Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 3/2017
Η ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΗΤΡΑΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ Η.Β. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ 
ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ
Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Αν. Καθηγητή

Εννέα μήνες μετά το Δημοψήφισμα της 23/6/2016, στο οποίο ο λαός του Ηνωμένου Βασίλειου (Η.Β.) τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ με ποσοστό 52% και αφού μεσολάβησαν η αλλαγή Πρωθυπουργού και Κυβέρνησης στο Η.Β., έγινε αποδεχτό από όλες τις πλευρές στη Βρετανία ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την αποχώρηση από την ενεργοποίηση του άρθρου 50 ΣΕΕ, παρά τα όσα υποστήριξαν οι  Leavers και λύθηκαν τα εσωτερικά συνταγματικά ζητήματα για την εξουσία ενεργοποίηση της ρήτρας αποχώρησης (Royal ή Parliamentary Prerogative), έφτασε η μέρα ενεργοποίησης εκ μέρους του Η.Β. με επιστολή της Βρετανίδας Πρωθυπουργού Theresa May (διαβασε την επιστολή εδώ),  που επιδόθηκε στις 13.30 σήμερα 29/3/2017 στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk της ρήτρας αποχώρησης του άρθρου 50 ΣΕΕ. Η  εν λόγω ρήτρα προβλέπει συνοπτικά ότι ένα Κράτος- μέλος, που επιθυμεί να αποχωρήσει από την Ένωση, πρέπει να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αυτό καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές (προσανατολισμούς) με βάση τις οποίες η Ένωση θα διαπραγματευθεί με το αποχωρούν Κράτος-μέλος μια συμφωνία αποχώρησης. Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται από την πλευρά της Ένωσης σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 218 παρ. 3 ΣΛΕΕ, που αφορά τη σύναψη διεθνών συμβάσεων από την Ένωση ενώ η συμφωνία αποχώρησης συνάπτεται από το Συμβούλιο και αφού αυτό λάβει την έγκριση (σύμφωνη γνώμη) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (παρ. 2). Το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με ενισχυμένη ειδική πλειοψηφία και χωρίς τη συμμετοχή των αντιπροσώπων του αποχωρούντος Κράτους-μέλους (παρ. 4). Το αποχωρούν Κράτος-μέλος παύει να δεσμεύεται από τις Συνθήκες είτε από την ημερομηνία που προβλέπεται στη συμφωνία αποχώρησης ή, ελλείψει αυτής, δύο χρόνια από την γνωστοποίηση της πρόθεσής του να αποχωρήσει, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω Κράτος-μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής (παρ. 3). Εάν ένα πρώην Κράτος-μέλος ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, δεν διαθέτει ένα αυτόματο δικαίωμα προσχώρησης άλλα θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 49 ΣΕΕ, που αφορά την προσχώρηση νέων Κρατών-μελών (παρ. 5). Παρακάτω θα συζητήσουμε τα αποτελέσματα της ενεργοποίησης  του άρθρου 50 ΣΕΕ και τα προσεχή βήματα της προβλεπόμενης διαδικασίας.

1. Η ενεργοποίηση της διαδικασίας αποχώρησης

Η διαδικασία αποχώρησης ενεργοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ από το Κράτος-μέλος, που αποφασίζει να αποχωρήσει, με τη γνωστοποίηση της πρόθεσής του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η γνωστοποίηση (notification) είναι μονομερής ενέργεια, που, όμως, από μόνη της δεν επιφέρει αυτόματα και άμεσα την αποχώρηση του Κράτους-μέλους. Αυτή επέρχεται είτε από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της συμφωνίας αποχώρησης είτε μετά από την παρέλευση διετίας από την γνωστοποίηση στην περίπτωση που δεν έχει συναφθεί συμφωνία αποχώρησης σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 50 ΣΕΕ. Ωστόσο, η γνωστοποίηση δεν στερείται εννόμων αποτελεσμάτων, αφού όταν εκδηλωθεί 
(α) ενεργοποιεί την υποχρέωση της Ένωσης να διαπραγματευθεί μια συμφωνία αποχώρησης, 
(β) σηματοδοτεί την έναρξη της διετούς προθεσμίας για να παύσει η ισχύς των Συνθηκών στο αποχωρούν Κράτος-μέλος στην περίπτωση που δεν έχει συναφθεί συμφωνία αποχώρησης και 
(γ) παύει το δικαίωμα συμμετοχής των αντιπροσώπων του αποχωρούντος Κράτους-μέλους στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου, όταν αυτά συζητούν ή αποφασίζουν επί θεμάτων που το αφορούν (άρθρο 50 παρ. 4 ΣΕΕ). 

1.1. Ο τύπος και ο χρόνος της γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης 

Η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 2 ΣΕΕ δεν απαιτεί κάποιο ιδιαίτερο τύπο για την γνωστοποίηση, όπως, επίσης, δεν προβλέπει και προθεσμία για την γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από την διαμόρφωση της βούλησης αποχώρησης σε εθνικό επίπεδο κατά τους «εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες». Το υπό αποχώρηση Κράτους-μέλος έχει τη διακριτική ευχέρεια της επιλογής τόσο του τύπου όσο και του χρόνου γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης. Η ευχέρεια αυτή είναι σύμφυτη με το μονομερή χαρακτήρα του δικαιώματος αποχώρησης. Ανεξάρτητα, πάντως, από τον τύπο που θα επιλεγεί, η γνωστοποίηση θα πρέπει να περιέχει ρητή, σαφή, μη διφορούμενη και κατηγορηματική δήλωση της πρόθεσης αποχώρησης. Μπορεί να είναι έγγραφη ή και προφορική στο πλαίσιο συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που θα καταχωρισθεί στα πρακτικά (συμπεράσματα) του.  Δεν αμφισβητείται, πλέον, ότι η επιλογή του χρόνου γνωστοποίησης και συνεπώς της ενεργοποίησης της διαδικασίας του άρθρου 50 ΣΕΕ ανήκει στην διακριτική ευχέρεια  του Κράτους-μέλους, που αποφασίζει να αποχωρήσει. 

