Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 3/2019
Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις κατά την Οδηγία 2014/41/ΕΕ 
και η ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη του κου Γιαντσελίδη Στέλιου με θέμα: Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις κατά την Οδηγία 2014/41/ΕΕ και η ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη, που αποτέλεσε τη Διπλωματική του Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ – Κατεύθυνση: Δίκαιο της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης. Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, κατά την υποστήριξή της (Οκτώβριος 2019) αξιολογήθηκε με υψηλότατη βαθμολογία και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος, την ευθύνη του οποίου έχει ο Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
ΜΔΧ       


ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας αποτελεί το πιο πρόσφατο νομοθέτημα στο πεδίο της διακρατικής δικαστικής συνδρομής επί των ποινικών υποθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εισήχθη στις 3 Απριλίου 2014 με την ευρωπαϊκή Οδηγία 2014/44/ΕΕ και ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία στις 21 Σεπτεμβρίου 2017 με τον Ν.4489/2017, με τον οποίο μεταφέρθηκε σχεδόν αυτολεξεί το περιεχόμενο της Οδηγίας στο δίκαιο της χώρας μας. 
Η θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας υπαγορεύτηκε από την αναγκαιότητα μιας πιο αποδοτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση του οργανωμένου διασυνοριακού εγκλήματος. Ήδη από τη Σύνοδο του Τάμπερε το 1999 είχε διακηρυχτεί από τα ευρωπαϊκά όργανα ότι στο πλαίσιο ενίσχυσης ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ήταν απαραίτητο να αναβαθμιστεί η διακρατική δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στη βάση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Στόχο του νέου νομοθετικού μέτρου αποτέλεσε η υιοθέτηση ενός ενιαίου, συνεκτικού και αποτελεσματικού εργαλείου για τη διασυνοριακή απόδειξη, προκειμένου να αντικατασταθεί το περίπλοκο και κατακερματισμένο προϋπάρχον σύστημα συγκέντρωσης και διαβίβασης αποδεικτικού υλικού. Μέχρι το πρώτο μισό του 2018 το νέο εργαλείο είχε καταστεί κύριο μέσο για την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων στα κράτη μέλη, απλοποιώντας και επιταχύνοντας τις διασυνοριακές έρευνες. 
Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας ορίζεται ως δικαστική απόφαση ή απόφαση που εκδίδεται ή επικυρώνεται από δικαστική αρχή με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων. Κατά τη διαδικασία εφαρμογής της τα συμμετέχοντα μέρη είναι δύο, οι αρχές του κράτους που την εκδίδουν και τη διαβιβάζουν και οι αρχές του κράτος που την αναγνωρίζουν και την εκτελούν και επομένως κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποτελεί τόσο κράτος έκδοσης όσο και κράτος εκτέλεσης. Στους βασικούς άξονες εφαρμογής της, πέρα από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο σε όλη τη διαδικασία, περιλαμβάνονται η αρχή regit forum actum, η αρχή της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αναλογικότητα της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας και του ερευνητικού μέτρου με τον επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς και η εξομοίωση  των προϋποθέσεων του ερευνητικού μέτρου.
Μια σειρά νέων ρυθμίσεων και καινοτομιών σε σχέση με το προϋπάρχον καθεστώς έχουν εισαχθεί και συγκεκριμένα: α) η κάλυψη όλων των αποδεικτικών στοιχείων τόσο με τη διεξαγωγή ερευνών στο κράτος εκτέλεσης όσο και με τη συγκέντρωση αποδείξεων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή του κράτους, β) η πρόβλεψη περιορισμένων λόγων άρνησης εκτέλεσης, γ) ο καθορισμός συγκεκριμένων προθεσμιών, δ) η κοινή για όλα τα κράτη τυποποιημένη φόρμα έκδοσης,  ε) η ενίσχυση του ρόλου των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι βρίσκονται σε άμεση οριζόντια επικοινωνία μεταξύ τους και συνεργάζονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, στ) η ευχέρεια επιλογής των κατάλληλων μέτρων ανά περίπτωση, ζ) η δυνατότητα του κράτους εκτέλεσης να προσφύγει σε εναλλακτικά ερευνητικά μέτρα, η) η πρόβλεψη για θεσμικά αντίβαρα, προκειμένου να αντισταθμίζονται οι κίνδυνοι από την αυστηρή εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. 
Οι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, αποτιμώντας τη μικρή μέχρι τώρα εμπειρία εφαρμογής του μέτρου, εκφράζουν την ικανοποίησή τους από το νέο νομοθέτημα, επισημαίνουν, ωστόσο, ότι απαιτείται μεγαλύτερη τεχνογνωσία μέσω της ανταλλαγής καλών πρακτικών και προβληματισμών, καθώς και στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δημιουργία «γέφυρας» επικοινωνίας μεταξύ των δικαστικών αρχών σε διαβουλεύσεις και πολύπλοκες υποθέσεις. Πεδίο έντονης κριτικής αποτελεί το ζήτημα της διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου σε όλη τη διαδικασία. 
Παρά τον εντοπισμό κάποιων αδυναμιών η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας είναι ένα νομοθετικό μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση και αποτελεί προηγμένο μέσο διεθνούς συνεργασίας, παρέχοντας εκτεταμένες δυνατότητες αναζήτησης, συλλογής και μεταφοράς αποδεικτικών στοιχείων. Η μέχρι τώρα βιβλιογραφία αναδεικνύει ουσιαστικές πτυχές του νέου μέτρου, που συνεπάγονται βελτίωση στις δικαστικές συνεργασίες των κρατών μελών και εγγυώνται πρόοδο στη καταπολέμηση της διασυνοριακής εγκληματικότητας. Στον μικρό χρόνο εφαρμογής της, οι βασικοί στόχοι που είχαν τεθεί για συνεκτικότητα, ταχύτητα, ευελιξία και αποτελεσματικότητα φαίνεται να επιτυγχάνονται. 
Δες τη μελέτη εδώ

