Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/2020
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-482/18, Google Ireland Limited κατά Nemzeti Adó-és Vámhivatal Kiemelt Adó-és Vámigazgatósága – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης (Ουγγαρία) (Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Google Ireland Limited, εταιρίας εγκατεστημένης στην Ιρλανδία, και της φορολογικής αρχής. Η επίδικη διαφορά αφορούσε αποφάσεις της φορολογικής αρχής, σύμφωνα με τις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα στην ανωτέρω εταιρεία λόγω παράβασης της προβλεπόμενης από την ουγγρική νομοθεσία υποχρέωσης υποβολής δήλωσης, την οποία υπέχουν τα πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα υποκείμενη στον φόρο διαφημίσεων. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν συντρέχει περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, εξαιτίας της υποχρέωσης υποβολής δήλωσης, που επιβάλλεται σε παρόχους διαφημιστικών υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο Κράτος-μέλος (στην περίπτωση μας Ιρλανδία), στο πλαίσιο της υπαγωγής τους σε φόρο σχετικό με τις διαδικτυακές διαφημίσεις.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω υποχρέωση υποβολής δήλωσης αποτελεί διοικητική διατύπωση, η οποία δεν συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Αν και οι πάροχοι διαφημιστικών υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στην Ουγγαρία εξαιρούνται της ανωτέρω υποχρέωσης το γεγονός αυτό δεν συνιστά έναντι των παρόχων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο Κράτος-μέλος της ΕΕ διαφορετική μεταχείριση ικανή να αποτελέσει περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 δεν αντίκειται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση 

Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους μέλους (Ουγγαρία) κατά την οποία στους εγκατεστημένους σε άλλο Κράτος-μέλος παρόχους υπηρεσιών, οι οποίοι δεν έχουν εκπληρώσει την ανωτέρω υποχρέωση υποβολής δήλωσης επιβάλλεται εντός μερικών ημερών μια σειρά προστίμων, των οποίων το ποσό, αρχής γενομένης από το δεύτερο πρόστιμο, τριπλασιάζεται σε σχέση με το ποσό του προηγούμενου προστίμου κάθε φορά που διαπιστώνεται εκ νέου η μη εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης. Αποτέλεσμα της εθνικής ρυθμίσεως ήταν να προκύπτει συνολικό ποσό εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς οι πάροχοι αυτοί να έχουν μπορέσει να συμμορφωθούν με μια τέτοια υποχρέωση υποβολής δήλωσης πριν από την παραλαβή της απόφασης με την οποία καθορίζεται οριστικά το συνολικό ποσό των εν λόγω προστίμων. Αντιθέτως, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε πάροχο εγκατεστημένο στο κράτος μέλος φορολόγησης ο οποίος, κατά παράβαση των γενικών διατάξεων της εθνικής φορολογικής νομοθεσίας, δεν έχει συμμορφωθεί με αντίστοιχη υποχρέωση υποβολής δήλωσης ή εγγραφής είναι σημαντικά χαμηλότερο και δεν αυξάνεται, σε περίπτωση συνεχιζόμενης μη εκπλήρωσης μιας τέτοιας υποχρέωσης, ούτε στον ίδιο βαθμό ούτε κατ’ ανάγκην μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.

Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το σύστημα κυρώσεων εφαρμόζεται αδιακρίτως. Ωστόσο, έκρινε ότι η επιβολή σημαντικά υψηλότερων προστίμων στους παρόχους, που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα Κράτη-μέλη, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, ο οποίος καταρχήν απαγορεύεται.

Η Ουγγρική Κυβέρνηση για να δικαιολογήσει την εθνική ρύθμιση επικαλέστηκε την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων και της είσπραξης του φόρου. 

Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο ανωτέρω λόγος συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.Το ΔΕΕ, ελέγχοντας εάν η εθνική ρύθμιση είναι συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, έκρινε ότι το επίδικο σύστημα κυρώσεων δεν είναι συμβατό με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.


2. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-496/18, HUNGEOD Közlekedésfejlesztési, Földmérési, Út-és Vasúttervezési Kft. κ.λπ. κατά Közbeszerzési Hatóság Közbeszerzési Döntőbizottság – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών κατόπιν προσφυγών που άσκησαν, αφενός, η Hungeod, η Sixense Soldata και η Budapesti Közlekedési Zrt. (υπόθεση C 496/18) και, αφετέρου, η Budapesti Közlekedési (υπόθεση C 497/18) κατά αποφάσεων επιτροπής δημοσίων συμβάσεων όσον αφορά την τροποποίηση υπό εκτέλεση συμβάσεων, οι οποίες συνήφθησαν κατόπιν διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν οι αιτιολογικές σκέψεις 25 και 27 της Οδηγίας 2007/66, το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 89/665, το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της Οδηγίας 92/13, το άρθρο 83, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/24 και το άρθρο 99, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/25 επιβάλλουν ή απαγορεύουν στα Κράτη-μέλη να θεσπίσουν ρύθμιση δυνάμει της οποίας ελεγκτική αρχή δύναται να κινήσει αυτεπαγγέλτως, για λόγους προστασίας των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ένωσης, διαδικασία προσφυγής με σκοπό τον έλεγχο των παραβάσεων της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, το νομικό ζήτημα που προέκυψε ήταν εάν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει την  αυτεπάγγελτη κίνηση διαδικασιών προσφυγής από δημόσιες αρχές, με αντικείμενο τροποποιήσεις δημοσίων συμβάσεων, μετά τη λήξη των αποκλειστικών προθεσμιών που προβλέπονταν σχετικώς στην εθνική νομοθετική ρύθμιση που ίσχυε κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των τροποποιήσεων, εφόσον οι προσφυγές αυτές καταλήγουν στην επιβολή κυρώσεων, σε αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης, μετά την πάροδο ετών από την πραγματοποίηση των τροποποιήσεων;

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση δεν αντιβαίνει στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο η συγκεκριμένη διαδικασία προσφυγής πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου της ΕΕ στο μέτρο κατά το οποίο οι δημόσιες συμβάσεις, που αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής αυτής εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων των γενικών αρχών του στις οποίες καταλέγεται η γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου.

3. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-2/19, A.P., Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Αποφάσεως Πλαισίου 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων.  Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της ανωτέρω Αποφάσεως – Πλαισίου «2. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ισχύει μόνο όσον αφορά: α) την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και, κατά περίπτωση, των αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους, β) τη μεταβίβαση αρμοδιότητας για την εποπτεία μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων, γ) όλες τις άλλες αποφάσεις που σχετίζονται με τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) και β), όπως περιγράφονται και προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.». Επιπρόσθετα και σύμφωνα με το άρθρο 4 της ίδιας Αποφάσεως-Πλαισίου «1. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στα ακόλουθα μέτρα αναστολής ή εναλλακτικές κυρώσεις: α) υποχρέωση του καταδικασθέντος να ενημερώνει συγκεκριμένη αρχή σχετικά με τυχόν αλλαγή κατοικίας ή τόπου εργασίας, β) απαγόρευση εισόδου σε ορισμένους χώρους, μέρη ή καθορισμένες περιοχές στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης,  […], δ) μέτρα που αφορούν τη διαγωγή, την κατοικία, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ψυχαγωγία ή περιλαμβάνουν περιορισμούς ή λεπτομέρειες όσον αφορά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας,[…] στ) υποχρέωση του καταδικασθέντος να αποφεύγει την επαφή με συγκεκριμένα πρόσωπα· ζ) υποχρέωση του καταδικασθέντος να αποφεύγει την επαφή με συγκεκριμένα αντικείμενα, τα οποία έχει χρησιμοποιήσει ή είναι πιθανόν να χρησιμοποιήσει με σκοπό την τέλεση αδικήματος […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας (Riigikohus) στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο την αναγνώριση, στην Εσθονία, αποφάσεως του Πρωτοδικείου Ρίγας της Λετονίας, με την οποία ο Α. P. καταδικάστηκε σε ποινή τριετούς φυλάκισης, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, παρ. 2, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2008/947 έχει την έννοια ότι η αναγνώριση δικαστικής αποφάσεως επιβάλλουσας στερητική της ελευθερίας ποινή, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη με μόνη προϋπόθεση να τηρήσει ο ενδιαφερόμενος τη νομική υποχρέωση να μη διαπράξει νέα αξιόποινη πράξη για το διάστημα της αναστολής, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου. Ειδικότερα, το ΔΕΕ εξέτασε αν η υποχρέωση του ενδιαφερομένου να μη διαπράξει νέα αξιόποινη πράξη κατά το διάστημα της αναστολής συνιστά μέτρο αναστολής κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 2, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2008/947, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παρ. 1, στοιχείο δʹ, αυτής, έχει την έννοια ότι η αναγνώριση δικαστικής με το ανωτέρω περιεχόμενο και διατακτικό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως πλαισίου εφόσον αυτή η εκ του νόμου υποχρέωση απορρέει από την ως άνω δικαστική απόφαση ή από απόφαση περί αναστολής, που εκδόθηκε βάσει της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως.


4. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-679/18, OPR-Finance s.r.o. κατά GK - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 8 και 23 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Το άρθρο 8 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Οστράβα (Okresní soud v Ostravě) της Τσέχικης Δημοκρατίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της OPR-Finance s.r.o. και της GK σχετικά με αίτημα περί καταβολής των υπολειπόμενων ποσών που οφείλονταν βάσει συμβάσεως πιστώσεως που είχε χορηγήσει στην GK η εταιρία αυτή. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά η GK συνήψε εξ αποστάσεως με την OPR-Finance σύμβαση πιστώσεως βάσει της οποίας η δεύτερη-πιστοδότρια κατέβαλε στην πρώτη ποσό ύψους 4.900 τσεχικών κορωνών (CZK) (περίπου 192 ευρώ). Η GK δεν εξόφλησε τις ληξιπρόθεσμες δόσεις και η OPR-Finance άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την εξόφληση του ποσού πλέον των νομίμων τόκων. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 8 της Οδηγίας 2008/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, έχει την έννοια ότι, α) επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας προσυμβατικής υποχρεώσεως του πιστωτικού φορέα να εκτιμήσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή και να εκτιμά τις συνέπειες που απορρέουν, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, από παράβαση της υποχρεώσεως αυτής και β) αντιτίθεται σε εθνικό σύστημα βάσει του οποίου η ανωτέρω παράβαση επισύρει την κύρωση της ακυρότητας της συμβάσεως πιστώσεως, με ταυτόχρονη υποχρέωση του καταναλωτή να επιστρέψει στον πιστωτικό φορέα το χορηγηθέν κεφάλαιο σε χρόνο ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος θα προβάλει την ακυρότητα αυτή, και δη εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών.

Τον ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα του ενωσιακού δικαίου έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν σε εθνικό δικαστήριο να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη της ανωτέρω παραβάσεως του πιστωτικού φορέα. 

Επίσης, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε σύστημα σύμφωνα με το οποίο η επερχόμενη στον πιστωτικό φορέα κύρωση της ακυρότητας της σύμβασης πιστώσεως (με τι ανωτέρω λοιπές προϋποθέσεις) εφαρμόζεται, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο καταναλωτής θα προβάλει την ακυρότητα αυτή, και δη εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-659/18, Ποινική δίκη κατά VW - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας. 

Επιπρ'οσθετα, ερμηνεύτηκε συνδυαστικά και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας «2. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη: «α) προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, β) κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ, γ)  χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας, δ) όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.» Η αίτηση υποβλήθηκε από τον 4ο ανακριτή δικαστή της Μπανταλόνα, Ισπανίας (Juzgado de Instrucción n. 4 de Badalona) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του VW για τα αδικήματα της οδήγησης χωρίς άδεια και της πλαστογραφίας. Ειδικότερα, ο αρμόδιος ανακριτής αποφάσισε να εξετάσει τον VW και διορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικηγόρος υπερασπίσεως. Κατόπιν διαφόρων κλητεύσεων του ενδιαφερομένου που απέβησαν άκαρπες, εκδόθηκε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης και βίαιης προσαγωγής. Στο μέτρο που ο VW δεν εμφανίστηκε κατόπιν της πρώτης κλητεύσεως και εκκρεμούσε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν η ισχύς του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί μέχρι της εκτελέσεως του εντάλματος αυτού, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν να διευκρινιστεί αν η Οδηγία 2013/48, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η ισχύς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί, κατά το στάδιο της προδικασίας, λόγω μη εμφάνισης του υπόπτου ή του κατηγορούμενου κατόπιν κλητεύσεώς του προς εμφάνιση ενώπιον ανακριτή δικαστή, μέχρι να εκτελεστεί το εθνικό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί εις βάρος του ενδιαφερομένου.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.


6. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-125/18, Marc Gómez del Moral Guasch κατά Bankia SA - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η [Ευρωπαϊκή Ένωση], ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το 38ο Πρωτοδικείο της Βαρκελώνης (Juzgado de Primera Instancia n° 38 de Barcelona) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Marc Gómez del Moral Guasch και της Bankia SA σχετικά με τη ρήτρα περί κυμαινόμενου και ανταποδοτικού επιτοκίου η οποία περιέχεται στη συναφθείσα μεταξύ των δύο αυτών μερών σύμβαση ενυπόθηκου δανείου. Ειδικότερα, ο M. Gómez del Moral Guasch συνήψε με τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο διαδέχθηκε η Bankia, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου για ποσό 132 222,66 ευρώ, με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας. Το σημείο 3bis της συμβάσεως αυτής, το οποίο τιτλοφορείτο «Κυμαινόμενο επιτόκιο», περιλαμβάνει ρήτρα δυνάμει της οποίας το επιτόκιο που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής ποικίλλει ανάλογα με τον IRPH των ισπανικών ταμιευτηρίων. Η εν λόγω επίμαχη ρήτρα έχει ως εξής: «Το συμβατικό επιτόκιο καθορίζεται ανά εξαμηνιαίες περιόδους, οι οποίες υπολογίζονται από την ημερομηνία υπογραφής της συμβάσεως, είναι δε, κατά το πρώτο εξάμηνο, το μνημονευόμενο στην οικονομική ρήτρα 3. Για τα επόμενα εξάμηνα, το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι το μέσο επιτόκιο ταμιευτηρίων για ενυπόθηκα δάνεια διάρκειας άνω των τριών ετών, για την αγορά κατοικίας στην τιμή της αγοράς, το οποίο ισχύει κατά την αναθεώρηση και το οποίο η Κεντρική Τράπεζα της Ισπανίας δημοσιεύει επίσημα και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην Boletín Oficial del Estado για τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, στρογγυλοποιημένο στο επόμενο τέταρτο εκατοστιαίας μονάδας, προσαυξημένο κατά το 0,25 εκατοστιαίας μονάδας.». Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής ρήτρα συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, η οποία προβλέπει ότι το εφαρμοστέο στο δάνειο επιτόκιο βασίζεται σε έναν από τους επίσημους δείκτες αναφοράς, τους οποίους προβλέπει η εθνική ρύθμιση και μπορούν να εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα στα ενυπόθηκα δάνεια.

Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το ανωτέρω άρθρο έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής η ανωτέρω ρήτρα όταν η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει ούτε την υποχρεωτική εφαρμογή του δείκτη αυτού, ανεξαρτήτως της επιλογής των εν λόγω συμβαλλομένων, ούτε τη συμπληρωματική εφαρμογή του ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ τους.

Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 93/13, και ιδίως το άρθρο 4, παρ. 2, και το άρθρο 5 αυτής, έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απαίτηση διαφάνειας συμβατικής ρήτρας, στο πλαίσιο συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, η οποία καθορίζει κυμαινόμενο επιτόκιο, ο τρόπος υπολογισμού του οποίου θεωρείται πολύπλοκος για τον μέσο καταναλωτή, ο επαγγελματίας οφείλει να γνωστοποιεί στον καταναλωτή πληροφορίες σχετικές με τη μέθοδο υπολογισμού του δείκτη βάσει του οποίου υπολογίζεται το εν λόγω επιτόκιο, καθώς και με την εξέλιξη του δείκτη αυτού στο παρελθόν και τον τρόπο με τον οποίο ο δείκτης θα μπορούσε να εξελιχθεί στο μέλλον.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα πρέπει όχι μόνο να είναι κατανοητή από τυπικής και γραμματικής απόψεως, αλλά και να παρέχει στον μέσο καταναλωτή τη δυνατότητα να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω επιτοκίου, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις. Αποτελούν στοιχεία ιδιαιτέρως κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί συναφώς το εθνικό δικαστήριο, αφενός, το γεγονός ότι τα κύρια στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού είναι ευχερώς προσβάσιμα για όποιον σκοπεύει να συνάψει ενυπόθηκο δάνειο, μέσω της δημοσιεύσεως του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω επιτοκίου, καθώς και, αφετέρου, η παροχή πληροφοριών σχετικά με την παρελθούσα εξέλιξη του δείκτη βάσει του οποίου υπολογίζεται το εν λόγω επιτόκιο.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-215/18, Libuše Králová κατά Primera Air Scandinavia-Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Πράγας (Obvodní soud pro Prahu 8) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Libuše Králová και της Primera Air Scandinavia A/S, εμπορικής αεροπορικής εταιρίας με έδρα τη Δανία (Primera), με αντικείμενο αγωγή αποζημίωσης βάσει του Κανονισμού 261/2004 λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που σημειώθηκε σε πτήση από την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία) στο Keflavík (Ισλανδία) εκτελεσθείσα από την Primera. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν ο Κανονισμός 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι o επιβάτης πτήσης, η οποία καθυστέρησε τρεις ή περισσότερες ώρες μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης δυνάμει των άρθρων 6 και 7 του ως άνω Κανονισμού κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, έστω και αν ο επιβάτης και ο αερομεταφορέας αυτός δεν έχουν συνάψει μεταξύ τους σύμβαση και η επίμαχη πτήση αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδιού εμπίπτοντος στην Οδηγία 90/314. Ειδικότερα το ανωτέρω νομικό σχετίζεται με το αν ο Κανονισμός 261/2004 εφαρμόζεται σε αερομεταφορέα ο οποίος πραγματοποίησε την καθυστερημένη πτήση στο όνομα του προσώπου το οποίο συνήψε τη σύμβαση με τον επιβάτη και χωρίς να έχει συνάψει ο ίδιος σύμβαση με τον επιβάτη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο επιβάτης μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών κατά του πραγματικού αερομεταφορέα.

