Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

 CES-DUTH Working Paper 1/2022
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕE: ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2021

Επιμέλεια, Πρόλογος: Μ. Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής Νομικής Σχολής, ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline τον Απρίλιο 2022)

Προλογικό σημείωμα

Παρακάτω προσεγγίζουμε την παρουσία της Ελλάδας ενώπιον των δικαστικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το έτος 2021. Πρόκειται για μία καταγραφή, που γίνεται εκ μέρους μας ετησίως από το 2004, των αποφάσεων των ενωσιακών Δικαστηρίων με ελληνικό ενδιαφέρον, ταξινομημένων κατά θεματική ενότητα και όχι κατά την ημερομηνία έκδοσης ή το είδος διαδικασίας ή προσφυγής. Τέτοιες θεωρούμε, κυρίως, τις αποφάσεις επί προσφυγών για παράβαση που ασκήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, τις αποφάσεις επί προσφυγών ακυρώσεως, κατά παραλείψεων και αποζημιώσεως που ασκήθηκαν από την ελληνική Κυβέρνηση ή από Έλληνες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) κατά των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, τις προδικαστικές παραπομπές στο ΔΕΕ εκ μέρους ελληνικών δικαστηρίων και, ενδεχομένως, τις παραπομπές στο Δικαστήριο εκ μέρους δικαστηρίων άλλων Κρατών-μελών, στις οποίες εμπλέκεται Έλληνας ως διάδικος στην κύρια δίκη και, τέλος, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου (ΔΕΕ) επί αναιρέσεων κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (ΓΔΕΕ). 

Στην παρουσίαση καταγράφονται μόνο οι οριστικές αποφάσεις του ΔΕΕ ή του ΓΔΕΕ και όχι οι εισαχθείσες υποθέσεις κατά την περίοδο αναφοράς ή οι υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση αλλά βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο (π.χ. έχουν δημοσιευθεί οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα). Η αναφορά περιορίζεται στον τίτλο της απόφασης (Δικαστήριο, αριθμός απόφασης, διάδικοι, ημερομηνία εκδόσεως), στη συνοπτική περίληψη καθώς και στο διατακτικό της ενώ δεν περιλαμβάνει άλλα μέρη και, κυρίως, το σκεπτικό της απόφασης. Οι ενδιαφερόμενοι, πάντως, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη διαδικτυακή πύλη του ΔΕΕ (http://curia.eu.int) για να αντλήσουν το σύνολο των στοιχείων μίας αποφάσεως, που τους ενδιαφέρει. Από τη μελέτη των ελληνικού ενδιαφέροντος αποφάσεων των Δικαστηρίων της ΕΕ θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: 

1. Κατά την περίοδο αναφοράς (2021) καταγράφτηκαν  έντεκα (11) αποφάσεις με ελληνικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν παραπάνω. Έτσι, ο αριθμός των αποφάσεων επανήλθε εκεί που ήταν πριν από την πανδημία COVID-19, όταν και παρατηρήθηκε επιβράδυνση στις εργασίες του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο του 2020 (το 2018 και το 2019 καταγράφτηκαν 12 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος ενώ το 2020 μόλις 6).

Το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από τη διαχρονική έρευνα της παρουσίας της Ελλάδας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι ο ετήσιος αριθμός αποφάσεων με ελληνικό ενδιαφέρον δεν μπορεί να αυξηθεί θεαματικά, πρωτίστως, γιατί ο αριθμός ελληνικών προδικαστικών παραπομπών παραμένει εξαιρετικά χαμηλός, αποκλίνοντας σημαντικά από τους αριθμούς άλλων Κρατών-μελών και κατά δεύτερο λόγο στην σημαντική μείωση των καταδικαστικών αποφάσεων κατόπιν προσφυγών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή για παράβαση). 

2. Και το 2021 παρουσιάζεται η ίδια βελτιωμένη εικόνα της χώρας μας σε ότι αφορά τις παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, που παρατηρείται από το 2010 και μετά. Έτσι, από τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των είκοσι δύο  (22) αποφάσεων του Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν το 2009, με τις οποίες αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ η παραβίαση των υποχρεώσεων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, καταγράφεται μόλις μία (1) καταδικαστική απόφαση (κρατικές ενισχύσεις) κατά την περίοδο αναφοράς. Ο αριθμός αποτελεί την καλύτερη επίδοση της χώρας μας, σε σχέση με τη συμμόρφωση στις υποχρεώσεις της και κινείται στο μέσο όρο του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων ανά Κράτος-μέλος στην Ένωση των 27, που είναι περίπου 1 έως 1,2  αποφάσεις με τις οποίες το ΔΕΕ αναγνωρίζει παραβίαση του ενωσιακού δικαίου.  Οι λόγοι αυτής της βελτίωσης έχουν εκτεθεί διεξοδικά στο αντίστοιχο σημείωμά μας για το 2014, οπότε παρέλκει η εκτενής επανάληψή τους. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι αυτή, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται: στη σημασία που φαίνεται να αποδίδει πλέον η χώρα μας στην τήρηση των υποχρεώσεών της έναντι της Ένωσης, στην προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της την κατηγορία του Κράτους – παραβάτη των υποχρεώσεών του και ταυτόχρονα να ενδυναμώσει τις διαπραγματευτικές δυνατότητές της εντός της ενωσιακών θεσμών και, τέλος, στη βελτίωση των ρυθμών με τους οποίους η ελληνική δημόσια διοίκηση προωθεί την ενσωμάτωση κανόνων του ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη αλλά και των δυνατοτήτων συνεννόησης και διαπραγμάτευσης με την Επιτροπή, με σκοπό τη διευθέτηση των παραβιάσεων σε προδικαστικό στάδιο. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι δεν παρατηρείται  καταδικαστική απόφαση, που να αφορά τον τομέα του περιβάλλοντος, που ιστορικά αποτελεί τον τομέα της ενωσιακής νομοθεσίας, στον οποίο σημειώνονται οι περισσότερες παραβιάσεις τόσο από την χώρα μας όσο και από τα υπόλοιπα  Κράτη-μέλη.  Το γεγονός αυτό, βέβαια, θα πρέπει να αξιολογηθεί τα επόμενα χρόνια, για να κριθεί αν είναι ευκαιριακό ή έχει μονιμότερο χαρακτήρα.   

