρίση του ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό δικονομικό σύστημα δεν συνεπάγεται υποχρέωση του δικαστηρίου να υποκαταστήσει τις αρμόδιες αρχές του οικείου Κράτους-μέλους, στις οποίες εναπόκειται να προσκομίσουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσον ο περιορισμός αυτός είναι δικαιολογημένος.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-541/15,  Angela Freitag κ.λπ. - Προδικαστική
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το ειρηνοδικείο του Wuppertal της Γερμανίας (Amtsgericht Wuppertal) και αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία κίνησε ο Mircea Florian Freitag σχετικά με την αναγνώριση, στη Γερμανία, και την καταχώριση - αντικατάσταση στο μητρώο προσωπικής καταστάσεως του επωνύμου του με επώνυμο που απέκτησε νομίμως στη Ρουμανία. Ειδικότερα,  ο αιτών της κύριας δίκης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1986 στη Ρουμανία με το επώνυμο Pavel, έχει τη ρουμανική ιθαγένεια και είναι τέκνο της Angela Freitag και του Vica Pavel, Ρουμάνων υπηκόων. Μετά το διαζύγιο των γονέων του, η μητέρα του συνήψε νέο γάμο με Γερμανό υπήκοο φέροντα το επώνυμο Freitag. Ο νέος σύζυγος υιοθέτησε τον αιτούντα της κύριας δίκης, ο οποίος απέκτησε έτσι τη γερμανική ιθαγένεια και φέρει έκτοτε το επώνυμο Freitag. Με απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου του Brasov (Ρουμανία) της 9ης Ιουλίου 2013, το επώνυμο του αιτούντος της κύριας δίκης άλλαξε και πάλι, μετά από αίτησή του, σε Pavel. Κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η διαδικασία αλλαγής ονόματος στη Ρουμανία, ο αιτών της κύριας δίκης είχε τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία. Στη συνέχεια, ο αιτών της κύρια δίκης απευθύνθηκε στο  ληξιαρχείο του Wuppertal της Γερμανίας προσκομίζοντας το νέο ρουμανικό διαβατήριό του, το οποίο εκδόθηκε με το επώνυμο Pavel, και ζήτησε να αναγνωριστεί η αλλαγή ονόματος και από το γερμανικό δίκαιο και να τροποποιηθεί αναλόγως το μητρώο της προσωπικής του καταστάσεως. Το ληξιαρχείο του Wuppertal και ο  δήμαρχος του Wuppertal διατηρώντας αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα καταχωρίσεως μεταγενέστερης πράξεως στο μητρώο προσωπικής καταστάσεως, έφεραν την υπόθεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου του Wuppertal.
Το νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι εάν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν την άρνηση του ληξιαρχείου Κράτους- μέλους να αναγνωρίσει και να καταχωρίσει στο μητρώο προσωπικής καταστάσεως το επώνυμο το οποίο απέκτησε νομίμως υπήκοος αυτού του Κράτους-μέλους (Γερμανία) σε άλλο Κράτος-μέλος (Ρουμανία), του οποίου είναι, επίσης, υπήκοος, και το οποίο αντιστοιχεί στο όνομα γεννήσεώς του. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει την άρνηση του ληξιαρχείου Κράτους-μέλους να αναγνωρίσει και να καταχωρίσει στο μητρώο προσωπικής καταστάσεως το όνομα το οποίο απέκτησε νομίμως υπήκοος αυτού του Κράτους-μέλους σε άλλο Κράτος-μέλος, του οποίου αυτός είναι, επίσης, υπήκοος και το οποίο αντιστοιχεί στο όνομα γεννήσεώς του. 

3. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-436/16, Γεώργιος Λεβέντης και Νικόλαος Βαφειάς κατά Malcon Navigation Co. Ltd και Brave Bulk Transport Ltd - Προδικαστική
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από τον Άρειο Πάγο (Ελλάδα) και αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 23, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού  «αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β)  είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ)  είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. [...]». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Γεωργίου Λεβέντη και του Νικολάου Βαφειά, εκπροσώπων της Brave Bulk Transport ltd., εταιρίας ναύλωσης πλοίων, και, αφετέρου, της Malcon Navigation Co. ltd. με αντικείμενο αγωγή αποζημίωσης, η οποία ασκήθηκε από την τελευταία κατά της Brave Bulk Transport και των Γ. Λεβέντη και Ν. Βαφειά, ως ενεχόμενων εις ολόκληρο. Στη συγκεκριμένη υπόθεση αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Ας σημειωθεί ότι μεταξύ των δύο εταιρειών είχε υπογραφεί ιδιωτικό συμφωνητικό που όριζε ότι διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, ότι υπόκειται στην αγγλική δικαιοδοσία και ότι οποιαδήποτε διαφορά από ή σε σχέση με αυτό υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του High Court της Αγγλίας και της Ουαλίας. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο συμφωνητικό δεν ήταν συμβαλλόμενοι οι εκπρόσωποι της εταιρείας Brave Bulk Transport.
Το νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε στη συγκεκριμένη απόφαση είναι η ερμηνεία του άρθρου 23 του Kανονισμού Βρυξέλλες Ι, στην περίπτωση που έχει περιληφθεί ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας σε ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ δύο εταιριών. Ειδικότερα, εξετάζεται εάν οι εκπρόσωποι της μίας εξ αυτών μπορούν να επικαλεστούν τη ρήτρα προκειμένου να αμφισβητήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου αναφορικά με την εκδίκαση αγωγής αποζημίωσης, με την οποία ζητήθηκε να αναγνωρισθεί η εις ολόκληρο ευθύνη τους για φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το ΔΕΕ έκρινε, ερμηνεύοντας το άρθρο 23, παρ. 1, του κανονισμού  44/2001 ότι οι εκπρόσωποι της μίας εξ αυτών δεν μπορούν να επικαλεστούν τη ρήτρα παρέκτασης διότι θεωρούνται τρίτοι και δεν ήταν συμβαλλόμενοι στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό.

4. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-126/16, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ. κατά Smallsteps BV - Προδικαστική
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο των κεντρικών Κάτω Χώρων (Rechtbank Midden Nederland) αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 3 έως 5 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον διάδοχο.». Επιπροσθέτως, το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει « Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή)». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Federatie Nederlandse Vakvereniging, (ολλανδικής συνδικαλιστικής οργανώσεως) κ.λπ. και της Smallsteps BV, με αντικείμενο τη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων προς την εταιρία αυτή. Ειδικότερα, η Estro Groep BV ήταν η μεγαλύτερη εταιρία παιδικών σταθμών στις Κάτω Χώρες. Η ανωτέρω εταιρεία κηρύχθηκε σε πτώχευση και διορίστηκε σύνδικος για την περάτωση της διαδικασίας της πτώχευσης. Στις 5 Ιουλίου 2014, υπεγράφη συμφωνία pre pack μεταξύ του συνδίκου και της Smallsteps, σύμφωνα με την οποία η τελευταία αγόρασε 250 περίπου σταθμούς και δεσμεύτηκε να προσφέρει εργασία σε 2.600 περίπου εργαζομένους της Estro Groep κατά την ημερομηνία κηρύξεως της πτωχεύσεως. Η συμφωνία pre-pack σκοπεί στην προετοιμασία της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως προκειμένου να καταστεί εφικτή η γρήγορη επανέναρξη των βιώσιμων μονάδων της επιχειρήσεως μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως, ούτως ώστε να αποτραπεί η ρήξη την οποία θα προκαλούσε η απότομη παύση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής κατά την ημερομηνία κηρύξεως της πτωχεύσεως και να διατηρηθεί η αξία της επιχειρήσεως και η απασχόληση.
Τον Ιούλιο του 2014, ο σύνδικος απέλυσε όλους τους εργαζομένους της Estro Groep. Η Smallsteps προσέφερε νέα σύμβαση εργασίας σε 2 600 περίπου εργαζομένους που απασχολούνταν προηγουμένως στην Estro Groep, ενώ απέλυσε τελικώς περισσότερους από χίλιους εργαζομένους.   