1.2. Το ζήτημα της ύπαρξης εξουσίας ανάκλησης της γνωστοποίησης 

Το σοβαρότερο κενό, πάντως, που παρατηρείται στο άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ αφορά την δυνατότητα ή μη ενός υπό αποχώρηση Κράτος-μέλος να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση και κατ’ αυτό τον τρόπο να τερματίσει τη διαδικασία αποχώρησης πριν αυτή φτάσει στο τέρμα της με τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας αποχώρησης ή την παρέλευση της διετούς προθεσμίας. Το γράμμα της διάταξης σιωπά, οπότε εύλογα τίθεται το ερώτημα, αν μπορεί ένα Κράτος-μέλος να αλλάξει επιλογή και σύμφωνα με τους «εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες» (εκλογές, δημοψήφισμα κα) να αποφασίσει την παραμονή του στην ΕΕ και ανακαλώντας τη γνωστοποίηση να τερματίσει μονομερώς τη διαδικασία αποχώρησης, που εν τω μεταξύ έχει ενεργοποιηθεί. Ο προβληματισμός ενισχύεται, αφού ο «συνταγματικός νομοθέτης» της Ένωσης με την παρ. 5 του άρθρου 50 ΣΕΕ αναγνώρισε και ρύθμισε αυτό το ενδεχόμενο αλλαγής γνώμης. Ωστόσο, το τοποθέτησε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποχώρησης. 

Το ζήτημα απασχόλησε έντονα ενωσιακούς και βρετανικούς θεσμούς, τη θεωρεία  αλλά και τις δύο πλευρές του βρετανικού δημοψηφίσματος. Η συζήτηση έλαβε μεγάλη έκταση ιδιαίτερα στο Η.Β., όπου το ζήτημα συνδέθηκε με τον τρόπο που υπερασπίσθηκαν τις θέσεις τους οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές πριν και μετά το δημοψήφισμα αλλά και με το ζήτημα της αρμοδιότητας ενεργοποίησης του άρθρου 50 ΣΕΕ. Οι γνώμες διχάστηκαν ενώ το Δικαστήριο της ΕΕ, που είναι τελικά αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 50 ΣΕΕ, δεν είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί σε ένα κρίσιμο ζήτημα, μεταξύ άλλων, και για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Έτσι, τον Οκτώβριο του 2016 ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk ερωτηθείς σχετικά απάντησε ότι «δεν υπάρχουν νομικοί περιορισμοί σε μια τέτοια απόφαση» εκ μέρους του Η.Β.. Από την άλλη πλευρά η Υπηρεσία Ερευνών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τοποθετήθηκε μάλλον αρνητικά σε ένα μονομερή τερματισμό της διαδικασίας αποχώρησης άπαξ και αυτή ξεκινήσει, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, τη δυνατότητα να ανασταλεί (suspend) η διαδικασία με κοινή συμφωνία μεταξύ του υπό αποχώρηση Κράτους-μέλους, των Κρατών-μελών που παραμένουν και των Θεσμικών Οργάνων της Ένωσης. Πρόκειται για μια λύση που δεν προβλέπεται ρητά από το άρθρο 50 ΣΕΕ, όπως εξάλλου, και η ανάκληση της γνωστοποίησης.  

Σε βρετανικό επίπεδο η Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Ένωση (European Union Committee) της Βουλής των Λόρδων στις 4 Μαΐου 2016 κατέληξε στο συμπέρασμα, μετά από ακρόαση και σχετική επιχειρηματολογία των Καθηγητών Sir David Edward και Derrick Wyatt, ότι «Δεν υπάρχει τίποτα στο άρθρο 50 που να εμποδίζει τυπικά ένα κράτος μέλος να ανακαλέσει την απόφασή του να αποχωρήσει κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση». Η εν λόγω Επιτροπή, εξάλλου, έκρινε ότι «οι πολιτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας ανάκλησης θα μπορούσαν να είναι ουσιαστικές» για το Η.Β. και τη θέση του στην Ένωση. Λίγους μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 13 Σεπτεμβρίου 2016 μια άλλη Επιτροπή (Select Committee on the Constitution) της Βουλής των Λόρδων δεν ήταν τόσο σίγουρη, κρίνοντας ότι το ζήτημα του κατά πόσο ένα υπό αποχώρηση Κράτος-μέλος μπορεί να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση και να τερματίσει τη διαδικασία αποχώρησης χωρίς τη συναίνεση των υπολοίπων Κρατών-μελών είναι αμφισβητούμενο. Κατέτεινε δε στην άποψη ότι «θα ήταν συνετό για το Βρετανικό Κοινοβούλιο να συνεχίσει να εργάζεται βασιζόμενο στην υπόθεση ότι η ενεργοποίηση του άρθρου 50 ΣΕΕ είναι μια ενέργεια, που το Η.Β δεν μπορεί να αντιστρέψει μονομερώς». Από την άλλη πλευρά το High Court της Αγγλίας στην απόφαση του στις 3 Νοεμβρίου 2016, όταν κλήθηκε να αποφασίσει για ύπαρξη ή μη προνομίου υπέρ της Κυβέρνησης (Government Prerogative) για την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποχώρησης, χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση, έκρινε ότι η γνωστοποίηση δεν μπορεί να ανακληθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι την θέση αυτή υποστήριξαν τόσο οι προσφεύγοντες, που αμφισβήτησαν το κυβερνητικό προνόμιο ενεργοποίησης του άρθρου 50 ΣΕΕ, όσο η πλευρά της Βρετανικής Κυβέρνησης, δια του Γενικού Εισαγγελέα, που εκπροσώπησε τον Υπουργό για την Έξοδο από την ΕΕ (Secretary of State for Exiting the EU). Από την άλλη πλευρά το Supreme Court που επιλήφθηκε κατόπιν, αν και πήρε και αυτό την ίδια θέση σχετικά με το κοινοβουλευτικό προνόμιο για την ενεργοποίηση της ρήτρας αποχώρησης, προτίμησε να μην πάρει θέση στο ζήτημα της ανάκλησης ή μη της γνωστοποίησης.