3. Το 2021 εντοπίζεται μόνο μία (1) απόφαση του ΔΕΕ επί προδικαστικής  παραπομπής κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, προερχόμενη από τον Άρειο Πάγο. Η σταθερά μικρή έως ελάχιστη συνεργασία των ελληνικών δικαστηρίων με το ΔΕΕ επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε παρουσιάζοντας την ελληνική παρουσία στα δικαστικά όργανα της Ένωσης για την προηγούμενη πενταετία, ορισμένα εκ των οποίων είμαστε υποχρεωμένοι σε γενικές γραμμές να επαναλάβουμε: 

Πρώτον, ο εξαιρετικά μικρός αριθμός των προδικαστικών παραπομπών εκ μέρους των ελληνικών δικαστηρίων  κινείται σε ρυθμούς αντίθετους με την ευρωπαϊκή τάση αύξησης του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και αντιμετώπισης τόσο από τις Νομικές Σχολές όσο και από τα αρμόδια διοικητικά και εκπαιδευτικά όργανα της δικαιοσύνης. Κατά τη γνώμη μας δεν περιποιεί τιμή για το δικαστικό σύστημα της χώρας η 22η θέση μεταξύ 27 Κρατών-μελών με βάση των αριθμό προδικαστικών παραπομπών στο ΔΕΕ στο διάστημα 2016 – 2020. 

Δεύτερον, δεν φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών προερχομένων από τα ελληνικά δικαστήρια τα εξής γεγονότα: η αναγνώριση από το ΔΕΚ, με τη γνωστή απόφαση Köbler, της ευθύνης των Κρατών-μελών σε αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, όταν αυτές είναι αντίθετες με ενωσιακό δίκαιο (εξωσυμβατική ευθύνη), η σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις του ΔΕΕ όσον αφορά το χρόνο, που απαιτείται για την έκδοση εκ μέρους του αποφάσεων επί προδικαστικών παραπομπών (κατά μέσο όρο 16 μήνες), η καθιέρωση ταχείας διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, καθώς και η σημαντική αύξηση της δικαστικής ύλης στο πλαίσιο των πολιτικών του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (Μετανάστευση, Άσυλο, Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις, Δικαστική Συνεργασία στις Αστικέ Υποθέσεις). Στα γεγονότα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και την πρόσφατη καταδίκη Κράτους-μέλους (Γαλλίας) κατόπιν προσφυγής της Επιτροπής για παράβαση της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής από ανώτατο δικαστήριό του.

4. Στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος θα πρέπει να επισημάνουμε, ως έχουσες ιδιαίτερη σημασία, τις παρακάτω αποφάσεις του Δικαστηρίου:

(α) Υπόθεση C 511/19, ΑΒ κατά Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών – Σπύρος Λούης,  προδικαστική παραπομπή από τον Άρειο Πάγο (Ελλάδα)

Με τα προδικαστικά ερωτήματα o Άρειος Πάγος ζήτησε κατ’ ουσία από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρα 2 και 6, παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος τίθενται, έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, το οποίο συνεπάγεται μείωση των αποδοχών τους, απώλεια της τυχόν δυνατότητας επαγγελματικής εξέλιξής τους και μείωση, ή ακόμη και απώλεια, της αποζημίωσης απόλυσης την οποία θα δικαιούνταν να λάβουν κατά τη λύση της σχέσης εργασίας. 

Τα ερωτήματα προέκυψαν όταν ο ΑΒ, ο οποίος εργάζονταν με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών – Σπύρος Λούης (ΟΑΚΑ), εντάχθηκε σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας πριν από τη συνταξιοδότησή του. Με την αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο AB αμφισβήτησε τη νομιμότητα της θέσης του υπό το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας σύμφωνα με το άρθρο  34 του νόμου 4024/2011, που περιλαμβάνεται στα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και τη μείωση των δημόσιων δαπανών στο πλαίσιο της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την οποία αντιμετώπισε το 2010. Ο ΑΒ υποστήριξε ότι η εν λόγω διάταξη εισήγαγε διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, που αντιβαίνει στην Οδηγία 2000/78, χωρίς η διαφορετική αυτή μεταχείριση να δικαιολογείται αντικειμενικά από κάποιον θεμιτό στόχο και χωρίς τα μέσα για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του ΑΒ, το ΟΑΚΑ άσκησε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή του ΑΒ κατά το μέρος που είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως. Ο AB άσκησε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος εκτίμησε ότι δεν συντρέχει άμεση διάκριση λόγω ηλικίας, καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 34 του νόμου 4024/2011 δεν προβλέπουν συγκεκριμένο ηλικιακό όριο για το προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας. Ωστόσο, διερωτήθηκε  αν το καθεστώς αυτό ενέχει έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας, καθόσον έχει εφαρμογή μόνο στους μισθωτούς που πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη γήρατος, για την οποία απαιτούνται 35 έτη ασφάλισης, και συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης εντός της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013.