Γιαντσελίδης Στέλιος, ΜΔΕ Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  
yantsels@gmail.com 



CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 2/2019
H απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Achmea και η ενωσιακή έννομη τάξη

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη του κου Γαβριηλίδη Δημήτριου με θέμα: H απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Achmea και η ενωσιακή έννομη τάξη, που αποτέλεσε τη Διπλωματική του Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ – Κατεύθυνση: Δίκαιο της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης. Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, κατά την υποστήριξή της (Οκτώβριος 2019) αξιολογήθηκε με υψηλότατη βαθμολογία και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος, την ευθύνη του οποίου έχει ο Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
                                                                                                                                  ΜΔΧ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Οι διμερείς επενδυτικές συμφωνίες αποτελούν μία μεγάλη κατηγορία διακρατικών συμφωνιών, οι οποίες ρυθμίζουν το κανονιστικό πλαίσιο των ιδιωτικών επενδύσεων μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών. Οι συμφωνίες αυτές εγκαθιδρύουν ένα σύστημα επίλυσης διαφορών, κατά κανόνα υπό τη μορφή διαιτησίας, με σκοπό να μην εξαναγκάζεται ο επενδυτής να καταφεύγει στο χρονοβόρο σύστημα των εθνικών δικαστηρίων, το οποίο θεωρείται και επίφοβο για μη ισότιμη αντιμετώπιση των διαδίκων. Σήμερα τα Κράτη-μέλη της Ένωσης διατηρούν σε ισχύ δεκάδες τέτοιες συμφωνίες με άλλα Κράτη-μέλη (ενδοενωσιακές διμερείς επενδυτικές συμφωνίες), τα οποία δεν είχαν ενταχθεί στην Ένωση όταν αυτές είχαν συναφθεί. Η ολλανδική ασφαλιστική εταιρεία Αchmea κίνησε διαδικασία προκειμένου να υπαχθεί διαφορά της με τη Σλοβακία σε διαιτητικό δικαστήριο, που προβλεπόταν από τέτοια συμφωνία μεταξύ Ολλανδίας και Σλοβακίας. Το ΔΕΕ, κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας  (Bundesgerichtsof), κλήθηκε να απαντήσει στα ζητήματα ενωσιακού δικαίου που δημιουργεί η λειτουργία του διαιτητικού αυτού δικαστηρίου.  
Με την παρούσα εργασία επιχειρήθηκε η προσέγγιση της απόφασης αυτής του ΔΕΕ (Αchmea, C-284/16) από τη σκοπιά του ενωσιακού δικαίου και με σκοπό να καταδειχθεί η συμβολή της στην αρχιτεκτονική του ενωσιακού συνταγματικού οικοδομήματος. Ζητήματα που απασχολούν τον χώρο της επενδυτικής διαιτησίας καταγράφονται μόνο κατά τρόπο συνοπτικό, αφενός για να γίνουν αντιληπτά τα ζητήματα σχετικά με την έννομη τάξη της ΕΕ, που τίθενται με την απόφαση, αφετέρου στο πλαίσιο της ενασχόλησης με τις πρακτικές συνέπειες της απόφασης. Με σκοπό την πληρέστερη προσέγγιση του ζητήματος και την κατανόηση του ιδιαίτερα συνοπτικού σκεπτικού της απόφασης επί της υπόθεσης Achmea, θεωρήθηκε σκόπιμο να προηγηθεί αναφορά σε προγενέστερες υποθέσεις κατά τις οποίες το ΔΕΕ ασχολήθηκε με περιπτώσεις διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων.