Το δεύτερο νομικό ζήτημα  αν το άρθρο 5, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημίωσης που ασκείται δυνάμει του Κανονισμού 261/2004 από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα εμπίπτει στην κατά τη διάταξη αυτή έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», έστω και αν μεταξύ των μερών αυτών δεν έχει συναφθεί σύμβαση.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημίωσης, που ασκείται δυνάμει του Κανονισμού 261/2004 από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα εμπίπτει στην κατά τη διάταξη αυτή έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», έστω και αν μεταξύ των μερών αυτών δεν έχει συναφθεί σύμβαση.

8.  ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-66/19, JC κατά Kreissparkasse Saarlouis - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, παρ. 2, στοιχείο ιστʹ, της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Σύμφωνα με το επίδικο άρθρο της ανωτέρω Οδηγίας «Η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο: […] ιστ)  την ύπαρξη ή την απουσία δικαιώματος υπαναχώρησης, την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να ασκηθεί και άλλους όρους που διέπουν την άσκησή του, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλει το αναληφθέν κεφάλαιο και τους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο β), και το ποσό των καταβλητέων τόκων σε ημερήσια βάση». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Περιφερειακό Δικαστήριο Saarbrücken, (Γερμανία) (Landgericht Saarbrücken) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JC, καταναλωτή, και του Kreissparkasse Saarlouis σχετικά με την άσκηση από τον JC του δικαιώματός του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης που συνήψε με το τελευταίο. Ειδικότερα, το έτος 2012 ο καταναλωτής JC συνήψε με το πιστωτικό ίδρυμα Kreissparkasse Saarlouis σύμβαση πίστωσης, η οποία εξασφαλίστηκε με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου ύψους 100.000 ευρώ, με σταθερό, μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2021, ετήσιο χρεωστικό επιτόκιο 3,61 %. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 10, παρ. 2, στοιχ. ιστʹ, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό σύμβαση πίστωσης η οποία, όσον αφορά τις πληροφορίες που προβλέπει το άρθρο 10 της Οδηγίας, παραπέμπει σε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, η οποία παραπέμπει με τη σειρά της σε άλλες διατάξεις του δικαίου του οικείου Κράτους-μέλους.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι απλή παραπομπή, με τους γενικούς όρους της σύμβασης, σε νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο το οποίο ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών δεν αρκεί και δεν πληροί την απαίτηση, περί γνωστοποίησης στον καταναλωτή, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο των όρων της πιστωτικής συμβάσεως.