Το ΔΕΕ, αφού έκρινε, αρχικά, ότι επίμαχη ελληνική διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/78, διαπίστωσε ότι η εφαρμογή του καθεστώτος εργασιακής εφεδρείας στηρίζεται σε κριτήριο άρρηκτα συνδεδεμένο με την ηλικία των εργαζομένων τους οποίους αφορά (συμπλήρωση 58 έτους της ηλικίας) και συνεπώς η ελληνική ρύθμιση ενέχει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στο κριτήριο της ηλικίας κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των  άρθρων 1 και 2, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας. Κατόπιν τούτων εξέτασε αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78, η οποία ορίζει ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από αυτούς της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Το ΔΕΕ, αφού υπενθύμισε  ότι έχει επανειλημμένως κρίνει ότι τα Κράτη-μέλη έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την επιλογή όχι μόνον του συγκεκριμένου σκοπού, που προτίθενται να επιδιώξουν, μεταξύ άλλων, στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων επίτευξης του σκοπού αυτού, έκρινε ότι ο σκοπός της περιστολής των δημόσιων δαπανών σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα έναντι των δανειστών της δεν μπορεί να αποτελέσει αφ’ εαυτού θεμιτό σκοπό, δυνάμει του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78, ο οποίος να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. Αντίθετα, έκρινε ότι η επιλογή της ένταξης των οικείων εργαζομένων στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, αντί της απόλυσής τους, μπορεί να συμβάλει στη προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης (άρθρο 3, παρ. 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ και άρθρο 9 ΣΛΕΕ)  καθώς και η δημιουργία μιας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ νεαρής ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων και μεγαλύτερης ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την παροχή κινήτρων για την πρόσληψη και επαγγελματική προώθηση των νέων, μπορούν να αποτελέσουν θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας, στο βαθμό που το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας για τους εργαζομένους που πλησίαζαν τη συνταξιοδότηση είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αποτροπή ενδεχόμενων απολύσεων νεότερων εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των σκοπών αυτών είναι «πρόσφορα και αναγκαία». Το ΔΕΕ διαπίστωσε σχετικά ότι το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας πρέπει να θεωρηθεί πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των ως άνω σκοπών, αφού, αφενός, η επιλογή να μην απολυθούν οι εργαζόμενοι, που πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση, αλλά να παραμείνουν στον ανήκοντα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα εργοδότη τους συμβάλλει προδήλως στην προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης και, αφετέρου, η θέσπιση του καθεστώτος αυτού, κατά το μέτρο που κατέστησε, μεταξύ άλλων, δυνατή την αποτροπή της απόλυσης όχι μόνο εργαζομένων που πλησίαζαν τη συνταξιοδότηση, αλλά επίσης και νεότερων εργαζομένων, συνέβαλε στη διασφάλιση συνολικά ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης στο πλαίσιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι (α) μολονότι οι θιγόμενοι εργαζόμενοι υφίστανται σημαντική μείωση των αποδοχών και απώλεια της ευκαιρίας επαγγελματικής εξέλιξης, η ένταξη στο επίδικο καθεστώς γίνεται για μικρό χρονικό διάστημα (κατ’ ανώτατο όριο για 24 μήνες) και μετά το πέρας του ως άνω διαστήματος λαμβάνουν πλήρη σύνταξη γήρατος, (β) η απώλεια της αποζημίωσης απόλυσης δεν στερείται λογικής υπό το πρίσμα του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου θεσπίστηκε η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση και (γ) η ένταξη των οικείων εργαζομένων στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας συνοδεύεται από προστατευτικά μέτρα υπέρ αυτών, με αποτέλεσμα την άμβλυνση των επιπτώσεων του ως άνω καθεστώτος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο είναι και αναγκαίο. Κατόπιν όλων των παραπάνω η απάντηση του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα του Αρείου Πάγου ήταν: 

«Το άρθρο 2 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος τίθενται, έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας το οποίο συνεπάγεται μείωση των αποδοχών τους, απώλεια της τυχόν δυνατότητας επαγγελματικής εξέλιξής τους και μείωση, ή ακόμη και απώλεια, της αποζημίωσης απόλυσης την οποία θα δικαιούνταν να λάβουν κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, εφόσον η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία».


(β) Υπόθεση T-147/17, Νικόλαος Αναστασόπουλος και λοιποί κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης  και Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Με την προσφυγή τους οι αιτούντες στρεφόμενοι κατά της Επιτροπής και του Συμβουλίου ζήτησαν βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής υποχρεωτικής ανταλλαγής τίτλων κρατικού χρέους στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2012 (PSI) με τη συμμετοχή ιδιωτικών επενδυτές, που συνεπάγονται την εφαρμογή ρητρών συλλογικής δράσης, λόγω συμπεριφοράς ή πράξεων του Eurogroup, του προέδρου του, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ και της Επιτροπής. Προς στήριξη των αξιώσεών τους για αποζημίωση, οι αιτούντες επικαλέστηκαν αρκούντως σοβαρή παραβίαση του δικαιώματός τους για ίση μεταχείριση, που εγγυάται το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την απαγόρευση κάθε διάκρισης (άρθρο 21, παρ. 1, του Χάρτη) από τη συμπεριφορά του Eurogroup, του Προέδρου του, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και της Επιτροπής. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή από την πλευρά τους υποστήριξαν, κυρίως, ότι οι αξιώσεις των αιτούντων έχουν παραγραφεί και ότι η φερόμενη συμπεριφορά, ιδίως εκείνη του Eurogroup, δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο ζήτημα της παραγραφής παρουσιάστηκε διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η εικαζόμενη ζημία. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστήριξαν η εικαζόμενη ζημία επήλθε την επομένη της ψήφισης του νόμου 4050/2012 (PSI) ενώ σύμφωνα με τους αιτούντες αυτή επήλθε το νωρίτερα στις 9 Μαρτίου 2012, μετά το πέρας, δηλαδή, της διαδικασίας προσφοράς ανταλλαγής τίτλων. Το ΓΔΕΕ, αφού υπενθύμισε την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία η πενταετής παραγραφή των αξιώσεων για εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης αρχίζει να τρέχει όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η υποχρέωση αποκατάστασης, απέρριψε την ένσταση παραγραφής.

