Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 2/2018
Ανοικτή Επιστολή 23 Πανεπιστημιακών προς τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής 
Frans Timmermans για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Πολωνία

Είκοσι επτά (27) Πανεπιστημιακοί, Καθηγητές Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου, απευθύνονται με την από 8/6/2018 ανοικτή επιστολή τους προς τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής Frans Timmermans, αρμόδιο για το Κράτος Δικαίου και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ζητώντας την άμεση κίνηση από την Επιτροπή της διαδικασίας της προσφυγής για παράβαση (άρθρο 258 ΣΛΕΕ) καθώς και της λήψης προσωρινών μέτρων (279 ΣΛΕΕ) κατά της Πολωνίας για παραβιάσεις του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα των περιορισμών της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Οι υπογράφοντες πανεπιστημιακοί στην ουσία καλούν την Επιτροπή να εγκαταλείψει τη διστακτικότητά της και να αξιοποιήσει την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) στην υπόθεση C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατά Tribunal de Contas, με την οποία το ΔΕΕ έκρινε ότι όταν οι κυβερνήσεις των Κρατών-μελών περιορίζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης παραβιάζουν τα άρθρα 2, 19 παρ. 1 ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ. 
Πηγή verfassungsblog on matters Constitutional: htt ps://verfassungsblog.de/open-letter-to-vice-president-frans-timmermans/

Open Letter to Vice-President Frans Timmermans

Dear Vice-President Timmermans,

We write as legal and constitutional scholars who are particularly concerned with the European Union, democracy, and the rule of law.   
We believe that the time has come for the EU institutions, and the Commission in particular, to take urgent and decisive steps to respond to recent actions of the Polish government that constitute an assault on the rule of law in that country.  The Law and Justice government has adopted laws relating to the courts, the National Council of the Judiciary and the Supreme Court which, when taken together, substantially undermine judicial independence and subordinate the judiciary to the governing party.
The procedure already initiated under Article 7 TEU has thus far brought about only cosmetic amendments to the laws introduced by the government of Poland.  We believe that the law on the Supreme Court should be made the subject of urgent and immediate infringement proceedings under Article 258 and Article 279 TFEU to highlight the violation of provisions such as Articles 2, 4(3) and 19(1) of the Treaty on European Union that the law on the Supreme Court would bring about. 
If the law on the Supreme Court enters into force in the beginning of July, as is currently planned, a large number of sitting judges of that Court will see their tenure unconstitutionally extinguished. In combination with an increase in the number of seats on the Supreme Court, this means that the newly politicized National Council of the Judiciary, elected by the governing party, will be in a position to appoint a majority of the judges on the Supreme Court. We believe this to be in direct contravention of the rule of law, which is proclaimed as a core value of the EU in Article 2 TEU, and of the fundamental requirement of the independence of the judiciary which is a key component of the rule of law.   
We urge the Commission to take the immediate necessary steps to initiate the infringement procedure, with a view to enabling the Court of Justice, in case these laws are not reversed, to rule on the matter. 
In addition to the threat to the rule of law in Poland, we believe that the credibility of the European Union as a whole, and its commitment to the rule of law, is at stake.

Yours sincerely,

Wojciech Sadurski, University of Sydney, University of Warsaw
Gráinne de Búrca, New York University
Bruce Ackerman, Yale University (for purposes of institutional identification only)
Jan Barcz, Kozminski University, Warsaw
Monica Claes, Maastricht University
Paul Craig, Oxford University
Bruno de Witte, Maastricht University and European University Institute, Florence
Gábor Halmai, European University Institute, Florence
Ronald Janse, Open University, Heerlen, the Netherlands
R. Daniel Kelemen, Rutgers University
Claire Kilpatrick, European University Institute, Florence
Tomasz Tadeusz Koncewicz, University of Gdansk; Program in Law and Public Affairs, Princeton University
Martin Krygier, University of New South Wales, Australia
Mattias Kumm, WZB Berlin and New York University
Marcin Matczak, University of Warsaw
Vlad Perju, Boston College
Laurent Pech, Middlesex University London
Kim Lane Scheppele, Princeton University
Robert Schuetze,  Durham University and College of Europe, Bruges
Joanne Scott, European University Institute, Florence
Maximilian Steinbeis,  Verfassungsblog
Neil Walker, University of Edinburgh
Stephen Weatherill, Oxford University

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018


CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 3/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ  2018