9.  ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-717/18, Procureur-generaal κατά X - Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ.2 της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της ανωτέρω Αποφάσεως-Πλαίσιο «Η παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξης χωρεί για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών και όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος: –[…], –  τρομοκρατία, –[…],[…]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο της Γάνδης (hof van beroep te Gent) στο πλαίσιο της εκτελέσεως στο Βέλγιο ΕΕΣ εκδοθέντος από το Ανώτερο Ειδικό Δικαστήριο της Ισπανίας σε βάρος του X. Ειδικότερα, το Ανώτερο Ειδικό Δικαστήριο (Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2017) της Ισπανίας καταδίκασε τον X, μεταξύ άλλων, για πράξεις οι οποίες στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη της εξύμνησης της τρομοκρατίας και του εξευτελισμού των θυμάτων της, που προβλέπεται στο άρθρο 578 του Ποινικού Κώδικα, και του επέβαλε τη μέγιστη ποινής φυλακίσεως δύο ετών. Η ως άνω απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Δεδομένου ότι ο X μετέβη από την Ισπανία στο Βέλγιο, το Ανώτερο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε ΕΕΣ σε βάρος του και συμπληρωματικό ΕΕΣ για την αξιόποινη πράξη της «τρομοκρατίας», υπό την έννοια του άρθρου 2, παρ. 2, δεύτερη περίπτωση, της Αποφάσεως-Παισίου 2002/584, προς εκτέλεση της ποινής που είχε επιβληθεί με την από 21 Φεβρουαρίου 2017 απόφαση του δικαστηρίου αυτού. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 2, της Αποφάσεως-Πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως τιμωρείται, εντός του Κράτους-μέλους εκδόσεως, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, όπως η ποινή αυτή και το μέτρο αυτό ορίζονται από το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ΕΕΣ ή το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως. Με άλλα λόγια το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το επίδικο άρθρο υπό το πρίσμα ποιο είναι το χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως (Ισπανία) που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η δικαστική αρχή του Κράτους-μέλους εκτελέσεως (Βέλγιο) προκειμένου να εξακριβώσει αν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την ανώτατη διάρκεια ποινής τουλάχιστον τριών ετών, που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, όταν στο ως άνω δίκαιο έχουν επέλθει τροποποιήσεις μεταξύ της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και της ημερομηνίας εκδόσεως, ή ακόμη και της ημερομηνίας εκτελέσεως, του εν λόγω εντάλματος.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-558/18 και C-563/18, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny zastępowany przez Prokuraturę Krajową, initialement Prokuratura Okręgowa w Płocku κατά Skarb Państwa – Wojewoda Łódzki κ.λπ. - Προδικαστική

Οι υπό κρίση υποθέσεις σχετίζονται με τη μεταρρύθμιση του πολωνικού δικαστικού συστήματος μέσω μέτρων τα οποία ελήφθησαν το 2017 και περιέχονται στην αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ σχετικά με το Κράτος Δικαίου στην Πολωνία. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, στην υπόθεση C 558/18, ο Δήμος Łowicz άσκησε αγωγή κατά του Δημοσίου Ταμείου ενώπιον του Πρωτοδικείου Łódź με αίτημα την καταβολή, ποσού ύψους 2. 357.148 πολωνικών ζλότυ (PLN) (περίπου 547.612 ευρώ) στο πλαίσιο της επιχορήγησης προς κάλυψη των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο εν λόγω δήμος λόγω της ασκήσεως, κατά το χρονικό διάστημα από το 2005 έως το 2015, ορισμένων αρμοδιοτήτων που του ανατέθηκαν στον τομέα της δημόσιας διοικήσεως. Το Δημόσιο Ταμείο άσκησε ανακοπή και η διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί απώλεσε την εκτελεστότητά της. Κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι πολύ πιθανό, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά την εν λόγω διαδικασία, η απόφαση που θα εκδοθεί στην υπόθεση αυτή να είναι δυσμενής για το Δημόσιο Ταμείο.

Στην υπόθεση C 563/18, προέκυψε ότι οι VX, WW και XV διώκονται ποινικώς, ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, λόγω συμμετοχής σε δύο απαγωγές, οι οποίες διαπράχθηκαν το 2002 και το 2003 αντιστοίχως, και οι οποίες είχαν ως συνέπεια τη στέρηση της ελευθερίας των θυμάτων με σκοπό να αποκομισθεί περιουσιακό όφελος. Οι VX, WW και XV, οι οποίοι ομολόγησαν τα προσαπτόμενα σε αυτούς πραγματικά περιστατικά και συνεργάσθηκαν με τις διωκτικές αρχές, ζήτησαν να υπαχθούν στο καθεστώς των «συνεργαζόμενων μαρτύρων», στοιχείο το οποίο θα υποχρεώσει το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το ενδεχόμενο να τους επιβληθεί κατ’ εξαίρεση μειωμένη ποινή βάσει των διατάξεων του ποινικού κώδικα. Στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως έγινε λόγος για φόβους ασκήσεως πειθαρχικών διώξεων κατά των δικαστών των μονομελών δικαστικών σχηματισμών που εκδικάζουν τις ανωτέρω υποθέσεις λόγω των νομοθετικών εξελίξεων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά των δικαστικών λειτουργών. Οι εξελίξεις ήταν οι παρακάτω:

Πρώτον, οι δικαστές που υπηρετούν στο πειθαρχικό τμήμα διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατόπιν προτάσεως του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, του οποίου 15 μέλη, με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, θα εκλέγονται πλέον από τη Sejm (Δίαιτα)

Δεύτερον, το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο υπό τη νέα σύνθεσή του κατέστη το ίδιο οιονεί πειθαρχικό όργανο, δεδομένου ότι είναι αρμόδιο να εκδικάζει τις προσφυγές κατά των αποφάσεων των προέδρων δικαστηρίων με αντικείμενο τις μεταθέσεις δικαστών σε άλλα δικαστικά τμήματα. 