Στο ζήτημα του καταλογισμού των επίδικων μέτρων στην Ένωση οι προσφεύγοντες άντλησαν επιχειρήματα από την απόφαση του ΔΕΕ  στην υπόθεση Ledra Advertising σύμφωνα με την οποία τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν την υποχρέωση, όταν συμπράττουν, ως agents, σε διακυβερνητικούς μηχανισμούς (ΕΜΣ), «προφύλαξης», ακόμη και «προληπτικής παρέμβασης», η οποία συνίσταται στη διασφάλιση ότι δεν λαμβάνονται παράνομα μέτρα από τους μηχανισμούς αυτούς. Σε περίπτωση σύμπραξης η παρανομία που δημιουργεί την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης μπορεί να συνίσταται στην παραβίαση διάταξης του Χάρτη, που είναι δεσμευτική για τα θεσμικά της όργανα ακόμη και αν «ενεργούν εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης». Ειδικότερα, η Επιτροπή θα πρέπει να απέχει από την υπογραφή μνημονίου, αν διαπιστώσει ότι αυτό παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης. Το ΓΔΕΕ, αφού υπενθύμισε ότι η απλή έλλειψη νομικά δεσμευτικού χαρακτήρα των δηλώσεων του Eurogroup δεν αρκεί για να απαλλάξει την Ένωση εκ προοιμίου από την εξωσυμβατική της ευθύνη για τη συμπεριφορά ενός από τα θεσμικά της όργανα,  έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν έχουν εντοπίσει κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά, πράξη ή αδράνεια για την οποία είναι υπεύθυνη η Επιτροπή. Αντίθετα, αφενός, οι καταγγελλόμενες ενέργειες δεν αποδίδονταν στην ΕΕ αλλά στις κυρίαρχες και αυτόνομες αποφάσεις των ελληνικών αρχών, για τις οποίες, επειδή βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 51 του Χάρτη), η Επιτροπή δεν ήταν και δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 παρ. 1 της ΣΕΕ, ή δεν ήταν σε θέση να αναλάβει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης για τη ζημία που φέρεται να υπέστησαν οι προσφεύγοντες μετά την εφαρμογή των επίδικων μέτρων. Από την άλλη πλευρά, οι δηλώσεις του Eurogroup, του Προέδρου του ή των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και των θεσμών, δεν συνεπάγονται καμία «εντολή», στην οποία η Επιτροπή θα μπορούσε να αντιταχθεί. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, δεν απαιτείται να συμμετάσχει στη διαπραγμάτευση μιας πολιτικής συμφωνίας ή ενός μνημονίου συμφωνίας, που θα είχε ως αντικείμενο μια τέτοια αναδιάρθρωση. Ανεξάρτητα από τις παραπάνω διαπιστώσεις το ΓΔΕΕ εξέτασε αν υπάρχει όντως παραβίαση της αρχή της ίσης μεταχείρισης και διέκρινε ότι «οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι έπρεπε να είχαν διαφορετική μεταχείριση λόγω της ιδιαίτερης κατάστασής τους, κατά την έννοια της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία συγκρίσιμες καταστάσεις δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά και διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, εκτός εάν αυτή η μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά». Τέλος, το ΓΔΕΕ απέρριψε, ως αβάσιμο, το αίτημα αποζημίωσης που στηρίχθηκε σε εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αποτέλεσμα νόμιμων πράξεων, κρίνοντας ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ενωσιακού δικαίου δεν υφίσταται σύστημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από νόμιμες πράξεις. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποζημιώσεως τόνισε ότι  «η ζημία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών κινδύνων που είναι εγγενείς στις εμπορικές συναλλαγές στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως σε συναλλαγές που αφορούν διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους που εκδόθηκαν από ένα κράτος, ιδίως όταν αυτό Το κράτος έχει, όπως και η Ελληνική Δημοκρατία από τα τέλη του 2009, μειωμένη βαθμολογία. Αντίθετα, ανεξάρτητα από τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία όλοι οι πιστωτές πρέπει να φέρουν τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του οφειλέτη τους, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, τέτοιες συναλλαγές πραγματοποιούνται σε ιδιαίτερα ασταθείς αγορές, που συχνά υπόκεινται σε ιδιοτροπίες και ανεξέλεγκτους κινδύνους. αύξηση της αξίας των τίτλων αυτών, που μπορεί να προκαλέσει την κερδοσκοπία για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι όλοι οι αιτούντες δεν συμμετείχαν σε συναλλαγές κερδοσκοπικού χαρακτήρα, θα έπρεπε να είχαν επίγνωση των εν λόγω κινδύνων και κινδύνων σε σχέση με πιθανή σημαντική απώλεια της αξίας των τίτλων που αποκτήθηκαν». 

Με ενδιαφέρον αναμένεται η απόφαση του ΔΕΕ επί της αναιρέσεως που άσκησαν οι προσφεύγοντες στην απόφαση του ΓΔΕΕ.

Κλείνοντας αυτό το προλογικό σημείωμα θα ήθελα να ευχαριστήσω την κα  Κυριακή Ραφτοπούλου, Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, για τη συμβολή της στην έρευνα,  συγκέντρωση, επεξεργασία και ταξινόμηση του υλικού, που ακολουθεί.