ΕΝΕΡΓΕΙΑ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ - ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφασητης 12ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-323/17, People Over Wind και Peter Sweetman κατά Coillte Teoranta - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43 του Συμβουλίου για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της ανωτέρω Οδηγίας «Κάθε σχέδιο  μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παρ. 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνο αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court ) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της People Over Wind, μη κυβερνητικής οργάνωσης για την προστασία του περιβάλλοντος και του Peter Sweetman και της Coille Teoranta, εταιρείας του Ιρλανδικού Δημοσίου, η οποία δραστηριοποιείται στον δασικό τομέα με αντικείμενο τις αναγκαίες εργασίες καλωδιώσεως για τη σύνδεση αιολικού πάρκου με το ηλεκτρικό δίκτυο. Ειδικότερα, η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε την εκτίμηση ενδεχόμενων επιπτώσεων για τη σύνδεση ενός αιολικού πάρκου με το ηλεκτρικό δίκτυο σε δύο ειδικές ζώνες διατηρήσεως δυνάμει του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου NATURA. Η συγκεκριμένη ζώνη αποτελούσε οικότοπο του ιρλανδικού μαργαριτοφόρου μυδιού γλυκών υδάτων, είδος που περιλαμβανόταν στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας περί οικοτόπων. Η άδεια για την κατασκευή του αιολικού πάρκου χορηγήθηκε το έτος 2013 από την εθνική επιτροπή χωροταξικών προσφυγών. Μετά την ανωτέρω αδειοδότηση τέθηκε το ζήτημα της συνδέσεως του συγκεκριμένου αιολικού πάρκου με το ηλεκτρικό δίκτυο διά καλωδίων, σύνδεση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι οι ποτάμιοι ρύποι από την καλωδιακή σύνδεση θα έχουν βλαπτική επίδραση στο μαργαριτοφόρο μύδι ενώ η εταιρεία υποστήριξε ότι πρόκειται για απαλλασσόμενο έργο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6 παρ. 3 της επίμαχης Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι για να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία η μεταγενέστερη εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε ορισμένο τόπο μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο του προελέγχου τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του εν λόγω σχεδίου στον τόπο αυτό.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το άρθρο 6 παρ. 3 προβλέπει δύο στάδια εκτίμησης των επιπτώσεων. Στο πρώτο στάδιο επιβάλλεται στα Κράτη-μέλη η υποχρέωση να προβαίνουν σε δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε προστατευόμενο τόπο, εφόσον είναι πιθανό το σχέδιο αυτό να επηρεάσει σημαντικά τον εν λόγω τόπο. Στο δεύτερο στάδιο, το σχέδιο μπορεί να εγκριθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβλάπτει την ακεραιότητα του οικείου τόπου. Το ΔΕΕ αποσαφήνισε ότι το συγκεκριμένο ερώτημα αφορά το στάδιο του προελέγχου και διαπίστωσε ότι το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας περί οικοτόπων αναφέρεται στην αρχή της προφύλαξης και επιτρέπει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής των προσβολών, που ενδέχεται να προκαλέσουν στην ακεραιότητα των προστατευόμενων τόπων τα εξεταζόμενα σχέδια.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο έχει την έννοια ότι προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα μεταγενέστερης δέουσας εκτιμήσεως ενός σχεδίου σε συγκεκριμένο τόπο δεν απαιτείται στο στάδιο του προελέγχου να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του σχεδίου στον συγκεκριμένο τόπο.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-302/17,PPC Power a.s. PPC Power a.s. κατά Finančné riaditeľstvo Slovenskej republiky και Daňový úrad pre vybrané daňové subjekty - Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 1 της Οδηγίας 2003/87 σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας. Το άρθρο 1 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει «Η παρούσα οδηγία καθιερώνει ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας προκειμένου να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίου θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε από το περιφερειακό Δικαστήριο της Μπρατισλάβα της Σλοβακίας (Krajskýsúd v Bratislave),  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της PPC Power a.s. και της αρμόδιας για ορισμένες κατηγορίες φορολογουμένων φορολογικής αρχής της Σλοβακίας με αντικείμενο την προκαταβολή φόρου επί των κατανεμηθέντων δικαιωμάτων αερίων του θερμοκηπίου που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή τα οποία μεταβιβάστηκαν. Ειδικότερα, η Σλοβακική Δημοκρατία εισήγαγε στην έννομη τάξη της φόρο επί των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2011. Η βάση υπολογισμού του φόρου βασιζόταν είτε στην αξία των μεταβιβασθέντων δικαιωμάτων εκπομπής, δηλαδή των δικαιωμάτων εκπομπής που είχαν πιστωθεί στον φορολογούμενο και εν συνεχεία μεταβιβάσθηκαν από αυτόν είτε στην αξία των μη χρησιμοποιηθέντων δικαιωμάτων, ήτοι των δικαιωμάτων τα οποία δεν είχαν παραδοθεί για την κάλυψη πραγματικών εκπομπών. Ο συγκεκριμένος φόρος έπρεπε να καταβληθεί το επόμενο έτος αλλά κατά τη διάρκεια του υπό εξέταση οικονομικού έτους οφείλονταν δύο προκαταβολές οι οποίες είχαν υπολογισθεί βάσει του τεκμαιρόμενου ύψους της φορολογικής υποχρέωσης.
Το κρίσιμο ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 2003/87 πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία φορολογεί σε ποσοστό 80% επί της αξίας τους τα δικαιώματα εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου που πωλήθηκαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν από τις επιχειρήσεις που υπάγονται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
Το ΔΕΕ, αρχικά, έκρινε ότι η Οδηγία 2003/87 στηρίζεται στην οικονομική αξία των δικαιωμάτων προκειμένου να παρέχονται κίνητρα στις επιχειρήσεις για τη μείωση των εκπομπών τους. Με το σύστημα εμπορίας εκπομπών, οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικαιώματα εκπομπής που τους έχουν κατανεμηθεί ή να τα πωλούν, ανάλογα με την τρέχουσα αξία τους στην αγορά και τα κέρδη που θα μπορούσαν συνεπώς να αντλήσουν οι ίδιες. Το ΔΕΕ έκρινε, επίσης, ότι είναι αναγκαίο για την καλή λειτουργία του συστήματος η επιβαλλόμενη από Κράτος-μέλος επιβάρυνση επί της οικονομικής αξίας των δικαιωμάτων αυτών εκπομπής να μην καταλήγει στην αποδυνάμωση των κίνητρων για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέχρι του σημείου να τα εξαφανίζει πλήρως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2003/87 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση,  η οποία φορολογεί, με συντελεστή 80 % επί της αξίας τους, τα κατανεμηθέντα δωρεάν δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου τα οποία πωλήθηκαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν από τις επιχειρήσεις.