Το ίδιο διχασμένη παρουσιάζεται και η θεωρία τοποθετούμενη στο ζήτημα. Πριν παρουσιάσουμε και συζητήσουμε τα επιχειρήματα των δύο απόψεων, θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: 
(i) και οι δύο θεωρητικές προσεγγίσεις συμφωνούν στην ύπαρξη ρυθμιστικού κενού στο γράμμα της διάταξης του άρθρου 50 ΣΕΕ. Ωστόσο, με σημείο εκκίνησης αυτό οδηγούνται σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
(ii) και οι δύο θεωρητικές προσεγγίσεις συμφωνούν ότι η ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ από το Δικαστήριο της ΕΕ είναι αναγκαία το συντομότερο δυνατόν, αφού η αναγνώριση ή μη δικαιώματος μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης έχει σοβαρές επιπτώσεις στη διαπραγμάτευση των όρων αποχώρησης και της διαπραγματευτικής θέσης του Η.Β..
(iii) η θεωρητική συζήτηση έλαβε τη μεγαλύτερη έκτασή της στους επιστημονικούς κύκλους της Βρετανίας, κατά κανόνα σε blogs με συνεχείς σχετικές αναρτήσεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σύνδεση πολιτικών στοχεύσεων με τις επιστημονικές θέσεις. Έτσι, ενδεικτικά μπορούν να αναφερθεί ότι οι υποστηρικτές της παραμονής του Η.Β. στην ΕΕ και ηττημένοι στο Δημοψήφισμα της 23/6/2106 τάχθηκαν υπέρ της δυνατότητας μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης και τερματισμού της διαδικασίας αποχώρησης, επιζητώντας «να μείνει ανοικτή η πόρτα της συμμετοχής του Η.Β. στην Ένωση» για την περίπτωση αλλαγής της θέσης του Η.Β. είτε κατόπιν εκλογών είτε κατόπιν νέου δημοψηφίσματος. Αντίθετα, βασικό επιχείρημα αυτών που αντέδρασαν στο προνόμιο της Κυβέρνησης να ενεργοποιήσει τη διαδικασία του άρθρου 50 ΣΕΕ αποτέλεσε η θέση ότι η εν λόγω διάταξη αποκλείει το δικαίωμα ανάκλησης της γνωστοποίησης. 

Ειδικότερα, οι υποστηρικτές της άποψης ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ αποκλείει το δικαίωμα μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης θεμελίωσαν την άποψή τους στα εξής επιχειρήματα: 

Πρώτον, με σημείο εκκίνησης τη διατύπωση του άρθρου 50 ΣΕΕ υποστηρίχθηκε ότι η αναγνώριση ενός σιωπηρού (implied) δικαιώματος ανάκλησης της γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης θα ήταν αντίθετο με το γράμμα της διάταξης από την οποία «απουσιάζει εμφανώς» ένα τέτοιο δικαίωμα. Η θέση αυτή δέχθηκε ισχυρό αντίλογο (α) ως μη λαμβάνουσα υπόψη της τη νομολογία του Δικαστηρίου για την γραμματική ερμηνεία διατάξεων των Συνθηκών, που θέλει διατάξεις που καθορίζουν εξαιρέσεις (ως τέτοια εκλαμβάνεται το δικαίωμα αποχώρησης από το γενικό στόχο μιας διαρκώς στενότερης ένωσης) να ερμηνεύονται στενά, έτσι ώστε να μη προστίθενται προϋποθέσεις για την άσκησή του, μη προβλεπόμενες ρητά, (β) ως αντίθετη με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας του άρθρου 5 παρ. 2 ΣΕΕ, που θέλει κάθε εξουσία Κράτους-μέλους που δεν παραχωρείται στην Ένωση ή δεν απαγορεύεται ή δεν ρυθμίζεται από τη Συνθήκη να παραμένει στα Κράτη-μέλη, (γ) ως μη λαμβάνουσα υπόψη το ενδεχόμενο ένα Κράτος-μέλος να αλλάξει γνώμη, προτιμώντας να παραμείνει μέλος, όταν μάλιστα η ανάκληση της γνωστοποίησης δεν ασκείται καταχρηστικά.