Το κρίσιμο νομικό ζήτημα της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι εάν η Οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο 5, παρ. 1, έχει την έννοια ότι η προστασία των εργαζομένων που εγγυώνται τα άρθρα 3 και 4 της Οδηγίας αυτής διατηρείται, σε περίπτωση στην οποία η μεταβίβαση επιχειρήσεως πραγματοποιείται αφότου κηρυχθεί η πτώχευση μέσω συμφωνίας pre pack, η οποία προετοιμάστηκε πριν από την πτώχευση και εφαρμόστηκε αμέσως μετά την κήρυξή της.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5 παρ. 1 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ έχει την έννοια ότι η προστασία των εργαζομένων διατηρείται  και στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση επιχειρήσεως πραγματοποιείται αφότου κηρυχθεί η πτώχευση μέσω συμφωνίας pre pack, η οποία προετοιμάστηκε πριν από την πτώχευση και εφαρμόστηκε αμέσως μετά την κήρυξή της. Επίσης, το ΔΕΕ έκρινε ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας pre-pack ο σύνδικος εξετάζει τις δυνατότητες συνεχίσεως από τρίτον των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής και προετοιμάζεται για ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως προκειμένου να συνεχιστεί η λειτουργία της επιχείρησης.

5.  ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-111/17 PPU,  OL κατά PQ - Προδικαστική
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου του άρθρου 11, παρ. 1, του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού «Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1980, απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.[…]». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του OL και της PQ, σχετικά με αίτηση που υπέβαλε ο OL ώστε το παιδί τους, το οποίο βρίσκεται στην Ελλάδα, δηλαδή στο Κράτος - μέλος στο οποίο γεννήθηκε και εξακολουθεί να διαμένει με τη μητέρα του, να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου ήταν ο τόπος συνήθους διαμονής του ζεύγους πριν από τη γέννηση του παιδιού.
Το νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε στη συγκεκριμένη απόφαση αναφέρεται στην ερμηνεία του όρου «συνήθης διαμονή», σύμφωνα με το άρθρο 11, παρ. 1, του Κανονισμού 2201/2003. Ειδικότερα, εξετάζεται εάν υφίσταται «παράνομη κατακράτηση», σε περίπτωση κατά την οποία παιδί έχει γεννηθεί και έχει διαμείνει αδιαλείπτως με τη μητέρα του επί πλείονες μήνες, σύμφωνα με την κοινή βούληση των γονέων του, σε Κράτος - μέλος (Ελλάδα) διαφορετικό εκείνου στο οποίο βρισκόταν ο τόπος συνήθους διαμονής των γονέων πριν από τη γέννησή του (Ιταλία). Ας σημειωθεί ότι η αρχική πρόθεση των γονέων ήταν η επιστροφή της μητέρας μαζί με το παιδί στην Ιταλία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αρχική πρόθεση των γονέων περί επιστροφής της μητέρας μαζί με το παιδί στην Ιταλία συνεπάγεται ότι το παιδί έχει στο συγκεκριμένο Κράτος - μέλος τη «συνήθη διαμονή» του, κατά την έννοια του ανωτέρω Κανονισμού. Ως εκ τούτου, η άρνηση της μητέρας να επιστρέψει μαζί με το παιδί σε αυτό το Κράτος - μέλος (Ιταλία) δεν συνιστά «παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση» του παιδιού, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου. 

6. ΔΕΕ, απόφαση  της 13ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-258/14, Eugenia Florescu κ.λπ. κατά Casa Judeţeană de Pensii Sibiu κ.λπ.