Τρίτον, πολλοί πρόεδροι δικαστηρίων διορίσθηκαν από τον νυν Υπουργό Δικαιοσύνης, ορισμένοι δε εξ αυτών εξελέγησαν ως μέλη του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου.

Τέταρτον, ο Υπουργός Δικαιοσύνης ασκεί ταυτόχρονα και καθήκοντα Γενικού Εισαγγελέα στην πειθαρχική διαδικασία κατά των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων. 

Στις υπό κρίση υποθέσεις, το Πρωτοδικείο Łódź της Πολωνίας (Sąd Okręgowy w Łodzi) και το Πρωτοδικείο Βαρσοβίας (Sąd Okręgowy w Warszawie) ζήτησαν από το Δικαστήριο καθοδήγηση επί του ζητήματος αν το νέο καθεστώς για την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών στην Πολωνία πληροί τις απαιτήσεις περί δικαστικής ανεξαρτησίας κατά το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. 

Το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι αρμόδιο να ελέγξει το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΛΕΕ καθότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κάθε εθνικού οργάνου (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο) δυνάμενου να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό. Ωστόσο, τα ερωτήματα και οι αιτήσεις προδικαστικής απόφασης κρίθηκαν απαράδεκτες, διότι τα ερωτήματα δεν αφορούσαν ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ανταποκρινόμενη σε αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση των διαφορών αυτών, αλλά είχαν γενικό χαρακτήρα.



Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

 CES-Duth Working Paper 2/2020
Αυταρχισμός και ακαδημαϊκή ελευθερία:  μια αδύνατη συμβίωση
Η υπόθεση του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης ενώπιον του ΔΕΕ
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 16/11/2020 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)

Είναι ευρέως γνωστή η αντίθεση της Κυβέρνησης του Viktor Orbán της Ουγγαρίας με τον ουγγρικής καταγωγής Αμερικάνο επιχειρηματία George Soros και τις δραστηριότητες που αναπτύσσει στην χώρα αυτή της κεντρικής Ευρώπης. Η αντίθεση αυτή ενέπνευσε ορισμένες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που δημιούργησαν σημαντικά ζητήματα τριβής με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τις αξίες της, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Ως τέτοιες είτε ήδη αντιμετωπίστηκαν είτε εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ). 

Στις 6 Οκτωβρίου 2020 το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε νέα καταδικαστική απόφαση κατά της Ουγγαρίας στην υπόθεση C-66/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, που αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος σχολίου. Η υπόθεση αφορούσε τη μεταρρύθμιση του ουγγρικού νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που  ουσιαστικά στόχευε μόνο το Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης (CEU), που είχε ιδρύσει στην Ουγγαρία ο George Soros στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (ως εκ τούτου αναφέρεται στη δημόσια συζήτηση συχνά και ως «lex CEU»). Σκοπός της μεταρρύθμισης ήταν να εξαναγκάσει το CEU να εγκαταλείψει τη χώρα. Η προσφυγή της Επιτροπής έδωσε την ευκαιρία στο ΔΕΕ να αντιμετωπίσει, πέρα από τα προφανή ζητήματα της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών υπό το καθεστώς της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS) και του ενωσιακού δικαίου, το ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ελευθερίας ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 13 φράση δεύτερη και 14 παρ. 3 του  Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). 

Η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020 αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην ερμηνεία και εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Στην ουσία πρόκειται για την ανάδυση του θεμελιώδους δικαιώματος της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην ενωσιακή έννομη τάξη. Ιδιαίτερη αξία αποκτά η ευρύτητα που αναγνώρισε το Δικαστήριο στην παρεχόμενη προστασία από το άρθρο 13 δεύτερη φράση του Χάρτη. Κατά το Δικαστήριο η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως εκδήλωση της ελευθερίας της έκφρασης, που εκδηλώνεται, σύμφωνα με την ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ιδίως ως ελευθερία διεξαγωγής ακαδημαϊκών ερευνών και υιοθέτηση και διάδοση ακαδημαϊκών γνωμών, αλλά αποκτά και μια θεσμική διάσταση εξ ίσου σημαντική, αν όχι condition sine qua non της ελευθερίας έκφρασης και του δικαιώματος επικοινωνίας. Έτσι, η ακαδημαϊκή ελευθερία εκτός από την απαίτηση για μια αυτόνομη έρευνα και διδασκαλία, απαλλαγμένη από κρατική παρέμβαση, ενσωματώνει και την απαίτηση για τη προστασία του αναγκαίου θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου για τη διεξαγωγή της.