Δεύτερον, η αναγνώριση του δικαιώματος μονομερούς, μέσω της ανακλήσεως της γνωστοποίησης, τερματισμού της διαδικασίας αποχώρησης θα ματαίωνε τις συνέπειες της γνωστοποίησης, που κατά το άρθρο 50 παρ. 3 ΣΕΕ είναι ο τερματισμός της ισχύος των Συνθηκών για το αποχωρούν Κράτους-μέλους είτε με την θέση σε ισχύ της συμφωνίας αποχώρησης είτε με την παρέλευση της προθεσμίας των δύο ετών για τη σύναψή της. Οι συνέπειες αυτές απαριθμούνται περιοριστικά, με αποτέλεσμα να αποκλείουν κάθε άλλο τρόπο τερματισμού της διαδικασίας αποχώρησης. Οι υποστηρικτές της θέσης αυτής, που με ένταση προβλήθηκε ενώπιον  του Αγγλικού High Court, τόνισαν ότι όταν κατατεθεί η γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης ενώπιον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αυτή αυτόματα οδηγεί στις συνέπειες που προδιαγράφει το άρθρο 50 παρ. 3 ΣΕΕ. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν «δρόμο χωρίς γυρισμό» ή όπως υποστήριξε ο Λόρδος Pannick, που παρομοίωσε την γνωστοποίηση με το τράβηγμα της σκανδάλης, «άπαξ και τραβηχτεί η σκανδάλη ακολουθούν οι συνέπειες. Η σφαίρα χτυπά το στόχο. Η γνωστοποίηση, που ενεργοποιεί τη διαδικασία αποχώρησης, έχει ως αναπόφευκτη και εκ του νόμου συνέπεια την παύση ισχύος των Συνθηκών». Ωστόσο, η θέση αυτή δέχεται ισχυρό αντίλογο σύμφωνα με τον οποίο αυτή βασίζεται σε εσφαλμένες υποθέσεις. Η αποχώρηση και η απώλεια της ιδιότητας του Κράτους-μέλους δεν επέρχεται αυτόματα με τη σύναψη της συμφωνίας αποχώρησης ή χωρίς αυτή στο τέλος της διετούς προθεσμίας, παραγνωρίζοντας ότι η σύναψη της συμφωνία αποχώρησης δεν είναι αναγκαία για την αποχώρηση ενώ και διετής προθεσμία μπορεί να παραταθεί και μαζί της η παραμονή στην Ένωση με κοινή συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του υπό αποχώρηση Κράτους-μέλους, χωρίς μάλιστα για την παράταση να τίθενται χρονικοί ή άλλοι περιορισμοί. Κατ’ ουσία η ανάκληση της γνωστοποίησης οδηγεί στη ματαίωση της ενεργοποίησης της διαδικασίας αποχώρησης και όχι τις συνέπειες που προδιαγράφει το άρθρο 50 παρ. 3 ΣΕΕ, που έχει διαδικαστικό χαρακτήρα. 

Τρίτον, υποστηρίζεται ότι αν ένα Κράτος-μέλος μπορούσε να ανακαλέσει μονομερώς τη γνωστοποίηση, αυτό θα οδηγούσε στην αναγνώριση μιας εξουσίας μονομερούς παράτασης της διαδικασίας αποχώρησης σε αντίθεση με το άρθρο 50 παρ. 3 ΣΕΕ. Ωστόσο τα αποτελέσματα της ανάκλησης της γνωστοποίησης διαφέρουν από αυτά της παράτασης της διετούς προθεσμίας. Η δεύτερη επεκτείνει την περίοδο εντός της οποίας θα πρέπει να συμφωνηθούν οι όροι αποχώρησης. Αντίθετα, η πρώτη δεν παρατείνει την προθεσμία αποχώρησης αλλά υποδηλώνει τη θέληση του υπό αποχώρηση Κράτους-μέλους να παραμείνει στην Ένωση, τερματίζοντας τη διαδικασία αποχώρησης.

Τέταρτον, αυτοί που δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη δικαιώματος ανάκλησης της γνωστοποίησης αρνούνται κάθε ιδέα εφαρμογής εντός του πλαισίου του άρθρου 50 ΣΕΕ των κανόνων του δημοσίου διεθνούς δικαίου και ειδικά του άρθρου 68 Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (ΣΒΔΣ), το οποίο αναγνωρίζει δικαίωμα ανάκλησης μιας γνωστοποίησης αποχώρησης από διεθνή συνθήκη πριν αυτή δημιουργήσει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Υποστηρίζουν ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ αποτελεί lex specialis, που ως τέτοια αποκλείει κάθε εφαρμογή των σχετικών με την αποχώρηση συμβαλλόμενου μέρους κανόνων του διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 54 ΣΕΕ. Η ύπαρξη κενού στην ειδική διάταξη του άρθρου 50 ΣΕΕ και η ανάγκη για την κάλυψή του, ο εθιμικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 68 ΣΒΔΣ και η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου συγκροτούν ισχυρό αντίλογο στην παραπάνω θέση (βλ αναλυτικά παρακάτω). 