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-117/17, Comune di Castelbellino κατά Regione Marche κ.λπ.– Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον. Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό Πρωτοδικείο της Περιφέρειας Marche της Ιταλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Δήμου Castelbellino και, αφετέρου, της Περιφέρειας Marche, του Ministero Υπουργείου Πολιτισμού, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Προστασίας του Εδάφους και της Θάλασσας, της Regione Marche Servizio Infrastrutture Trasporti Energia – P. F. Rete Elettrica Regionale και της Επαρχίας Αγκόνας όσον αφορά την απόφαση με την οποία η Περιφέρεια Marche εκτίμησε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να ελεγχθεί το κατά πόσον υπήρχε υποχρέωση να υποβληθεί το σχέδιο έργου της Società Agricola 4 C S.S., το οποίο αποσκοπούσε στην αύξηση της ισχύος μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο, σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ειδικότερα, η Περιφέρεια Marche χορήγησε άδεια για την εκτέλεση εργασιών για την αύξηση της ισχύος μονάδας ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο από 249 κιλοβάτ (kW) σε 999 kW. χωρίς το σχέδιο έργου να έχει υποβληθεί σε Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ) ούτε σε προκαταρκτικό έλεγχο περί της υποχρεώσεως διενέργειας μιας τέτοιας εκτιμήσεως. Ο λόγος μη υποβολής του ανωτέρου σχεδίου σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ήταν ότι η ονομαστική ισχύς της μονάδας ήταν χαμηλότερη από το κατώτατο όριο του 1 MW που προβλέπεται απότον εθνικό νόμο. Ο Δήμος Castelbellino προσέφυγε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου Περιφέρειας Marche, με αίτημα την ακύρωση της αδείας αυτής, προβάλλοντας παράβαση της οδηγίας 2011/92.Το εθνικό δικαστήριο ακύρωσε την άδεια που η Περιφέρεια Marche είχε χορηγήσει στις 20 Ιουνίου 2012, για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε νομοθετικές διατάξεις οι οποίες στη συνέχεια κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν, σε περίπτωση κατά την οποία ένα σχέδιο έργου περί αυξήσεως της ισχύος μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχει υποβληθεί σε προκαταρκτικό έλεγχο περί της υποχρεώσεως διενέργειας ΕΠΕ κατ’ εφαρμογή εθνικών διατάξεων που μεταγενεστέρως κρίθηκαν ασύμβατες, ως προς το σημείο αυτό, με την \Οδηγία 2011/92, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην υποβολή της εν λόγω μονάδας, μετά την υλοποίηση του ως άνω σχεδίου έργου, σε νέα διαδικασία ελέγχου εκ μέρους των αρμοδίων αρχών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη την άρση των παράνομων συνεπειών της παραβάσεως αυτής και δεν αντιτίθεται στην υποβολή της εν λόγω μονάδας σε νέα διαδικασία ελέγχου εκ μέρους των αρμοδίων αρχών υπό την προϋπόθεση ότι οι εθνικοί κανόνες που επιτρέπουν την τακτοποίηση αυτή δεν παρέχουν στους ενδιαφερομένους την ευκαιρία να παρακάμψουν τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή να αποφύγουν να τους εφαρμόσουν.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018,Υπόθεση C-572/16, INEOS Köln GmbH κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας  - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αναφερόταν στην ερμηνεία του άρθρου 10α της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο του Βερολίνου (Verwaltungsgericht Berlin )στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της INEOS Köln GmbH και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβάλλοντος σχετικά με την εκ μέρους της ως άνω υπηρεσίας άρνηση να επιτρέψει στην εταιρία αυτή να προβεί σε διόρθωση αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου για την τρίτη περίοδο εμπορίας 2013-2020. Ειδικότερα, τον Ιανουάριο του 2012, η INEOS ζήτησε εμπροθέσμως από την υπηρεσία δικαιωμάτων εκπομπής δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής για βιομηχανική εγκατάσταση παραγωγής χημικών προϊόντων μέσω ατμοπυρολύσεως νάφθας σε υψηλές θερμοκρασίες. Με απόφαση της υπηρεσίας που εκδόθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2014, η αρμόδια υπηρεσία κατένειμε στην ανωτέρω εταιρεία τα δικαιώματα εκπομπής. Ωστόσο, η εταιρεία άσκησε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της αρμόδιας υπηρεσίας κατά της επίδικης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι αυτή όφειλε να λάβει υπόψη ορισμένα συμπληρωματικά δεδομένα για τον υπολογισμό των άμεσων εκπομπών για τα έτη 2006 και 2007. Η ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε διότι τα συμπληρωματικά στοιχεία κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, ήτοι τον Απρίλιο του 2015, τρία έτη και πλέον μετά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας υποβολής της αιτήσεως κατανομής (23 Ιανουαρίου 2012).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 10α της Οδηγίας 2003/87 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, η οποία προβλέπει, για την υποβολή αιτήσεως δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής για την περίοδο 2013-2020, αποκλειστική προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας ο αιτών στερείται κάθε δυνατότητας να διορθώσει ή να συμπληρώσει την αίτησή του.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι κάθε Κράτος-μέλος καθορίζει τους κανόνες των προθεσμιών, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο ότι τηρούνται η αρχή της ισοδυναμίας, ήτοι ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο και της αρχής της αποτελεσματικότητας, ήτοι ότι οι εθνικοί κανόνες δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω άρθρο της Οδηγίας 2003/87 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία ορίζει αποκλειστική προθεσμία για την αίτηση δικαιωμάτων εκπομπής από τους φορείς εκμετάλλευσης, μετά τη λήξη της οποίας ο αιτών στερείται κάθε δυνατότητας να διορθώσει ή να συμπληρώσει την αίτησή του,εφόσον η προθεσμία αυτή δεν είναι ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την υποβολή μιας τέτοιας αιτήσεως.