Δες τις αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος εδώ        


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com                                                                                                     

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΑΠΡΛΙΟΣ -ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Υπόθεση C-896/19, Repubblika κατά Il-Prim Ministru – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 19 ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρώτο τμήμα του πολιτικού δικαστηρίου δικάζον ως Συνταγματικό Δικαστήριο της Μάλτας (Prim’Awla tal-Qorti Ċivili – Ġurisdizzjoni Kostituzzjonali) στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της Repubblika, ενώσεως η οποία είναι καταχωρισμένη ως νομικό πρόσωπο στη Μάλτα και έχει ως σκοπό την προώθηση της προστασίας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου στο εν λόγω Kράτος-μέλος και του Πρωθυπουργού. Αντικείμενο της δίκης ήταν η άσκηση λαϊκής αγωγής σχετικά με τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης των διατάξεων του Συντάγματος της Μάλτας που διέπει τη διαδικασία διορισμού των δικαστών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις, οι οποίες παρέχουν στον Πρωθυπουργό του οικείου Κράτους-μέλους (Μάλτα) αποφασιστική εξουσία κατά τη διαδικασία διορισμού των δικαστών, προβλέποντας συγχρόνως την παρέμβαση, στη διαδικασία αυτή, οργάνου επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων, με την αξιολόγηση των υποψηφίων για τη θέση του δικαστή και την παροχή γνώμης στον εν λόγω Πρωθυπουργό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν αντιτίθεται στις ανωτέρω εθνικές διατάξεις.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Υπόθεση C-826/19, WZ κατά Austrian Airlines AG – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5 έως και 9 του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο Korneuburg της Αυστρίας, (Landesgericht Korneuburg) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του WZ και της Austrian Airlines AG με αντικείμενο αίτημα αποζημιώσεως του πρώτου λόγω της ταλαιπωρίας που υπέστη συνεπεία της ανακατευθύνσεως πτήσεως προς άλλον αερολιμένα προορισμού από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση, ο οποίος όμως βρίσκεται εντός της ίδιας γεωγραφικής ζώνης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση ανακατευθύνσεως πτήσεως και προσγειώσεώς της σε άλλον αερολιμένα από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση, ο οποίος όμως εξυπηρετεί την ίδια πόλη ή περιοχή, μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα του επιβάτη σε αποζημίωση λόγω ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι σε περίπτωση ανακατευθύνσεως πτήσεως και προσγειώσεώς της σε άλλον αερολιμένα από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση, ο οποίος όμως εξυπηρετεί την ίδια πόλη ή περιοχή, δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα του επιβάτη σε αποζημίωση λόγω ματαιώσεως της πτήσεως. Ωστόσο, ο επιβάτης πτήσεως δικαιούται, κατ’ αρχήν, αποζημίωση όταν φθάνει στον τελικό προορισμό του τρεις ή περισσότερες ώρες μετά την ώρα αφίξεως που είχε αρχικά προγραμματίσει ο πραγματικός αερομεταφορέας.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Υπόθεση C-511/19, AB κατά Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών – Σπύρος Λούης – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 (ορισμός της άμεσης και της έμμεσης διακρίσεως στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης) και του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από τον Άρειο Πάγο στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του ΑΒ και του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών – Σπύρος Λούης σχετικά με την ένταξη του πρώτου, πριν από τη συνταξιοδότησή του, στο προβλεπόμενο από το εθνικό δίκαιο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2 και το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος τίθενται, έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας το οποίο συνεπάγεται μείωση των αποδοχών τους, απώλεια της τυχόν δυνατότητας επαγγελματικής εξέλιξής τους και μείωση, ή ακόμη και απώλεια, της αποζημίωσης απόλυσης την οποία θα δικαιούνταν να λάβουν κατά τη λύση της σχέσης εργασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.(αρχή της αναλογικότητας)

4. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Υπόθεση C-485/19, LH κατά Profi Credit Slovakia s.r.o. – Προδικαστική 
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, καθώς και των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό δικαστήριο Prešov της Σλοβακίας (Krajský súd v Prešove), στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ LH και Profi Credit Slovakia s. r. o. σχετικά με αδικαιολόγητο πλουτισμό της εταιρίας αυτής από πληρωμή στην οποία προέβη ο δανειολήπτης βάσει ρητρών σύμβασης καταναλωτικής πίστης, οι οποίες φέρονται ως καταχρηστικές ή παράνομες.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η αρχή της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία προβλέπει ότι αγωγή την οποία ασκεί καταναλωτής για την απόδοση ποσών που αχρεωστήτως κατέβαλε με βάση ρήτρες καταχρηστικές κατά την έννοια της Οδηγίας 93/13 ή ρήτρες αντίθετες προς τις επιταγές της Οδηγίας 2008/48, υπόκειται σε τριετή παραγραφή που αρχίζει να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση 

5. ΔΕΕ, απόφαση της 20ης Μαΐου 2021, Υπόθεση C-8/20, L.R. κατά Bundesrepublik Deutschland – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 33, παρ. 2, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 2 στοιχ. δ «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:[….] «δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95».
Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο Schleswig‑Holstein της Γερμανίας (Schleswig-Holsteinisches Verwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του L.R. και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σχετικά με τη νομιμότητα αποφάσεως της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αίτηση ασύλου του ενδιαφερομένου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα απορρίψεως ως απαράδεκτης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, που υποβάλλεται στο Κράτος-μέλος αυτό από υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή του οποίου προγενέστερη αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, υποβληθείσα σε τρίτο κράτος το οποίο εφαρμόζει τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ σύμφωνα με τη Συμφωνία μεταξύ της Ένωσης, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας, είχε απορριφθεί από το τρίτο κράτος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 33, παρ. 2, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, Υπόθεση C-6/20, Sotsiaalministeerium κατά Riigi Tugiteenuste Keskus, anciennement Innove SA – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2 (αρχή της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων) και 46 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με το άρθρο 46 της ανωτέρω Οδηγίας «Είναι δυνατόν να ζητείται από κάθε οικονομικό φορέα που επιθυμεί να συμμετάσχει σε δημόσια σύμβαση να αποδεικνύει την εγγραφή του σε επαγγελματικό ή εμπορικό μητρώο ή να προσκομίζει ανάλογη ένορκη βεβαίωση ή πιστοποιητικό, όπως προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΧ Α για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, στο παράρτημα ΙΧ Β για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και στο παράρτημα ΙΧ Γ για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους στο κράτος μέλος εγκατάστασής του. Στις διαδικασίες σύναψης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, οσάκις οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες πρέπει να διαθέτουν ειδική έγκριση ή να είναι μέλη συγκεκριμένου οργανισμού για να είναι σε θέση να παράσχουν τη σχετική υπηρεσία στη χώρα καταγωγής τους, η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να τους ζητάει να αποδείξουν ότι διαθέτουν την έγκριση αυτή ή ότι είναι μέλη του εν λόγω οργανισμού.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Ταλίν της Εσθονίας (Tallinna Ringkonnakohus) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Υπουργείου Κοινωνικών Υποθέσεων και του κέντρου υπηρεσιών αρωγής του κράτους σχετικά με την απόφαση οικονομικής διόρθωσης με την οποία το τελευταίο απέρριψε ορισμένες αιτήσεις πληρωμής που υπέβαλε το υπουργείο στο πλαίσιο έργου για την αγορά και τη διανομή επισιτιστικής βοήθειας για τα πλέον μειονεκτούντα άτομα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 2 και 46 της Οδηγίας 2004/18 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει να απαιτεί από τους προσφέροντες, με την προκήρυξη διαγωνισμού και ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής, να αποδείξουν, ήδη κατά την υποβολή της προσφοράς τους, ότι διαθέτουν την κατά τον νόμο απαιτούμενη βεβαίωση εγγραφής σε μητρώο ή άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας που αποτελεί αντικείμενο της επίμαχης δημόσιας σύμβασης και έχει χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης της σύμβασης, ενώ έχουν ήδη εγγραφεί σε αντίστοιχο μητρώο ή έχουν λάβει αντίστοιχη άδεια στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένοι.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση. 

7. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. κατά Inspecţia Judiciară κ.λπ. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19 – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από δικαστήρια της Ρουμανίας και αφορούσαν θεσμικές πτυχές του ρουμανικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, οι οποίες τροποποιήθηκαν στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης που πραγματοποιήθηκε στο εν λόγω Κράτος-μέλος με αντικείμενο τους λεγόμενους «νόμους για τη δικαιοσύνη». Οι πέντε αιτήσεις αφορούσαν τον προσωρινό διορισμό του επικεφαλής της Δικαστικής Επιθεώρησης και τη σύσταση μιας υπηρεσίας της εισαγγελικής αρχής, επιφορτισμένης με τη διερεύνηση των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού σώματος.

Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης απόφασης ήταν εάν αν το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών καθώς και η απόφαση 2006/928 έχουν την έννοια ότι αντιβαίνουν σε εθνική ρύθμιση, η οποία θεσπίστηκε από την κυβέρνηση κράτους μέλους και της επιτρέπει να προβαίνει σε προσωρινούς διορισμούς στις διευθυντικές θέσεις της δικαστικής αρχής που είναι αρμόδια για τη διενέργεια των πειθαρχικών ερευνών και για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εις βάρος των δικαστών και των εισαγγελέων, χωρίς να τηρείται η συνήθης διαδικασία διορισμού η οποία προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο για τέτοιες θέσεις.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να εγείρει εύλογες αμφιβολίες περί χρησιμοποίησης των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων της αρχής αυτής ως μέσου άσκησης πιέσεων στο έργο των δικαστών και των εισαγγελέων ή ως μέσου πολιτικού ελέγχου του έργου τους.

Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ εξέτασε το ζήτημα αν το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και η απόφαση 2006/928 έχουν την έννοια ότι αντιβαίνουν σε εθνική ρύθμιση που προβλέπει την ίδρυση εξειδικευμένης υπηρεσίας της εισαγγελικής αρχής με αποκλειστική αρμοδιότητα διερεύνησης των αδικημάτων που διαπράττονται από τους δικαστές και τους εισαγγελείς.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση, χωρίς η ίδρυση τέτοιας υπηρεσίας

– να δικαιολογείται από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες επιτακτικές ανάγκες που άπτονται της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και

–  να συνοδεύεται από ειδικές εγγυήσεις, χάρη στις οποίες, αφενός, να αποκλείεται κάθε κίνδυνος χρησιμοποίησης της υπηρεσίας αυτής ως μέσου πολιτικού ελέγχου του έργου των δικαστών και των εισαγγελέων, ικανός να υπονομεύσει την ανεξαρτησία τους, και, αφετέρου, να διασφαλίζεται ότι κατά την άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας έναντι των δικαστών και των εισαγγελέων μπορούν να τηρούνται πλήρως οι απαιτήσεις που απορρέουν από τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη.

8. ΔΕΕ απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-94/20, Land Oberösterreich κατά KV - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, του άρθρου 2 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 11 της ανωτέρω Οδηγίας που φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει ότι «1. Ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά: […] δ)      την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο· […] 4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία στα βασικά πλεονεκτήματα. […]».
Η αίτηση υποβλήθηκε από το περιφερειακό δικαστήριο του Linz, της Αυστρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του KV και του Land Oberösterreich ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας, σχετικά με αίτημα αποκατάστασης της ζημίας την οποία υπέστη ο KV λόγω της απόρριψης αιτήματος για τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, ακόμη και όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 11, παρ. 4, της Οδηγίας αυτής, σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, ακόμη και όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον το στεγαστικό επίδομα συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-65/20, VI κατά KRONE – Verlag Gesellschaft mbH & Co KG – Προδικαστική 
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 6, της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των Κρατών-μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VI, Αυστριακής υπηκόου και της KRONE – Verlag Gesellschaft mbH & Co KG, δημοσιογραφικής επιχειρήσεως με έδρα την Αυστρία, με αντικείμενο αγωγή της VI για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω σωματικής βλάβης οφειλόμενης στην τήρηση εσφαλμένης συμβουλής υγείας που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα την οποία εκδίδει η ως άνω εταιρία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2 της Οδηγίας 85/374, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 1 και του άρθρου 6 αυτής, έχει την έννοια ότι συνιστά «ελαττωματικό προϊόν», κατά τις εν λόγω διατάξεις, φύλλο έντυπης εφημερίδας το οποίο, κατά την εξέταση παραϊατρικού θέματος, παρέχει μια εσφαλμένη συμβουλή υγείας σχετικά με τη χρήση ενός φυτού, της οποίας η τήρηση προκάλεσε βλάβη στην υγεία ενός αναγνώστη της εφημερίδας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 της Οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά «ελαττωματικό προϊόν» σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά. περιστατικά.