Στα παραπάνω επιχειρήματα, περισσότερο ως θεωρητική άσκηση, θα μπορούσε να προστεθεί και το εξής: Είναι εσφαλμένο ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ παραγνωρίζει το ενδεχόμενο ένα Κράτος-μέλος, που αποφάσισε να αποχωρήσει, να «αλλάξει γνώμη» στο μέλλον σύμφωνα με τους εθνικούς συνταγματικούς του κανόνες και μετά τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης. Με την παρ. 5 του άρθρου 50 ΣΕΕ, που ορίζει ότι «εάν το κράτος που αποχώρησε από την Ένωση ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτηση αυτή υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49», ο «συνταγματικός νομοθέτης» αναγνώρισε το ενδεχόμενο αλλαγής γνώμης, την οποία, ωστόσο, τοποθέτησε χρονικά μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποχώρησης και αφού το πρώην Κράτος-μέλος έχει καταστεί τρίτο Κράτος. Αν πραγματικά ήθελε την αναγνώριση μιας εξουσίας μονομερούς τερματισμού της διαδικασίας αποχώρησης, λόγω αλλαγής γνώμης που ως ενδεχόμενο προβλέπει, γιατί να μην την προβλέψει, αν δεν ήθελε να την αποκλείσει; Αυτό, άλλωστε, συνδυάζεται και με την υποστηριζόμενη άποψη ότι τα κενά που παρουσιάζουν οι διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ είναι ηθελημένα, ώστε οι αβεβαιότητες να κάνουν την διάταξη αποτρεπτική στην χρήση της. Η μη ρητή αναγνώριση δικαιώματος μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης ίσως είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένα Κράτος-μέλος που γνωρίζει ότι η ενεργοποίηση της διαδικασίας αποχώρησης «είναι δρόμος χωρίς γυρισμό» αναμφίβολα αποθαρρύνεται να προσφύγει με ευκολία στο άρθρο 50 ΣΕΕ.  

Ισχυρά επιχειρήματα, όμως, παρουσιάζει και η πλευρά που υποστηρίζει ότι, παρά τη μη ρητή σχετική πρόβλεψη, το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτρέπει την ανάκληση της γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης και κατ’ αυτό τον τρόπο τον μονομερή τερματισμό της διαδικασίας αποχώρησης πριν αυτή οδηγήσει στην αποχώρηση του Κράτους-μέλους είτε με τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας αποχώρησης είτε κατά τη λήξη της διετούς προθεσμίας για τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας. Υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι η ερμηνεία του άρθρου 50, ως ζήτημα ενωσιακού δικαίου, θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις ερμηνευτικές μεθόδους, που έχει αναπτύξει και χρησιμοποιεί το Δικαστήριο. Καταλήγουν δε στο συμπέρασμα ότι ως επί της αρχής, της διατύπωσης της διάταξης αλλά και του πνεύματος των Συνθηκών θα πρέπει να γίνει δεκτή η θέση υπέρ της εξουσίας μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης. Επιτομή της επιχειρηματολογίας αυτής βρίσκει κανείς στη θέση που ανάπτυξε ενώπιον της Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Ένωση (European Union Committee) της Βουλής των Λόρδων στις 4 Μαΐου 2016 ο Καθηγητής Derrick Wyatt, ο οποίος τόνισε τα εξής:
 «Κατά την άποψή μου, ένα Κράτος-μέλος θα μπορούσε να έχει δεύτερες σκέψεις και να ανακαλέσει την απόφασή του να αποχωρήσει ανά πάσα στιγμή πριν από τη σύναψη μιας συμφωνίας αποχώρησης ή στη λήξη της περιόδου των δύο ετών ή της οποιαδήποτε παράτασης που συμφωνήθηκε από το Κράτος-μέλος και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Σχετικά θα ήθελα να συνεισφέρω τρεις λόγους:
Πρώτον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη στη διατύπωση του άρθρου 50 ότι ένα Kράτος-μέλος δεν θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη.
Δεύτερον, θα ήταν σύμφωνο με τους γενικούς στόχους της ΕΕ το να επιτραπεί σε ένα υπό αποχώρηση Κράτος-μέλος να αλλάξει γνώμη και στο τέλος να παραμείνει στην ΕΕ.
Τρίτον, το συμπέρασμα ότι ένα Κράτος-μέλος δεν μπορεί να ανακαλέσει την γνωστοποίηση της πρόθεσής του να αποχωρήσει θα μπορούσε να έχει παράλογες συνέπειες».
Ειδικότερα προβάλλουν τα παρακάτω επιχειρήματα:

Πρώτον, το άρθρο 50 ΣΕΕ, αν και δεν προβλέπει ρητά την εξουσία ανάκλησης της γνωστοποίησης, δεν την αποκλείει κιόλας. Η αντίθετη άποψη δεν λαμβάνει υπόψη την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, που θέλει ασαφείς ή με κενά διατάξεις των Συνθηκών, αυτές, δηλαδή, που η γραμματική τους ερμηνεία δεν μπορεί να προσφέρει ασφαλείς λύσεις, να ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη το γενικό σύστημα και το πνεύμα των διατάξεων της Συνθήκης.   

Δεύτερον,  η αναγνώριση από το άρθρο 50 ΣΕΕ ενός δικαιώματος αποχώρησης Κράτους-μέλους από την Ένωση θεμελιώθηκε στην κυριαρχία των Κρατών-μελών, που, αν και έχει υποστεί σοβαρούς περιορισμούς από τη συμμετοχή τους στην Ένωση, δεν έχει εξαφανιστεί. Έτσι, αφού ένα Κράτος-μέλος είναι αρκούντως κυρίαρχο για να αποφασίσει μονομερώς την αποχώρηση του από την Ένωση, χωρίς μάλιστα η απόφασή του να υπόκειται σε ουσιαστικούς περιορισμούς, γιατί θα πρέπει να στερηθεί την εξουσία να αλλάξει την απόφασή του αυτή και να ανακαλέσει την γνωστοποίηση;  Ένας τέτοιος περιορισμός, που δεν προβλέπεται ρητά, θα ήταν, εξάλλου, αντίθετος με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και συνακόλουθα της αναγνώρισης του τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ των Κρατών-μελών σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 2 και 4 παρ. 1 ΣΕΕ αντίστοιχα. Η θεμελίωση ενός σιωπηρού ή εξυπακουόμενου δικαιώματος ανάκλησης της γνωστοποίησης στην κυριαρχία των Κρατών-μελών έχει ως αποτέλεσμα την αναστροφή του βάρους της απόδειξης για την ύπαρξη ή μη του δικαιώματος, που το φέρουν αυτοί που προτίθενται να εναντιωθούν στην ανάκληση της γνωστοποίησης. 