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε  από το Εφετείο της Alba Iulia της Ρουμανίας (Curtea de Apel Alba Iulia) και αναφέρεται κυρίως στην ερμηνεία των άρθρων 6 ΣΕΕ, 17 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ και του άρθρου 2, παρ. 2, στοιχείο β, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη «Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: [.....] β)   συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν: i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, [...]».  Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Eugenia Florescu κ.λπ. και του Περιφερειακού Ταμείου Συντάξεων του Sibiu κ.λπ.. Το αντικείμενο της δίκης της συγκεκριμένης υπόθεσης αναφέρεται στην απαγόρευση σώρευσης της καθαρής συντάξεως του δημοσίου τομέα με τα εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημοσίους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίζεται ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση. Ειδικότερα,  οι προσφεύγοντες ασκούσαν το δικαστικό λειτούργημα και παραλλήλως προς το δικαστικό λειτούργημα και το λειτούργημα του πανεπιστημιακού διδασκάλου. Το έτος 2009, οι ως άνω προσφεύγοντες συνταξιοδοτήθηκαν από τη θέση του δικαστικού λειτουργού, μετά από υπηρεσία άνω των 30 ετών. Κατά τη συνταξιοδότησή τους αυτή, είχαν τη δυνατότητα, σύμφωνα με τον νόμο 303/2004, να σωρεύουν τη σύνταξή τους με τα εισοδήματα που προέρχονταν από τη δραστηριότητά τους στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Μετά την έκδοση του νόμου 329/2009, ο οποίος απαγόρευε εφεξής μια τέτοια σώρευση, οι προσφεύγοντες επέλεξαν την αναστολή της καταβολής των συντάξεών τους από 1ης Ιανουαρίου 2010. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο, της Ρουμανίας έκρινε συνταγματικό τον νόμο 329/2009 στο μέτρο που τα άρθρα 17 έως 26 του ως άνω νόμου δεν αφορούν πρόσωπα των οποίων η διάρκεια της θητείας ορίζεται ρητώς στο Σύνταγμα. Σύμφωνα με την κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω απαγορεύσεως οι ασκούντες νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία με ορισμένη θητεία. Εν συνεχεία, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν, προσφυγή ζητώντας, μεταξύ άλλων, να ακυρωθούν οι αποφάσεις περί αναστολής της καταβολής των συντάξεών τους, που είχαν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του νόμου 329/2009, και να υποχρεωθούν οι καθ' ων της κύριας δίκης να τους καταβάλλουν τη μηνιαία σύνταξή τους από τον Ιανουάριο του 2010. 
Ένα από τα ζητήματα που τέθηκαν με την προδικαστική παραπομπή (έκτο, έβδομο, ένατο και δέκατο ερώτημα), είναι εάν το άρθρο 6 ΣΕΕ και το άρθρο 17 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, η οποία απαγορεύει τη σώρευση της καθαρής συντάξεως του δημόσιου τομέα με τα εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν η σύνταξη αυτή υπερβαίνει ορισμένο ύψος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6 ΣΕΕ και το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη  δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω επίδικη  εθνική νομοθεσία.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη προδικαστική απόφαση (όγδοο προδικαστικό ερώτημα) είναι εάν το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχείο β, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει την ερμηνεία εθνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία η προβλεπόμενη σ’ αυτήν απαγόρευση σωρεύσεως της καθαρής συντάξεως με εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση, ισχύει για τους τακτικούς δικαστές και όχι για πρόσωπα που διορίζονται με θητεία προβλεπόμενη από το εθνικό Σύνταγμα.
Το ΔΕΕ έκρινε το ανωτέρω άρθρο της Οδηγίας δεν έχει εφαρμογή επί της ερμηνείας της ανωτέρω εθνικής νομοθεσίας. 

7. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-49/16, Unibet International Ltd. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Központi Hivatala – Προδικαστική 
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης (Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság) και αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Unibet International Ltd., εταιρίας εδρεύουσας στη Μάλτα, και του Κεντρικού Γραφείου Δημόσιων Οικονομικών και Τελωνείων της Ουγγαρίας, σχετικά με τις αποφάσεις της εν λόγω αρχής περί προσωρινής απαγορεύσεως προσβάσεως στους δικτυακούς τόπους της Unibet, οι οποίοι είναι προσβάσιμοι στα ονόματα τομέα hu.unibet.com και hul.unibet.com.. Ειδικότερα, η ανωτέρω εταιρεία δραστηριοποιείται στη διοργάνωση διαδικτυακών τυχερών παιγνίων και έχει λάβει άδειες από τις εθνικές αρχές πολλών Κρατών-μελών. Κατόπιν ελέγχων που διενεργήθηκαν κατά το έτος 2014 ως προς το περιεχόμενο των ανωτέρω διαδικτυακών τόπων στην ουγγρική γλώσσα, τους οποίους εκμεταλλευόταν η Unibet, η ουγγρική φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι οι συγκεκριμένοι διαδικτυακοί τόποι καθιστούσαν δυνατή την πρόσβαση σε περιεχόμενα που συνιστούν τυχερά παίγνια υπό την έννοια της ουγγρικής νομοθεσίας περί διοργανώσεως τυχερών παιγνίων, μολονότι η Unibet δεν διέθετε τη σχετικώς απαιτούμενη άδεια στην Ουγγαρία. Έχοντας διαπιστώσει την εν λόγω παράβαση, η ουγγρική φορολογική αρχή εξέδωσε δύο αποφάσεις με τις οποίες, πρώτον, διέταξε τη Unibet να διακόψει προσωρινώς την πρόσβαση από την Ουγγαρία στους διαδικτυακούς τόπους της και, δεύτερον, επέβαλε σε αυτήν πρόστιμο. 