5. ΓΔΕΕ, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση T-542/11 RENV Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ, πρώην Αλουμίνιον AE κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Προσφυγή ακύρωσης

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης το 1960, η Αλουμίνιον της Ελλάδος ΑΕ την οποία διαδέχθηκαν η Αλουμίνιον AE και η προσφεύγουσα, Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ, τον Ιούλιο του 2007 και τον Μάιο του 2015 αντιστοίχως, στην παραγωγή αλουμινίου στην Ελλάδα, σύναψε σύμβαση με την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ), τη δημόσια εταιρία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, η οποία προέβλεπε την εφαρμογή ως προς αυτήν προτιμησιακού τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας. Η ΔΕΗ κατήγγειλε τη σύμβαση τον Μάρτιο του 2006 οπότε και έπαυσε να ισχύει το προτιμησιακό τιμολόγιο. Ωστόσο, η ΑτΕ προσέβαλε την καταγγελία της σύμβασης ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων και με  την απόφαση 80/2007 (Ασφαλιστικά μέτρα), του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανεστάλησαν τα αποτελέσματα της καταγγελίας, έως την έκδοση της απόφασης επί της ουσίας. Η ΔΕΗ, όμως, αντιδρώντας  ζήτησε την ανάκληση της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε ex nunc το αίτημά της με την απόφαση 72/2008 του Μαρτίου 2008. Ως εκ τούτου, το προτιμησιακό τιμολόγιο ίσχυσε κατά τη διάρκεια της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και της δεύτερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.(επίμαχο χρονικό διάστημα)
Η συγκεκριμένη απόφαση αναφέρεται σε προσφυγή ακύρωσης της εταιρείας Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ,   με αίτημα ακύρωση της απόφασης 2012/339/ΕΕ της Επιτροπής, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.26117 – C 2/2010 (πρώην NN 62/2009) που εφάρμοσε η Ελλάδα υπέρ της Αλουμίνιον της Ελλάδος ΑΕ.  Σύμφωνα με το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε παρανόμως χορηγήσει στην ΑτΕ κρατική ενίσχυση ύψους 17,4 εκατομμυρίων ευρώ μέσω της εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3 ΣΛΕΕ.
Στο πλαίσιο της προσφυγής η εταιρεία προέβαλε δέκα λόγους σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως νέας ενίσχυσης, τον χαρακτηρισμό του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης και της επιβολής υποχρέωσης ανάκτησης.
Μεταξύ άλλων η προσφεύγουσα εταιρεία υποστήριξε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε πλεονέκτημα σύμφωνα με το άρθρο 107 παρ. 1
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης πρέπει να πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις: Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση του κράτους ή για παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ Κρατών-μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα στον λήπτη της, διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.
Εν συνεχεία το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας δύναται να συνιστά κρατική ενίσχυση ενώ μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά από οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, δεν αποτελεί έργο της Επιτροπής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή τέτοιων δικαιολογητικών λόγων, εφόσον έχει διαπιστώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, διότι η απόδειξη της συνδρομής τέτοιων λόγων εναπόκειται στο οικείο Κράτος-μέλος, εάν αυτό προτίθεται να αμφισβητήσει την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ΔΕΕ κατέληξε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα σχετικό επιχείρημα και απέρριψε το συγκεκριμένο λόγο της προσφυγής
Καταληκτικά το ΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή της εταιρείας μη δεχόμενο κανένα από τους προβαλλόμενους λόγους της προσφυγής.



Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Απρίλιος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-13/17, Fédération des entreprises de la beauté κατά Ministre des Affaires sociales, de la Santé et des Droits des femmes κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 10, παρ. 2, του Κανονισμού  1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα καλλυντικά προϊόντα.  Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 το Κανονισμού «Η αξιολόγηση της ασφάλειας του καλλυντικού προϊόντος, όπως προβλέπεται στο μέρος Β του παραρτήματος Ι, διενεργείται από πρόσωπο που είναι κάτοχος πτυχίου ή άλλου τίτλου που απονέμεται μετά την ολοκλήρωση πανεπιστημιακού κύκλου θεωρητικών και πρακτικών σπουδών, στη φαρμακευτική, τοξικολογία, ιατρική ή συναφές γνωστικό αντικείμενο, ή κύκλου αναγνωριζόμενου ως ισοδύναμου από κράτος μέλος». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Γαλλικό ΣτΕ στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ομοσπονδίας Επιχειρήσεων Καλλυντικών Προϊόντων και του Υπουργού Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Δικαιωμάτων των Γυναικών, του Υπουργού Εθνικής Παιδείας, Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Έρευνας και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως της υπουργικής αποφάσεως αναφορικά με τα επαγγελματικά προσόντα των αξιολογητών όσον αφορά την ασφάλεια των καλλυντικών προϊόντων για την ανθρώπινη υγεία. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 10, παρ. 2, του Κανονισμού 1223/2009 έχει την έννοια ότι η αναγνώριση της ισοδυναμίας των κύκλων σπουδών μπορεί να αφορά μόνον τους κύκλους σπουδών, που πραγματοποιούνται σε τρίτα κράτη.
To ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετικά με τον τόπο αποκτήσεως των πτυχίων ή των τίτλων, που πιστοποιούν τον πανεπιστημιακό κύκλο ή τον κύκλο σπουδών που αναγνωρίζεται ως ισοδύναμος με αυτόν. Ως εκ τούτου,  μπορούν να αναγνωριστούν ως ισοδύναμοι με τέτοιο πανεπιστημιακό κύκλο σπουδών τόσο οι πραγματοποιούμενοι σε τρίτα κράτη όσο και οι πραγματοποιούμενοι σε Κράτη-μέλη κύκλοι σπουδών.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-191/16, Romano Pisciotti κατά Bundesrepublik Deutschland - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο περιφερειακό του Βερολίνου (Landgericht Berlin) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Romano Pisciotti, Ιταλού υπηκόου, και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με αντικείμενο αίτηση εκδόσεώς του υποβληθείσα στο εν λόγω Κράτος-μέλος από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ειδικότερα,  τον Ιούνιο του 2013, ο R. Pisciotti συνελήφθη από υπαλλήλους της γερμανικής ομοσπονδιακής αστυνομίας στο αεροδρόμιο της Φραγκφούρτης και προσήχθη ενώπιον του τοπικού δικαστηρίου σε συνέχεια της αιτήσεως συλλήψεως, που είχαν υποβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τον Μάρτιο του 2014, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επέτρεψε την έκδοση του R. Pisciotti, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3 Απριλίου 2014. Εν συνεχεία, ο R. Pisciotti άσκησε αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου του Βερολίνου με αίτημα να αναγνωριστεί η ευθύνη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επειδή επέτρεψε την έκδοσή του και να του επιδικαστεί αποζημίωση. Ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι η έκδοσή του αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, καθόσον η περιοριζόμενη στους Γερμανούς υπηκόους εφαρμογή του άρθρου 16, παρ. 2, πρώτη περίοδος, του Θεμελιώδους Νόμου παραβιάζει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ας σημειωθεί ότι η ανωτέρω εθνική διάταξη όριζε «Ουδείς Γερμανός δύναται να εκδοθεί στην αλλοδαπή. Κατ’ εξαίρεση, νόμος δύναται να προβλέπει την έκδοση προς κράτος μέλος […] ή σε διεθνές δικαστήριο, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται οι αρχές του κράτους δικαίου.».