Τρίτον, μια ανάγνωση του άρθρου 50 ΣΕΕ κατά τα παραπάνω είναι σύμφωνη και με τους σχετικούς κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου, που εν πολλοίς ενέπνευσαν τον «συνταγματικό νομοθέτη» της Ένωσης κατά τη διατύπωση της ρήτρας αποχώρησης» και ως τέτοιοι πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 65 παρ. 1 ΣΒΔΣ προβλέπει ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος, που αποχωρεί από μια συνθήκη οφείλει να το γνωστοποιήσει στα αντισυμβαλλόμενα μέρη ενώ η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως (άρθρο 67 παρ. 1 ΣΒΔΣ). Το άρθρο 68 ΣΒΔΣ, τέλος,  προβλέποντας ότι «γνωστοποίηση ή έγγραφο προβλεπόμενο από τα άρθρα 65 και 67 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή πριν δημιουργήσει αποτελέσματα», αναγνωρίζει ρητά το δικαίωμα μονομερούς ανακλήσεως γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης από μια διεθνή συνθήκη.  

Τέταρτον,  η αναγνώριση δικαιώματος μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης, που ισοδυναμεί με την παροχή της δυνατότητας σε ένα Κράτος-μέλος να αλλάξει γνώμη και να παραμείνει στην Ένωση, υποστηρίζεται από τη συστηματική και τελεολογική ερμηνεία των Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των Προοιμίων και των προσαρτημένων Δηλώσεων, στην οποία καταφεύγει συχνά το Δικαστήριο για την ερμηνεία διατάξεων των Συνθηκών και την κάλυψη κενών που παρατηρούνται στη διατύπωσή τους. Άλλωστε η «ρήτρα αποχώρησης» δεν υπάρχει σε ένα κανονιστικό κενό. Τόσο το Προοίμιο όσο και το άρθρο 1 ΣΕΕ επιβεβαιώνουν τη βούληση των Κρατών-μελών «να θέσουν τις βάσεις μιας διαρκώς στενότερης ενώσεως των ευρωπαϊκών λαών» και «να προχωρήσουν σε ένα νέο στάδιο της διαδικασίας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που άρχισε με τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», με σκοπό «να εξασφαλίσουν με κοινή δράση την οικονομική και κοινωνική πρόοδο των κρατών τους καταργώντας τους φραγμούς που διαιρούν την Ευρώπη». Εξάλλου, το Προοίμιο της ΣΕΕ αποτυπώνει την θέληση των Κρατών-μελών για την οικοδόμηση «βαθύτερων σχέσεων αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους», «την ιστορική σημασία του τερματισμού της διαίρεσης της ευρωπαϊκής ηπείρου και την ανάγκη να δημιουργηθούν σταθερές βάσεις για τη μελλοντική οικοδόμηση της Ευρώπης», αλλά και τη διαρκή προσπάθεια για «την ενίσχυση και τη σύγκλιση των οικονομιών τους», για «την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου των λαών τους» και για «την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ταυτότητας». Με βάση τα παραπάνω η ultima ratio των Συνθηκών είναι να υπηρετήσουν νομικά και θεσμικά το στόχο μιας διαρκώς στενότερης συνεργασίας μεταξύ των Κρατών-μελών στους τομείς εκείνους, που αυτά κυρίαρχα αποφασίζουν την παραχώρηση κρατικών αρμοδιοτήτων. Αν και στο παρόν στάδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι εξελίξεις σε νομικό και πολιτικό επίπεδο τείνουν να αφαιρέσουν κάθε «ομοσπονδιακή φιλοδοξία» στην ερμηνευτική προσέγγιση του στόχου της  «διαρκώς στενότερης ένωσης»  και να προσδώσουν «έμφαση στην περιφρούρηση της εθνικής κυριαρχίας», δεν αμφισβητείται ότι ο στόχος της «διαρκώς στενότερης ένωσης», παρά τον προγραμματικό του χαρακτήρα, έχει μεγάλη σημασία ιδιαίτερα όταν παρουσιάζεται στο κείμενο των αποφάσεων του Δικαστηρίου, αφού αποτελεί το ιδεολογικό υπόβαθρό της νομολογίας του για «περισσότερη Ευρώπη», όταν προσεγγίζει ερμηνευτικά τις διατάξεις της Συνθήκης. Όπως σημειώνει ο Καθηγητής Πρόδρομος Δαγτόγλου  η συστηματική και τελεολογική ερμηνεία των διατάξεων των Συνθηκών από το Δικαστήριο οδηγεί στη συναγωγή μιας (ερμηνευτικής) γενικής αρχής, σύμφωνα με την οποία «μεταξύ δυο ερμηνειών μια κοινοτικής διατάξεως πρέπει να προτιμάται εκείνη που ανταποκρίνεται στην ιδιοτυπία της Κοινότητας ή προάγει περισσότερο τους σκοπούς της».