Το νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε στη συγκεκριμένη απόφαση είναι εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία, η οποία θεσπίζει σύστημα παραχωρήσεων και χορηγήσεως αδειών για τη διοργάνωση διαδικτυακών τυχερών παιγνίων, δυνάμει του οποίου οι φορείς δύνανται να συνάψουν σύμβαση παραχωρήσεως και, βάσει αυτής, να λάβουν άδεια διοργανώσεως διαδικτυακών τυχερών παιγνίων, είτε συμμετέχοντας σε διαγωνισμό με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως, ο οποίος διοργανώνεται από τον υπουργό Οικονομίας είτε υποβάλλοντας προσφορά στον υπουργό με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως.  Η τελευταία δυνατότητα παρέχεται στους «εγνωσμένης αξιοπιστίας» φορείς εκμεταλλεύσεως τυχερών παιγνίων.  
Το ΔΕΕ έκρινε ότι  το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία θεσπίζει καθεστώς συμβάσεων παραχωρήσεως και χορηγήσεως αδειών για τη διοργάνωση διαδικτυακών τυχερών παιγνίων υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνει κανόνες που εισάγουν δυσμενή διάκριση εις βάρος φορέων εγκατεστημένων σε άλλα Κράτη-μέλη ή υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπει κανόνες οι οποίοι δεν εισάγουν δυσμενή διάκριση αλλά εφαρμόζονται με αδιαφανή τρόπο ή υλοποιούνται στην πράξη με τρόπο τέτοιον ώστε κωλύουν ή δυσχεραίνουν την υποψηφιότητα ορισμένων διαγωνιζομένων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα Κράτη-μέλη.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε είναι αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην επιβολή κυρώσεων από Κράτος-μέλος, οι οποίες επιβάλλονται λόγω της παραβάσεως της νομοθεσίας που θεσπίζει καθεστώς συμβάσεων παραχωρήσεως και χορηγήσεως αδειών για τη διοργάνωση τυχερών παιγνίων, στην περίπτωση που τέτοια εθνική νομοθεσία αποδειχθεί ότι αντίκειται στο ανωτέρω άρθρο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην επιβολή κυρώσεων από Κράτος-μέλος οι οποίες επιβάλλονται λόγω παραβάσεως της νομοθεσίας που θεσπίζει καθεστώς συμβάσεων παραχωρήσεως και χορηγήσεως αδειών για τη διοργάνωση τυχερών παιγνίων, στην περίπτωση που τέτοια εθνική νομοθεσία αποδειχθεί ότι αντίκειται στο ανωτέρω άρθρο.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-249/16, Saale Kareda κατά Stefan Benkö - Προδικαστική
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) και αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.1 του ανωτέρω Κανονισμού «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1)   α)  ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, β)  για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:
–   εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,
–   εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών,
γ)  το στοιχείο α εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β, […]».
Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Stefan Benkö και της Saale Kareda όσον αφορά αναγωγή για το ποσό των μηνιαίων δόσεων τις οποίες κατέβαλε ο S. Benkö, στο πλαίσιο από κοινού συναφθείσας συμβάσεως πιστώσεως, ελλείψει καταβολής εκ μέρους της S. Kareda. 