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 18 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει στο προς ο η αίτηση εκδόσεως Κράτος-μέλος να διακρίνει βάσει συνταγματικού κανόνα δικαίου μεταξύ των υπηκόων του και των υπηκόων άλλων Κρατών-μελών και να επιτρέπει την έκδοση των τελευταίων ενώ δεν επιτρέπει την έκδοση των δικών του υπηκόων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν το Κράτος-μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση να διακρίνει, βάσει συνταγματικού του κανόνα, μεταξύ των υπηκόων του και των υπηκόων άλλων Κρατών-μελών και να επιτρέπει την έκδοση των τελευταίων ενώ δεν επιτρέπει την έκδοση των δικών του υπηκόων, υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:
Α) Εφόσον το συγκεκριμένο Κράτος-μέλος έχει παράσχει προηγουμένως στις αρμόδιες αρχές του Κράτους-μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει αυτός ο πολίτης τη δυνατότητα να ζητήσουν την έκδοσή του στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και 
Β) Το Κράτος-μέλος  δεν έχει λάβει κανένα σχετικό μέτρο.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-414/16, Vera Egenberger κατά Evangelisches Werk für Diakonie und Entwicklung e.V. – Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας «στην περίπτωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των εκκλησιών ή άλλων δημοσίων ή ιδιωτικών ενώσεων η δεοντολογία των οποίων εδράζεται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, η διαφορετική μεταχείριση που εδράζεται στο θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις ενός προσώπου δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται, η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις αποτελούν επαγγελματική απαίτηση ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη τη δεοντολογία της οργάνωσης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των Εργατικών Διαφορών της Γερμανίας (Bundesarbeitsgericht)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Vera Egenberger και του Evangelisches Werk für Diakonie und Entwicklung e.V. με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από την V. Egenberger για δυσμενή διάκριση λόγω θρησκείας, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη στο πλαίσιο διαδικασίας προσλήψεως. Ειδικότερα,  τον Νοέμβριο του 2012 το Evangelisches Werk δημοσίευσε προσφορά θέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου για έργο που αφορούσε την κατάρτιση της παράλληλης εκθέσεως για τη Διεθνή Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων. Στην προσφορά εργασίας ορίστηκε ότι αποτελούσε προϋπόθεση  η ιδιότητα μέλους προτεσταντικής Εκκλησίας ή Εκκλησίας που μετέχει στην Κοινότητα Εργασίας των Χριστιανικών Εκκλησιών στη Γερμανία, καθώς και η ταύτιση με τη διακονική αποστολή. Επιπροσθέτως, οι υποψήφιοι θα έπρεπε να δηλώσουν το θρήσκευμά τους στο βιογραφικό τους σημείωμα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν άρθρο 4, παρ.  2, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι μια εκκλησία ή άλλη οργάνωση (της οποίας η δεοντολογία εδράζεται στη θρησκεία), η οποία προτίθεται να προβεί σε πρόσληψη, μπορεί να καθορίσει η ίδια, κατά τρόπο δεσμευτικό, τις επαγγελματικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των οποίων η θρησκεία συνιστά επαγγελματική απαίτηση ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο καθορισμός πρέπει να υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο προκειμένου να διασφαλίζεται ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση πληρούνται τα κριτήρια, που ορίζει το άρθρο 4, παρ. 2, της Οδηγίας.
Το επόμενο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν με βάση ποια κριτήρια πρέπει να εξακριβώνεται το θρήσκευμα ή οι πεποιθήσεις αποτελούν ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη επαγγελματική απαίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό ουσιώδης, θεμιτή και δικαιολογημένη επαγγελματική απαίτηση αναφέρεται σε μια αναγκαία απαίτηση, η οποία υπαγορεύεται αντικειμενικώς, λαμβανομένης υπόψη της δεοντολογίας της συγκεκριμένης εκκλησίας ή οργανώσεως, από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας και η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-645/16, Conseils et mise en relations (CMR) SARL κατά Demeures terre et tradition SARL - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 17 της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των δικαίων των Κρατών-μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους. Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο:  «1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ’ αποκοπή αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3. 2. α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση εάν και εφόσον: –  έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, και –  η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.[...] β) Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με μια ετήσια αποζημίωση υπολογιζόμενη με βάση τον μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου. γ) Η χορήγηση αυτής της κατ’ αποκοπή αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη. 3. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας που υφίσταται λόγω της διακοπής των σχέσεων με τον αντιπροσωπευόμενο. Η ζημία αυτή οφείλεται ιδίως στη λύση της σύμβασης υπό όρους: –  που στερούν τον εμπορικό αντιπρόσωπο από προμήθειες που θα του παρείχε η ομαλή εκτέλεση της σύμβασης ενώ συγχρόνως προσπορίζουν στον αντιπροσωπευόμενο σημαντικά πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου, –  ή/και που δεν επέτρεψαν στον αντιπρόσωπο να αποσβέσει τα έξοδα και τις δαπάνες που ανέλαβε κατόπιν υποδείξεων του αντιπροσωπευόμενου για την εκτέλεση της σύμβασης.»
Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Conseils et mise en relations (CMR) SARL και της Demeures terre et tradition (DTT) SARL όσον αφορά αγωγή την οποία άσκησε η CMR με αίτημα την καταβολή, αφενός, αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας που είχε συνάψει με την DTT και, αφετέρου, αποζημιώσεως λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της συμβάσεως αυτής. Ειδικότερα, η DTT (αντιπροσωπευόμενος) συνήψε με τη CMR (αντιπρόσωπος) σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας (δοκιμαστικής περιόδου για περίοδο δώδεκα μηνών) με αντικείμενο την πώληση μονοκατοικιών. Η DTT γνωστοποίησε στη CMR την απόφασή της να καταγγείλει τη σύμβαση λόγω μη επιτεύξεως του στόχου. Εν συνεχεία, η CMR άσκησε αγωγή κατά της DTT ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας εξαιτίας της λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, καθώς και αποζημιώσεως λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της συμβάσεως. 
Τα νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν εάν το άρθρο 17 της Οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι τα συστήματα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, στις παραγράφους 2 και 3 αντιστοίχως, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, εφαρμόζονται όταν η λύση αυτή επέρχεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, η οποία προβλέπεται στη σύμβαση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 17 της Οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι τα συστήματα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας έχουν εφαρμογή όταν η λύση αυτή επέρχεται κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης στη σύμβαση δοκιμαστικής περιόδου.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-565/16, Διαδικασία που κίνησαν οι Alessandro Saponaro και Καλλιόπη-Χλόη Ξυλινά - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 12, παρ.  3, στοιχ.  β, του Κανονισμού 2201/2003 του Συμβουλίου, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Σύμφωνα με το επίδικο άρθρο του Κανονισμού «Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν επίσης διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον: [….] β) η [διεθνής δικαιοδοσία] των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η [διεθνής δικαιοδοσία] είναι προς το συμφέρον του παιδιού». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο Λέρου στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας κινηθείσας κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλαν ο Alessandro Saponaro και η Καλλιόπη Χλόη Ξυλινά για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, για τη χορήγηση δικαστικής άδειας αποποιήσεως της επαχθείσας στο τέκνο αυτό κληρονομίας. Ειδικότερα,  οι A. Saponaro και Κ. Χ. Ξυλινά, καθώς και το ανήλικο τέκνο τους έχοντας ως τόπο συνήθους διαμονής τη Ρώμη (Ιταλία) ζήτησαν από το Ειρηνοδικείο Λέρου ενεργώντας για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους άδεια αποποιήσεως της κληρονομίας του παππού του παιδιού από τη μητρική γραμμή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 12, παρ. 3, στοιχείο β, του Κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου του άλλου Κράτους-μέλους είναι σύμφωνη με το γράμμα της διατάξεως αυτής, ιδίως δε με το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, εφόσον οι γονείς του παιδιού αυτού κατέθεσαν από κοινού την αίτηση ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, ο εισαγγελέας, ο οποίος καθίσταται αυτοδικαίως διάδικος στην επίμαχη διαδικασία κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, δεν έχει αντιταχθεί στην παρέκταση αυτή διεθνούς δικαιοδοσίας και εφόσον ο τόπος διαμονής του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο θανάτου του, καθώς και η περιουσία του, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής, ευρίσκονται σε αυτό το άλλο Κράτος-μέλος (Ελλάδα)
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η εκ μέρους των γονέων του παιδιού από κοινού κατάθεση της αιτήσεως ενώπιον του δικαστηρίου της επιλογής τους συνιστά ανεπιφύλακτη εκ μέρους τους αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού. Ο εισαγγελέας ο οποίος, κατά το εθνικό δίκαιο, καθίσταται αυτοδικαίως διάδικος στη δίκη που κίνησαν οι γονείς αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος της διαδικασίας. Ελλείψει αντιρρήσεως του Εισαγγελέα, μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σιωπηρή αποδοχή του διαδίκου αυτού και ότι πληρούται η προϋπόθεση περί του ότι η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να έχει γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το εν λόγω δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως. 
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε το γεγονός ότι ο τόπος συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο θανάτου του, η κληρονομιαία περιουσία και το παθητικό της κληρονομίας που ευρίσκονταν στο Κράτος-μέλος στο οποίο υπάγεται το επιλεγέν δικαστήριο καθιστά δυνατό, να γίνει δεκτό ότι η ως άνω παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας συνάδει με το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.