Αν και εκ πρώτης όψεως η «ρήτρα αποχώρησης» του άρθρου 50 ΣΕΕ συγκρούεται  με τον στόχο της «διαρκώς στενότερης ένωσης», όπως την προσεγγίσαμε παραπάνω, κατά τη γνώμη μας κατατείνει να την διευκολύνει, αφού παρέχει τη δυνατότητα σε ένα Κράτος-μέλος, που δεν επιθυμεί την περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, να αποχωρήσει, αντί να εμποδίσει τα υπόλοιπα Κράτη-μέλη «που επιθυμούν να εμβαθύνουν την ολοκλήρωση να κάνουν βήματα μπροστά». Από την άλλη πλευρά αποτελεί έκφραση της κυριαρχίας των Κρατών-μελών, υπέρ των οποίων αναγνωρίζεται το δικαίωμα, αν κρίνουν ότι η συμμετοχή τους στην Ένωση δεν εξυπηρετεί πλέον το εθνικό τους συμφέρον, να αποχωρήσουν. 

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις η αναγνώριση ενός δικαιώματος μονομερούς  τερματισμού της διαδικασίας αποχώρησης με την ανάκληση της γνωστοποίησης και πριν επέλθουν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 50 παρ. 3 ΣΕΕ αποτελέσματα, ιδιαίτερα όταν αυτό το δικαίωμα ασκείται με καλή πίστη, είναι σύμφωνη με τον απώτερο στόχο των Συνθηκών για μια «διαρκώς στενότερη ένωση». Κατά τον Καθηγητή Paul Craig η αντίθετη άποψη θα ανάγκαζε τελικά την ΕΕ «να πετάξει έξω από την πόρτα ένα κράτος που καλόπιστα άλλαξε γνώμη». Βέβαια ελλοχεύει, στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι ένα Κράτος-μέλος μπορεί να τερματίσει μονομερώς τη διαδικασία αποχώρησης, ο κίνδυνος καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και εκβιασμού της Ένωσης.  Αν και ο κίνδυνος είναι υπαρκτός δεν κρίνεται αρκετός για να αναιρέσει το παραπάνω βασικό συμπέρασμα. Άλλωστε, η Ένωση και τα Κράτη-μέλη της διαθέτουν τα νομικά και πολιτικά μέσα για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια καταχρηστική πρακτική.

Πέμπτον, η μη αναγνώριση του δικαιώματος μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης πριν από τη λήξη της διετούς προθεσμίας ή τη σύναψη της συμφωνίας αποχώρησης οδηγεί σε παράλογες καταστάσεις στην περίπτωση που το υπό αποχώρηση Κράτος-μέλος, σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες, αλλάξει γνώμη και αποφασίσει να παραμείνει στην Ένωση. Το Κράτος-μέλος θα πρέπει, παρά την αλλαγή της γνώμης του, να περιμένει να παρέλθει η διετής προθεσμία ώστε να απολέσει την ιδιότητα του Κράτους-μέλους, να καταστεί τρίτο κράτος για να μπορέσει να υποβάλλει αίτημα προσχώρησής εκ νέου στην Ένωση κατά το άρθρο 50 παρ. 5 ΣΕΕ. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, ως εκ του αντικειμένου της διαδικασίας προσχώρησης του άρθρου 49 ΣΕΕ το ζητούμενο θα είναι η αποδοχή του ενωσιακού κεκτημένου από το πρώην Κράτος-μέλος, δηλαδή κάτι το οποίο ήταν δεδομένο πριν από την αναγκαστική του αποχώρηση. Υποστηρίζεται, εξάλλου, ότι αν ένα Κράτος-μέλος τηρώντας τους «εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες» αλλάξει γνώμη τότε δεν υπάρχει πλέον η απαιτούμενη πρόθεση αποχώρησης, η γνωστοποίηση της οποίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είναι η αναγκαία τυπική προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 1 ΣΕΕ. 

Κατά την προσωπική μας γνώμη η αποδοχή ενός δικαιώματος ανάκλησης ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα των Συνθηκών και υπηρετεί το στόχο μιας «διαρκώς στενότερης ένωσης των ευρωπαϊκών λαών». Ωστόσο, η παραπάνω συζήτηση καταδεικνύει ότι το ζήτημα παραμένει εξαιρετικά αμφιλεγόμενο και χρειάζεται αντιμετώπιση από το Δικαστήριο, ως το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 50 ΣΕΕ.

2. Το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων και η Συμφωνία Αποχώρησης