10. ΔΕΕ απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-719/19, FS κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1 και του άρθρου 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Το άρθρο 15 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει «1.  Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας. […] 3. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλλει απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει η παράγραφος 1.».
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των κάτω Χωρών (Raad van State)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του FS, πολίτη της Ένωσης που εγκατέλειψε την επικράτεια των Κάτω Χωρών κατόπιν εκδόσεως εις βάρος του αποφάσεως απομακρύνσεως, και του Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας (Κάτω Χώρες) σχετικά με απόφαση με την οποία ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης τέθηκε υπό διοικητική κράτηση κατόπιν επανεισόδου του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 15, παρ.  1, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του Κράτους-μέλους υποδοχής, εκδοθείσα βάσει της διατάξεως αυτής, με την αιτιολογία ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει πλέον δικαίωμα προσωρινής διαμονής στο έδαφος του εν λόγω Κράτους έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της ταχθείσας με την απόφαση απομακρύνσεως προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν, αφενός, στην περίπτωση άμεσης επανεισόδου του στο έδαφος αυτό, ο συγκεκριμένος πολίτης της Ένωσης απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας ή αν, αφετέρου, το Κράτος-μέλος υποδοχής μπορεί να λάβει νέα απόφαση απομακρύνσεως προκειμένου να τον εμποδίσει να εισέρχεται επανειλημμένως στο έδαφός του για σύντομο διάστημα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης δεν έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της ταχθείσας με την απόφαση απομακρύνσεως προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του. Προκειμένου να απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής στην εν λόγω επικράτεια πρέπει όχι μόνο να έχει εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, αλλά και να έχει επίσης όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο συγκεκριμένο έδαφος, ούτως ώστε, σε περίπτωση επανεισόδου του σε αυτό, να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαμονή του συνιστά, στην πραγματικότητα, συνέχεια της προηγούμενης διαμονής του στο ίδιο έδαφος. 

11. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-718/19, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. κατά Conseil des ministers – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου (Cour constitutionnelle) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Ordre des barreaux francophones et germanophone, Association pour le droit des Étrangers ASBL, Coordination et Initiatives pour et avec les Réfugiés et Étrangers ASBL, Ligue des Droits de l’Homme ASBL και Vluchtelingenwerk Vlaanderen ASBL και του Συμβουλίου Υπουργών με αντικείμενο εθνική ρύθμιση που εφαρμόζει στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους α) μέτρα παρεμφερή με αυτά που εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών για την αποφυγή παντός κινδύνου διαφυγής των εν λόγω υπηκόων κατά την προθεσμία που τους τάσσεται για να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μετά την έκδοση αποφάσεως επιστροφής και β) ανώτατο χρονικό διάστημα κράτησης ενόψει απομάκρυνσης πανομοιότυπο με εκείνο που εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών.
Η Βελγική νομοθεσία όριζε ότι δύναται να εκδοθεί διαταγή εγκατάλειψης του εδάφους απευθυνόμενη σε πολίτη της Ένωσης και μέλη της οικογένειας του τάσσοντας συγκεκριμένη για την εφαρμογή της διαταγής. Εντός της προθεσμίας, η βελγική νομοθεσία όριζε ότι θα μπορούσαν να ληφθούν και προληπτικά μέτρα προς αποφυγή κινδύνου διαφυγής. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το Δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει την επιβολή μέτρων στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους προς αποφυγή του κινδύνου διαφυγής τους, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τους τάσσεται για να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ή κατά την παράταση της προθεσμίας αυτής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν  τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ καθώς και η Οδηγία 2004/38 αντιτίθενται στην πρόβλεψη εθνικών διατάξεων εφαρμοστέων στο πλαίσιο της εκτελέσεως αποφάσεως απομάκρυνσης πολιτών της Ένωσης και μελών των οικογενειών τους των οποίων το περιεχόμενο είναι πανομοιότυπο ή παρεμφερές με διατάξεις που αποσκοπούν στη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2008/115 σχετικά με την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι:

–  δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εφαρμόζει στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τους τάσσεται για να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής διατάξεις που αποσκοπούν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, οι οποίες είναι παρεμφερείς με εκείνες οι οποίες αφορούν τους υπηκόους τρίτων χωρών (Οδηγία 2008/115/ΕΚ) υπό την προϋπόθεση ότι οι πρώτες διατάξεις τηρούν τις γενικές αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 27 της Οδηγίας 2004/38,

- αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εφαρμόζει στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους, οι οποίοι, μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας ή της παράτασης της προθεσμίας αυτής, δεν συμμορφώθηκαν προς απόφαση απομάκρυνσης, μέτρο κράτησης ανώτατης διάρκειας οκτώ μηνών ενόψει απομάκρυνσης, δεδομένου ότι η διάρκεια αυτή είναι ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται, κατά το εθνικό δίκαιο, στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν συμμορφώθηκαν προς απόφαση επιστροφής (βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2008/115).


12. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-645/19, Facebook Ireland Limited κ.λπ. κατά Gegevensbeschermingsautoriteit – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 55, παρ. 1, των άρθρων 56 έως 58 και 60 έως 66 του Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Το άρθρο 58 παρ. 5 του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπει «Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας:[….] 5. Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι η οικεία εποπτική αρχή έχει την εξουσία να γνωστοποιεί στις δικαστικές αρχές τις παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και, κατά περίπτωση, να κινεί ή να μετέχει κατ’ άλλο τρόπο σε νομικές διαδικασίες, ώστε να επιβάλει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο των Βρυξελλών (hof van beroep te Brussel) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Facebook Ireland Ltd, Facebook Inc. και Facebook Belgium BVBA και της αρχής προστασίας δεδομένων με αντικείμενο αγωγή παραλείψεως εγερθείσα από τον πρόεδρο της τελευταίας με σκοπό να παύσει η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των χρηστών του διαδικτύου στο βελγικό έδαφος, η οποία πραγματοποιείται από το ηλεκτρονικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook μέσω τεχνολογιών όπως τα «cookies», τα «social plugins» και τα «pixels».
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης απόφασης τέθηκε το ζήτημα αν το άρθρο 58, παρ. 5, του Κανονισμού 2016/679 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων, εποπτική αρχή κράτους μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να κινεί ένδικες διαδικασίες, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μόνον εφόσον ο υπεύθυνος της διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά του οποίου στρέφεται η ένδικη διαδικασία διαθέτει «κύρια εγκατάσταση» στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους ή κάποια άλλη εγκατάσταση σε αυτό (Βέλγιο).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι εποπτική αρχή κράτους μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να κινεί ένδικες διαδικασίες, χωρίς να απαιτείται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών τη διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά του οποίου στρέφεται η ένδικη διαδικασία να διαθέτει κύρια εγκατάσταση ή άλλη εγκατάσταση στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού.
Επιπροσθέτως,  τέθηκε το ζήτημα αν το άρθρο 58, παρ. 5, του Κανονισμού 2016/679 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων, εποπτική αρχή κράτους μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να ασκήσει την εξουσία της να γνωστοποιεί οποιαδήποτε προβαλλόμενη παράβαση του εν λόγω Κανονισμού σε δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους και να κινεί, κατά περίπτωση, ένδικες διαδικασίες, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η ένδικη διαδικασία στρέφεται κατά της κύριας εγκαταστάσεως του υπευθύνου επεξεργασίας ή κατά της εγκαταστάσεως η οποία κείται στο κράτος μέλος στο οποίο η ίδια υπάγεται.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 58, παρ. 5, του Κανονισμού 2016/679 έχει την έννοια ότι εποπτική αρχή Κράτους-μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να ασκεί την εξουσία να γνωστοποιεί οποιαδήποτε προβαλλόμενη παράβαση του εν λόγω Κανονισμού σε δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους και να κινεί, κατά περίπτωση, ένδικες διαδικασίες στρεφόμενη τόσο κατά της κύριας εγκαταστάσεως του υπευθύνου επεξεργασίας η οποία ευρίσκεται στο Κράτος-μέλος στο οποίο υπάγεται η εν λόγω αρχή όσο και κατά άλλης εγκαταστάσεως του εν λόγω υπευθύνου, εφόσον η ένδικη διαδικασία αφορά επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκαταστάσεως αυτής και εφόσον η εν λόγω αρχή έχει αρμοδιότητα ασκήσεως της εξουσίας αυτής.