.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-353/16, MP κατά Secretary of State for the Home Department - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ε, και του άρθρου 15, στοιχείο β, της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου (Supreme Court)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του MP και του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου με αντικείμενο την απόρριψη της αιτήσεώς του ασύλου. Ειδικότερα,  ο MP, υπήκοος Σρι Λάνκα, αφίχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιανουάριο του 2005 και του χορηγήθηκε άδεια διαμονής για σπουδές έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2008. Τον Ιανουάριο του 2009, ο MP υπέβαλε αίτηση ασύλου για τον λόγο ότι είχε κρατηθεί και βασανισθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας της Σρι Λάνκα, διότι ανήκε στην οργάνωση των «Απελευθερωτικών Τίγρεων του Ταμίλ Ιλάμ», και ότι, εάν επέστρεφε στη Σρι Λάνκα, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί περαιτέρω κακομεταχείριση για τον ίδιο λόγο. Η αίτηση του απορρίφθηκε από την αρμόδια εθνική αρχή, δεδομένου ότι αυτή η τελευταία δεν δέχθηκε ότι ο MP εξακολουθούσε να παρουσιάζει ενδιαφέρον για τις αρχές της Σρι Λάνκα ή ότι κινδύνευε να υποστεί περαιτέρω κακομεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος όχι μόνον υπέστη, κατά το παρελθόν, βασανιστήρια από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, αλλά ο οποίος, περαιτέρω, ακόμη και εάν δεν διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί εκ νέου τέτοιες πράξεις σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα αυτή, υποφέρει ακόμη από σοβαρές ψυχολογικές συνέπειες των βασανιστηρίων αυτών που υπέστη, τα οποία, κατά τις ιατρικές διαπιστώσεις, θα επιδεινωθούν σημαντικά, με τον σοβαρό κίνδυνο να αυτοκτονήσει ο υπήκοος αυτός, εάν απελαθεί σε αυτήν. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 15, στοιχείο β, της Οδηγίας 2004/83 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να υπαχθεί στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος:
Α) Βασανίστηκε, κατά το παρελθόν, από τις αρχές της χώρας καταγωγής, 
Β) Δεν είναι πλέον εκτεθειμένος στον κίνδυνο βασανιστηρίων σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα αυτή, 
Γ) Αλλά του οποίου η κατάσταση της σωματικής και της ψυχικής υγείας θα μπορούσε να επιδεινωθεί σημαντικά, με τον σοβαρό κίνδυνο να αυτοκτονήσει ο υπήκοος αυτός, λόγω τραύματος που του προκλήθηκε από βασανιστήρια τα οποία υπέστη, 
Δ) Εάν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να μην του παρασχεθεί εκ προθέσεως στην εν λόγω χώρα η κατάλληλη περίθαλψη για την αντιμετώπιση των σωματικών και ψυχικών συνεπειών από τα βασανιστήρια αυτά, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-258/16, Finnair Oyj κατά Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia – Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται sτην ερμηνεία του άρθρου 31 της Συμβάσεως για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνάφθηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Μαΐου 1999 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Φιλανδίας (Korkein oikeus) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της αεροπορικής εταιρίας Finnair Oyj και της ασφαλιστικής εταιρίας Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia με αντικείμενο την ευθύνη του αερομεταφορέα αυτού λόγω της ζημίας που προκλήθηκε από την απώλεια αντικειμένων που βρίσκονταν σε αποσκευή. Ειδικότερα, η Dermedesiotis ήταν επιβάτης πτήσεως της Finnair από τη Μάλαγα (Ισπανία) προς το Ελσίνκι (Φινλανδία). Κατά την άφιξή της στο Ελσίνκι διαπίστωσε ότι έλειπαν αντικείμενα από την αποσκευή της που είχε περάσει από τον σχετικό έλεγχο. Η ασφαλιστική εταιρεία Fennia αποζημίωσε την επιβάτη για τη ζημία την οποία υπέστη και, υποκαθιστάμενη στα δικαιώματα της ασφαλισμένης, άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά της αεροπορικής εταιρείας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου του Ελσίνκι. Η Finnair υποστήριξε ότι η Κ. Mäkelä-Dermedesiotis δεν είχε υποβάλει γραπτή διαμαρτυρία εντός της προθεσμίας των επτά ημερών από την παραλαβή των αποσκευών, την οποία τάσσει το άρθρο 31, παρ. 2 της Συμβάσεως του Μόντρεαλ
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 31, παρ.  4 της Συμβάσεως του Μόντρεαλ έχει την έννοια ότι, εντός των προθεσμιών που τάσσει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού, η διαμαρτυρία πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς, σύμφωνα με την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, επί ποινή απαραδέκτου κάθε αγωγής κατά του αερομεταφορέα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι  η διαμαρτυρία πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς επί ποινή απαραδέκτου κάθε αγωγής κατά του αερομεταφορέα.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν διαμαρτυρία, η οποία έχει καταχωριστεί στο σύστημα πληροφορικής του αερομεταφορέα, ανταποκρίνεται στην απαίτηση του έγγραφου τύπου, την οποία προβλέπει το άρθρο 31, παρ. 3, της Συμβάσεως του Μόντρεαλ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η διαμαρτυρία που έχει καταχωρηθεί ηλεκτρονικά στο σύστημα πληροφορικής του αερομεταφορέα ανταποκρίνεται στην απαίτηση του έγγραφου τύπου. 

8. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-316/16 και C-424/16, B κατά Land Baden-Württemberg και Secretary of State for the Home Department κατά Franco Vomero – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 28, παρ. 3, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών.  Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν  από το διοικητικό εφετείο  του Ομόσπονδου κράτους της Βάδης Βυρτεμβέργης, της Γερμανίας (Verwaltungsgerichtshof Baden Württemberg) και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου (Supreme Court of the United Kingdom). Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Δεν μπορεί να λαμβάνεται απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης, εκτός αν η απόφαση απέλασης βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, κατά τα οριζόμενα από τα κράτη μέλη, εφόσον τα πρόσωπα αυτά: α) έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στο κράτος μέλος υποδοχής»
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το άρθρο 28, παρ. 3, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι η αναγνώριση της προστασίας κατά της απέλασης που προβλέπει η εν λόγω διάταξη προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, κατά την έννοια του άρθρου 16 και του άρθρου 28, παρ. 2, της οδηγίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο πολίτης της Ένωσης που δεν έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Κράτος-μέλος υποδοχής, λόγω μη πλήρωσης των προϋποθέσεων αυτών, δεν δύναται να επικαλεστεί το επίπεδο ενισχυμένης προστασίας κατά της απέλασης που προβλέπει το άρθρο  υπό ερμηνεία άρθρο.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η προβλεπόμενη στο άρθρο 28, παρ.  3, στοιχείο α, της Οδηγίας 2004/38 απαίτηση, κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να έχει «διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στο κράτος μέλος υποδοχής», έχει την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται, και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις, από πολίτη της Ένωσης ο οποίος εγκαταστάθηκε, σε μικρή ηλικία, σε Κράτος-μέλος διαφορετικό εκείνου του οποίου έχει την ιθαγένεια και έζησε σε αυτό επί είκοσι έτη προτού καταδικασθεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία έκτισης κατά τον χρόνο που εκδίδεται η έναντι αυτού απόφαση απέλασης.