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τεθηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση είναι αν το άρθρο 7, σημείο 1, του Κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή εξ αναγωγής η οποία ασκείται από έναν εις ολόκληρον ευθυνόμενο συνοφειλέτη κατά των συνοφειλετών του από σύμβαση πιστώσεως εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω αγωγή εμπίπτει στο άρθρο 7 σημείο 1, του Κανονισμού 1215/2012. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε είναι αν το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο β, δεύτερη περίπτωση, του Κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σύμβαση πιστώσεως, η οποία έχει συναφθεί μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και δύο εις ολόκληρον ευθυνομένων συνοφειλετών, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω σύμβαση πιστώσεως πρέπει να χαρακτηρισθεί ως σύμβαση παροχής υπηρεσιών.
Το τρίτο νομικό ζήτημα που εξετάζεται είναι αν το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο β, δεύτερη περίπτωση, του Κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα χορηγεί πίστωση σε δύο εις ολόκληρον ευθυνόμενους συνοφειλέτες, ο τόπος του Κράτους-μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών είναι, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, εκείνος όπου έχει την έδρα του το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα. Εξετάζεται εάν τα ανωτέρω ισχύουν και αναφορικά με τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας του δικαστηρίου που πρόκειται να επιληφθεί της εκδικάσεως της αγωγής εξ αναγωγής η οποία ασκήθηκε από ένα συνοφειλέτη κατά του ετέρου.
Το ΔΕΕ έκρινε, ερμηνεύοντας το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο β, δεύτερη περίπτωση, του Κανονισμού 1215/2012, ότι ο τόπος του Κράτους-μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών είναι, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, εκείνος όπου έχει την έδρα του το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα. Η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου ισχύει και ως προς τον καθορισμό της κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου που πρόκειται να επιληφθεί της εκδικάσεως της αγωγής εξ αναγωγής.

9.  ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-75/16, Livio Menini και Maria Antonia Rampanelli κατά Banco Popolare – Società Cooperativa – Προδικαστική 
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Βερόνα της Ιταλίας (Tribunale Ordinario di Verona) και αναφέρεται στην ερμηνεία της Οδηγίας 2013/11 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και της Οδηγίας 2008/52 για ορισμένα θέματα διαμεσολαβήσεως σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 2013/11, «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/52.». Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την Ιταλική ρύθμιση «Όποιος προτεθηκε να ασκήσει ένδικο βοήθημα λόγω διαφοράς σχετικής με  ασφαλιστικές, τραπεζικές και χρηματοοικονομικές συμβάσεις, οφείλει προηγουμένως να κινήσει, επικουρούμενος από δικηγόρο, τη διαδικασία διαμεσολαβήσεως η οποία προβλέπεται στο παρόν διάταγμα ή τη διαδικασία εξώδικου συμβιβασμού η οποία προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα 179 της 8ης Οκτωβρίου 2007 ή τη διαδικασία η οποία θεσπίστηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 128-bis του κωδικοποιημένου κειμένου των νόμων σχετικά με τις τραπεζικές και τις πιστωτικές δραστηριότητες το οποίο αφορά το νομοθετικό διάταγμα 385 της 1ης Σεπτεμβρίου 1993, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, για τους τομείς που ρυθμίζονται εκεί. Η κίνηση της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Livio Menini και της Maria Antonia Rampanelli και, αφετέρου, της Banco Popolare Società Cooperativa, σχετικά με το χρεωστικό υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που διατηρούν στην Banco Popolare οι L. Menini και M. A. Rampanelli. Ειδικότερα, η Banco Popolare χορήγησε στον L. Menini και στην M. A. Rampanelli άνοιγμα πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό δυνάμει τριών διαδοχικών συμβάσεων, προκειμένου να καταστεί για αυτούς δυνατή η αγορά μετοχών εκδοθείσες είτε από την ίδια την Banco Popolare είτε από άλλες εταιρίες που της ανήκουν. Εν συνεχεία, εκδόθηκε υπέρ της Banco Popolare διαταγή πληρωμής κατά του L. Menini και της M. A. Rampanelli για ποσόν ύψους 991 848,21 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε, κατά την Banco Popolare, στο χρεωστικό υπόλοιπο από σύμβαση ανοίγματος αλληλόχρεου λογαριασμού με ενυπόθηκη ασφάλεια, η οποία συνήφθη στις 16 Ιουλίου 2009. Ο L. Menini και η M. A. Rampanelli άσκησαν ανακοπή κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής και ζήτησαν την αναστολή της προσωρινής εκτελέσεώς της. 