Δεν αμφισβητείται ότι αποχώρηση ενός Κράτους-μέλους από την Ένωση, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι παλαιό μέλος όπως το Η.Β., απαιτεί την εξαντλητική ρύθμιση πολυσύνθετων διαδικαστικών και ουσιαστικών θεμάτων αλλά και τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων ώστε η αποχώρηση να καταστεί ομαλή και προς όφελος και των δύο πλευρών. Παρ’ όλα αυτά η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 2 ΣΕΕ σε ότι αφορά το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων και της Συμφωνίας Αποχώρησης, ορίζοντας ότι μετά τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης από Κράτος-μέλος «η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση» δημιουργεί ένα νέο κύκλο ερωτηματικών. Όπως αναφέρει ο Paul Craig «το περιεχόμενο της συμφωνίας αποχώρησης είναι αβέβαιο». Η αβεβαιότητα δημιουργείται κυρίως από τη σύνδεση της Συμφωνίας Αποχώρησης με τη ρύθμιση των μελλοντικών του σχέσεων του αποχωρούντος Κράτους-μέλους με την Ένωση. Ορισμένα από τα ερωτήματα που τίθενται  είναι τα εξής:
Πρώτον, η Συμφωνία Αποχώρησης και η διαπραγμάτευσής της περιλαμβάνει μόνο τα διαδικαστικού χαρακτήρα ζητήματα της αποχώρησης ή επεκτείνεται και στη ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων του αποχωρούντος Κράτους-μέλους με την Ένωση; Με άλλα λόγια το άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ προβλέπει τη σύναψη μιας ή δύο διακεκριμένων συμφωνιών;
Δεύτερον, αν γίνει δεκτό ότι προβλέπεται η σύναψη δύο συμφωνιών, αυτής της αποχώρησης και αυτής της ρύθμισης των μελλοντικών σχέσεων, αποτελεί το άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ επαρκή νομική βάση για τη σύναψη της δεύτερης συμφωνίας ή θα πρέπει να αναζητηθεί μια άλλη σχετική διάταξη της Συνθήκης; 
Τρίτον, η αποχώρηση Κράτους-μέλους συνεπάγεται την ανάγκη προσαρμογής ή των Συνθηκών, για την οποία το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν κάνει λόγο. Θα γίνει η προσαρμογή αυτή με τη Συμφωνία Αποχώρησης ή θα ακολουθηθεί κάποια άλλη διαδικασία;
Τέταρτον, στην περίπτωση σύναψης δύο διακεκριμένων συμφωνιών (αποχώρησης και μελλοντικών σχέσεων) και κατά συνέπεια δύο κύκλων διαπραγματεύσεων, καθιερώνεται κάποια χρονική αλληλουχία ή οι δύο διαδικασίες μπορούν και να εξελίσσονται παραλλήλως; 

Παρά τις ασάφειες, που χαρακτηρίζει το άρθρο 50 ΣΕΕ, μπορεί να αντλήσει κανείς κάποια χρήσιμα στοιχεία για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα. Αυτά, κυρίως, είναι:

(α) Από τη διατύπωση του άρθρου 50 παρ. 2 ΣΕΕ προβλέπεται ρητά η υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο (περίγραμμα) των μελλοντικών σχέσεων και όχι να ρυθμιστούν αυτές με τη Συμφωνία Αποχώρησης.
(β) Η Συμφωνία Αποχώρησης αποτελεί διεθνή συμφωνία της Ένωσης στο βαθμό που συνάπτεται από την ίδια και όχι τα Κράτη-μέλη κατά τη διαδικασία του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, που αφορά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών από την Ένωση με τρίτα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς και «συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο». Κατά συνέπεια η Συμφωνία Αποχώρησης δεν εντάσσεται στο Πρωτογενές Δίκαιο της Ένωσης (Συνθήκες), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να το τροποποιήσει. 
(γ) Προς άρση της αβεβαιότητας, που προκαλεί η αποχώρηση Κράτους-μέλους, οι συντάκτες του άρθρου 50 ΣΕΕ προέβλεψαν προθεσμία δύο ετών από τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης για  τη σύναψη και τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας Αποχώρησης. Ωστόσο, γενικώς αναγνωρίζεται ότι η ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων του αποχωρούντος Κράτους-μέλους θα απαιτήσει πολύ περισσότερο χρόνο. Έτσι, θα ήταν αντίθετη με το σκοπό του άρθρου 50 ΣΕΕ οποιαδήποτε σημαντική καθυστέρηση της αποχώρησης, επειδή δεν έχουν ρυθμιστεί οι μελλοντικές σχέσεις του αποχωρούντος Κράτους-μέλους από την Ένωση.
(δ) Η διάταξη του άρθρου 50 ΣΕΕ απονέμει στην Ένωση την αποκλειστική αρμοδιότητα για την σύναψη συμφωνίας «που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρηση». Ωστόσο, αναλόγως του είδους των μελλοντικών σχέσεων που θα συμφωνηθεί μπορεί να υπάρξουν ρυθμίσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Κρατών-μελών. Στην περίπτωση αυτή ο τρόπος σύναψης της σχετικής συμφωνίας θα πρέπει να διαφέρει από αυτόν της Συμφωνίας Αποχώρησης (μεικτή συμφωνία). 

Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι θα υπάρξουν δύο ξεχωριστές διεθνείς συμφωνίες, αυτή της αποχώρησης και αυτή της ρύθμισης των μελλοντικών σχέσεων του αποχωρούντος Κράτους-μέλους με την Ένωση, που, βεβαίως, συνδέονται αλλά δεν πρέπει να ταυτίζονται. Έτσι, δεν αποκλείεται οι διαπραγματεύσεις να εξελίσσονται παραλλήλως αλλά τελικά να οδηγήσουν σε δύο διακεκριμένες διεθνείς συμφωνίες. Εξάλλου, στο βαθμό που η Συμφωνία Αποχώρησης δεν μπορεί, ως διεθνής συνθήκη, να τροποποιήσει το Πρωτογενές Δίκαιο  της Ένωσης, απαιτείται για την προσαρμογή των Συνθηκών μια τροποιητική συνθήκη, που θα συναφθεί μεταξύ των Κρατών-μελών που παραμένουν κατά τη διαδικασία τροποποίησης των Συνθηκών του άρθρου 48 ΣΕΕ. 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com