13. ΔΕΕ απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-439/19, Διαδικασία που κίνησε ο/η B - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5, 6 και 10 του Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, του άρθρου 1, παρ. 2, στοιχείο γγʹ, της Οδηγίας 2003/98/ΕΚ για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα καθώς και των αρχών της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της ασφάλειας δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ανωτέρω Κανονισμού «Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας που βασίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 διενεργείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής ή εάν η επεξεργασία επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Πλήρες ποινικό μητρώο τηρείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Λετονίας στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο B σχετικά με το σύννομο εθνικής νομοθεσίας η οποία προβλέπει την πρόσβαση του κοινού στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τους βαθμούς ποινής που επιβάλλονται για τροχαίες παραβάσεις.
Το σημαντικότερο νομικό ζήτημα που προέκυψε από την συγκεκριμένη απόφαση ήταν εάν οι διατάξεις του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει τον δημόσιο φορέα που διατηρεί το μητρώο στο οποίο καταχωρίζονται οι βαθμοί ποινής που επιβάλλονται στους οδηγούς οχημάτων για τροχαίες παραβάσεις να γνωστοποιεί τα δεδομένα αυτά σε οποιονδήποτε υποβάλλει σχετική αίτηση, χωρίς ο αιτών να χρειάζεται να αποδείξει ειδικό συμφέρον για τη λήψη των εν λόγω δεδομένων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, παρ. 1, το άρθρο 6, παρ. 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 10, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Επιπροσθέτως,  τέθηκε το νομικό ζήτημα αν οι διατάξεις του ΓΚΠΔ, ιδίως το άρθρο 5, παρ. 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 10, καθώς και το άρθρο 1, παρ, 2, στοιχείο γγʹ, της Οδηγίας 2003/98, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στον δημόσιο φορέα που διατηρεί το μητρώο στο οποίο καταχωρίζονται οι βαθμοί ποινής που επιβάλλονται στους οδηγούς οχημάτων για τροχαίες παραβάσεις να γνωστοποιεί τα δεδομένα αυτά σε επιχειρηματίες για σκοπούς περαιτέρω χρήσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο Δίκαιο της ΕΕ αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία.

14. ΔΕΕ απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-682/18 και C-683/18, Frank Peterson κατά Google LLC κ.λπ. και Elsevier Inc. κατά Cyando AG - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την  ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, και του άρθρου 8, παρ. 3, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Το άρθρο 3 της ανωτέρω Οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: «Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ του Frank Peterson και των εταιριών Google LLC και YouTube LLC (υπόθεση C-682/18) καθώς και μεταξύ της Elsevier Inc. και της Cyando AG (υπόθεση C-683/18), με αντικείμενο πλείονες προσβολές των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας του F. Peterson και της Elsevier εκ μέρους χρηστών της πλατφόρμας διαμοιρασμού βίντεο που διαχειρίζεται η YouTube και της πλατφόρμας φιλοξενίας και ανταλλαγής αρχείων που διαχειρίζεται η Cyando, αντίστοιχα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει την έννοια ότι ο διαχειριστής πλατφόρμας διαμοιρασμού βίντεο ή πλατφόρμας φιλοξενίας και ανταλλαγής αρχείων, στην οποία οι χρήστες μπορούν να θέτουν παρανόμως στη διάθεση του κοινού προστατευόμενο περιεχόμενο, τελεί ο ίδιος πράξη «παρουσίασης στο κοινό» του περιεχομένου αυτού, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει την έννοια ότι ο διαχειριστής πλατφόρμας διαμοιρασμού βίντεο δεν τελεί πράξη «παρουσίασης στο κοινό» σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, εκτός εάν συμβάλλει, κατά τρόπο που δεν περιορίζεται απλώς στη διάθεση της πλατφόρμας, στην παροχή στο κοινό πρόσβασης σε προστατευόμενο περιεχόμενο η οποία συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν ο διαχειριστής α) γνωρίζει συγκεκριμένα ότι είναι παρανόμως διαθέσιμο στην πλατφόρμα του προστατευόμενο περιεχόμενο και παραλείπει να το διαγράψει ή να καταστήσει ταχέως αδύνατη την πρόσβαση σε αυτό, ή β) όταν ο διαχειριστής, μολονότι γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι, γενικώς, τίθεται παρανόμως στη διάθεση του κοινού προστατευόμενο περιεχόμενο μέσω της πλατφόρμας του από τους χρήστες αυτής, δεν λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά μέτρα που θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να ληφθούν από έναν ευρισκόμενο στη θέση του επιχειρηματία ο οποίος επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια, για να αντιμετωπίσει με αξιόπιστο και αποτελεσματικό τρόπο τις προσβολές του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.