Το νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε με τη συγκεκριμένη προδικαστική απόφαση είναι εάν η Οδηγία 2013/11 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει:
1. Την υποχρεωτική προσφυγή σε διαδικασία διαμεσολαβήσεως για τις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο της 2, παρ. 1, της Οδηγίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού της ένδικης προσφυγής που αφορά τις εν λόγω διαφορές, 
2. Ότι, στο πλαίσιο τέτοιας διαμεσολαβήσεως, οι καταναλωτές πρέπει να επικουρούνται από δικηγόρο και, 
3 Ότι οι καταναλωτές μπορούν να αποφύγουν προηγούμενη προσφυγή στη διαμεσολάβηση μόνον εάν αποδείξουν την ύπαρξη εύλογης αιτίας της συγκεκριμένης αποφάσεώς τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2013/11/ΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει την προσφυγή σε διαδικασία διαμεσολαβήσεως ως προϋπόθεση του παραδεκτού της ένδικης προσφυγής σχετικά με τις εν λόγω διαφορές, στον βαθμό που μια τέτοια απαίτηση δεν εμποδίζει τα εμπλεκόμενα μέρη να ασκήσουν το δικαίωμά τους προσβάσεως στο δικαστικό σύστημα. Ωστόσο, έκρινε ότι η Οδηγία αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει ότι, στο πλαίσιο τέτοιας διαμεσολαβήσεως, οι καταναλωτές πρέπει να επικουρούνται από δικηγόρο και δεν μπορούν να αποσυρθούν από διαδικασία διαμεσολαβήσεως παρά μόνον εάν αποδείξουν την ύπαρξη εύλογης αιτίας για αυτή τους την απόφαση.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Υπόθεση C-74/16, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania κατά Ayuntamiento de Getafe - Προδικαστική
Η αίτηση προδικαστικής απόφασης υποβλήθηκε από το περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο της Μαδρίτης (Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n°4 de Madrid) και αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της αδελφότητας των θρησκευτικών σχολείων της περιφέρειας της Betania  και του Δήμου του Getafe της Ισπανίας. Η δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είχε ως αντικείμενο την εκ μέρους του Δήμου απόρριψη της αιτήσεως της αδελφότητας περί επιστροφής ποσού που είχε καταβάλει ως φόρο επί κατασκευών, εγκαταστάσεων και έργων. Ειδικότερα, η αδελφότητα ζήτησε τη χορήγηση αδείας για τη μετατροπή και επέκταση του κτιρίου που στεγάζει την αίθουσα εκδηλώσεων του εν λόγω σχολείου, η οποία προορίζεται, μεταξύ άλλων, για τη διενέργεια συγκεντρώσεων, μαθημάτων και διαλέξεων, προκειμένου να τοποθετηθούν σε αυτή 450 καθίσματα. Η εν λόγω άδεια εκδόθηκε στις 28 Απριλίου 2011, η δε αδελφότητα κατέβαλε το ποσό των 23.730,41 ευρώ ως φόρο κατασκευών. Ακολούθως, η αδελφότητα υπέβαλε αίτηση επιστροφής του ποσού αυτού, εκτιμώντας ότι απαλλάσσεται της καταβολής του φόρου αλλά ο Δήμος την απέρριψε.
Το νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι εάν μπορεί φορολογική απαλλαγή, της οποίας απολαύει αδελφότητα της Καθολικής Εκκλησίας για έργα που πραγματοποιούνται σε ακίνητο προοριζόμενο για την άσκηση δραστηριοτήτων που δεν επιδιώκουν αυστηρώς θρησκευτικό σκοπό, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 107, παρ. 1 ΣΛΕΕ
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω φορολογική απαλλαγή για έργα που πραγματοποιούνται σε ακίνητο και δεν επιδιώκουν αυστηρώς θρησκευτικό σκοπό δύναται να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Η ανωτέρω κρίση του ΔΕΕ θα πρέπει να συνδυαστεί με το ζήτημα κατά πόσο  οι δραστηριότητες της αδελφότητας μπορούν να θεωρηθούν οικονομικές. Ωστόσο, το ανωτέρω ειδικότερο ζήτημα θα εξεταστεί από το εθνικό δικαστήριο.