Κεντρικό ζήτημα στην απόφαση επί της υπόθεσης Achmea αποτελεί η αυτονομία της έννομης τάξης της ΕΕ. Στο σκεπτικό του Δικαστηρίου, κάθε αναφορά σχετική με την αυτονομία αυτή συνοδεύεται από παραπομπή σε αντίστοιχες σκέψεις της Γνωμοδότησης 2/13 για το σχέδιο προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ. Για πρώτη φορά, όμως, το Δικαστήριο αναφέρθηκε συνδυαστικά και κατά τρόπο ξεκάθαρο στην εσωτερική και στην εξωτερική διάσταση της αυτονομίας, σε δύο, δηλαδή, διαστάσεις, οι οποίες σε μία πρώτη ανάγνωση των προγενέστερων της Achmea αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων που αναφέρονταν είτε στη μία, είτε στην άλλη, φάνταζαν διακριτές. Μετά και από την έκδοση της Γνωμοδότησης 1/17 μπορεί πλέον να λεχθεί με βεβαιότητα ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν το Δικαστήριο στην υιοθετηθείσα με την Achmea λύση είναι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η θέση του Δικαστηρίου στην Achmea υποδηλώνει ότι η διατήρηση της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει ότι οι επενδυτές μπορούν να βασιστούν στο ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των επενδύσεών τους. Η περίπτωση του δικαστηρίου CETA (βλ. γνωμοδότηση 1/17) είναι ποιοτικώς διαφορετική κι αυτό διότι αυτό ιδρύθηκε βάσει συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά, οι δε σχέσεις των συμβαλλομένων αυτών μερών δεν βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. 
Σε σχέση με τη διαφοροποίηση από τα γενόμενα δεκτά σε προγενέστερες αποφάσεις σχετικές με την εμπορική διαιτησία (Eco Swiss, C- 126/97 & Mostaza Claro, C-168/05),  η θέση του Δικαστηρίου στην Achmea μπορεί να γίνει αντιληπτή εάν ληφθεί υπόψη η έννοια της θεσμικής αυτονομίας. Η αυτονομία δεν διακυβεύεται όταν δύο ιδιώτες συμφωνούν να υπαγάγουν μια διαφορά σε εμπορική διαιτησία, από τη στιγμή που η διαιτησία υπόκειται στον έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια, που είναι τμήμα του ενωσιακού δικαιοδοτικού συστήματος. Δεν μπορεί, όμως, να λεχθεί το ίδιο για την περίπτωση που δύο Κράτη-μέλη, οι σχέσεις των οποίων διέπονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη, επιλέγουν μια διαδικασία διαιτησίας, της οποίας η λειτουργία κατ’ ουσία είναι να αποσπά διαφορές από το δικαιοδοτικό σύστημα της ΕΕ.
Σε κάθε, λοιπόν, περίπτωση, η απόφαση στην Achmea είναι μια από τις σημαντικότερες των τελευταίων ετών, όχι μόνο λόγω των ηχηρών συνεπειών της στον τομέα της επενδυτικής διαιτησίας, αλλά και για το σχετικό με την αυτονομία της έννομης τάξης της ΕΕ σκεπτικό της. Θα μπορούσε να ιδωθεί ως - μέχρι ένα βαθμό - αναμενόμενη εξέλιξη σε μια σειρά νομολογιακών κρίσεων, που προωθούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση διά της τελολογικής ερμηνείας των Συνθηκών. Εξέλιξη, βέβαια, προς την κατεύθυνση της προστασίας της αυτονομίας της έννομης τάξης της ΕΕ.
Δες τη μελέτη εδώ      

Γαβριηλίδης Δημήτριος, ΜΔΕ Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  
dimitrisgavriilidis89@yahoo.gr