Αναμφίβολα η νέα απόφαση του Δικαστηρίου καταδεικνύει την συνεχή πίεση που ασκείται σε αυταρχικές κυβερνήσεις στην ΕΕ από την Επιτροπή και το Δικαστήριο σε μια προσπάθεια να ανακοπεί η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της Ένωσης. Σε κάθε ένα μέτρο, που επιδιώκει να περιορίσει τις δημοκρατικές ελευθερίες, και εν απουσία ουσιαστικής αντίδρασης από τα Κράτη-μέλη (είναι γνωστό ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 και των μηχανισμών διασφάλισης των αξιών της Ένωσης που αυτό προβλέπει παραμένουν ανεφάρμοστες) η αντίδραση της Επιτροπής και του Δικαστηρίου «σώζουν την τιμή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο, εξάλλου, με την σειρά των αποφάσεών του κατά της Κυβέρνησης Viktor Orbán και ακολουθώντας μια εξαιρετικά περιοριστική αντιμετώπιση των λόγων δημοσίου συμφέροντος (δημόσια τάξη κλπ), με τους οποίους η Ουγγρική Κυβέρνηση επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αυταρχικά μέτρα που λαμβάνει, αφενός αποκρούει αντιδημοκρατικά μέτρα και αφετέρου τοποθετεί διαδοχικές ψηφίδες στην εμβάθυνση της φιλελεύθερης αξιακής ταυτότητας της Ένωσης στο επίκεντρο της οποίας τοποθετείται το Κράτος Δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ. 

Ωστόσο, η καταδίκη της Ουγγαρίας φαντάζει ως μια πύρρειος νίκη και ως τέτοια αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Από την μια πλευρά αποδεικνύει ότι η Ένωση διαθέτει όπλα για να αντιμετωπίσει την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της. Το αποτελεσματικότερο όπλο, από τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη, αποδεικνύεται η προσφυγή για παράβαση (προσφυγή κατά Κράτους-μέλους) του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Σε αυτό συνετέλεσε η αλλαγή στην κουλτούρα της Επιτροπής μετά την ώθηση που της έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση ASJP και η εγκατάλειψη μιας διστακτικότητας που την διέκρινε στη χρησιμοποίηση ενός ενδίκου μέσου, που  προνομιακά της ανατέθηκε από τις Συνθήκες,  απέναντι σε αυταρχικές πολιτικές Κρατών-μελών. Από την άλλη πλευρά η αντίδραση των οργάνων της Ένωσης και η καταδίκη της Ουγγαρίας για την αυταρχική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην ανώτατη εκπαίδευση δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον εξαναγκασμό του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης να εγκαταλείψει την Ουγγαρία. Πραγματικά, το 2018 το Πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1991 με 1.500 φοιτητές από 118 χώρες και αξιόλογα εκπαιδευτικά προγράμματος εγκατέλειψε την Ουγγαρία και εγκαταστάθηκε στην Βιέννη. Υπ’ αυτήν την έννοια η αντίδραση της Ένωσης αποδείχτηκε καθυστερημένη. Το γεγονός αυτό όμως δείχνει και τα όρια της αποτελεσματικότητας που έχει η προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ υπό το δοσμένο ενωσιακό δικονομικό πλαίσιο. Πάντως, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές ένα ενθαρρυντικό μήνυμα εκπέμφθηκε προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ενίσχυσης των μηχανισμών διασφάλισης του Κράτους Δικαίου και των άλλων αξιών της ΕΕ. Στις 5 Νοεμβρίου 2020 το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία για την υιοθέτηση ενός  μηχανισμού, που επιτρέπει στην Ένωση να διακόπτει τη χρηματοδότηση κυβερνήσεων που δεν σέβονται το Κράτος δικαίου. Η αντίδραση, βέβαια, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας ήταν σφοδρή, αφού απειλούν ότι αν υιοθετηθεί ο μηχανισμός θα μπλοκάρουν τη ψήφιση του ενωσιακού προϋπολογισμού αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης κατά της πανδημίας.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com