Το ΔΕΕ έκρινε, αρχικά, ότι η δεκαετής περίοδος διαμονής που απαιτείται για να ισχύσει η ενισχυμένη προστασία του επίμαχου άρθρου πρέπει να υπολογίζεται με αναδρομή στο παρελθόν και πρέπει καταρχήν να είναι συνεχής.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση πολίτη της Ένωσης ο οποίος εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή και κατά του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση απέλασης, η προϋπόθεση να έχει «διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στο κράτος μέλος υποδοχής» μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται εφόσον η συνολική εκτίμηση της κατάστασης του ενδιαφερομένου, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πτυχών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρά την εν λόγω κράτηση, δεν έχουν διαρραγεί οι δεσμοί ενσωμάτωσης που συνδέουν τον ενδιαφερόμενο με το Κράτος-μέλος υποδοχής. 
Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι μεταξύ των πτυχών περιλαμβάνονται η ισχύς των δεσμών ενσωμάτωσης που είχαν δημιουργηθεί με το Κράτος-μέλος υποδοχής πριν από τη θέση του ενδιαφερομένου υπό κράτηση, η φύση της παράβασης που δικαιολόγησε την επιβληθείσα περίοδο κράτησης και οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή διαπράχθηκε, καθώς και η συμπεριφορά του ενδιαφερομένου κατά τη διάρκεια της περιόδου κράτησης.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Υπόθεση C-525/16, MEO – Serviços de Comunicações e Multimédia SA κατά Autoridade da Concorrência - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Δικαστήριο ανταγωνισμού ρύθμισης και εποπτείας (Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της MEO – Serviços de Comunicações e Multimédia SA και της Αρχής ανταγωνισμού της Πορτογαλίας. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η απόφαση της Αρχής Ανταγωνισμού να θέσει στο αρχείο καταγγελία της MEO κατά της εταιρίας διαχειρίσεως δικαιωμάτων ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών (GDA) για φερόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως λόγω δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με το ύψος της αμοιβής που χρέωνε η GDA στην MEO, ως πάροχο συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του. Ειδικότερα,  η κατάχρηση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η GDA χρέωνε υπερβολικές τιμές κατά την άσκηση των συγγενικών δικαιωμάτων, καθώς και στο γεγονός ότι η GDA εφάρμοζε άνισους όρους μεταξύ της MEO και ενός άλλου παρόχου συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του, της NOS Comunicações SA.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν να διευκρινισθεί κατά πόσον ο όρος «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι απαιτείται ανάλυση των συγκεκριμένων επιπτώσεων που έχει για την ανταγωνιστική κατάσταση της θιγόμενης επιχειρήσεως η χρέωση διαφορετικών τιμών από την επιχείρηση, η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση, και, ενδεχομένως, κατά πόσον πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των επιπτώσεων αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό» έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται για κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, η οποία χρεώνει τιμές που εισάγουν διάκριση μεταξύ των εμπορικών της εταίρων στην αγορά επόμενου σταδίου, αναφέρεται στην περίπτωση εκείνη όπου η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να επιφέρει στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εμπορικών αυτών εταίρων. Για να διαπιστωθεί τέτοια «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό» δεν απαιτείται μεν να αποδειχθεί πραγματική και ποσοτικοποιήσιμη επιδείνωση της ανταγωνιστικής θέσεως, πλην όμως η ως άνω διαπίστωση πρέπει να στηρίζεται σε ανάλυση όλων των κρίσιμων περιστάσεων από την οποία να συνάγεται ότι η συμπεριφορά αυτή επηρεάζει το κόστος, τα κέρδη ή άλλο σχετικό συμφέρον ενός ή περισσοτέρων από τους εμπορικούς εταίρους.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-195/17, C-197/17 έως C-203/17, C-226/17, C-228/17, C-254/17, C-274/17, C-275/17, C-278/17 έως C-286/17 και C-290/17 έως C-292/17, Helga Krüsemann κ.λπ. κατά TUIfly GmbH – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του Κανονισμού 295/91. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο  «Ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ειρηνοδικείο του Ανόβερου (Amtsgericht Hannover) και από το Ειρηνοδικείο του Ντισελντορφ (Amtsgericht Ντίσελντορφ)  στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ επιβατών και του αερομεταφορέα TUIfly GmbH, λόγω της αρνήσεώς του να καταβάλει αποζημίωση στους επιβάτες αυτούς των οποίων οι πτήσεις είχαν μεγάλη καθυστέρηση ή ματαιώθηκαν. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 αυξήθηκε απότομα το ποσοστό απουσιών των υπαλλήλων της εταιρείας λόγω αδειών ασθένειας. Ωστόσο,  από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η «αδέσποτη απεργία» του προσωπικού του εν λόγω αερομεταφορέα έχει ως απώτερη αιτία την αιφνιδιαστική αναγγελία περί αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεως. Η αναγγελία αυτή είχε ως συνέπεια, επί μία περίπου εβδομάδα, το ποσοστό των απουσιών του ιπτάμενου προσωπικού να είναι ιδιαίτερα υψηλό, κατόπιν προσκλήσεως την οποία δεν απηύθυναν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων της επιχειρήσεως, αλλά προήλθε αυθορμήτως από τους ίδιους τους εργαζομένους, οι οποίοι έλαβαν άδεια ασθενείας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αυθόρμητη απουσία ενός σημαντικού μέρους του ιπτάμενου προσωπικού («αδέσποτη απεργία»), εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» της διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αυθόρμητη απουσία ενός σημαντικού μέρους του ιπτάμενου προσωπικού «αδέσποτη απεργία», η οποία έχει ως απώτερη αιτία την αιφνιδιαστική αναγγελία από τον πραγματικό αερομεταφορέα της αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεως δεν εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» της διατάξεως αυτής.