Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΕ: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Υπόθεση C-13/20, Top System SA κατά État belge – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο «1. Ελλείψει ειδικών συμβατικών διατάξεων, δεν απαιτείται η άδεια του δικαιούχου για τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 στοιχεία α) και β), όταν αυτές είναι αναγκαίες για την κατά προορισμό χρησιμοποίηση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από το πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης σφαλμάτων.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Βρυξελλών του Βελγίου (cour d’appel de Bruxelles) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Top System SA και του Βελγικού Δημοσίου που αφορούσε την αντίστροφη μεταγλώττιση από το Selor (γραφείο επιλογής προσωπικού της ομοσπονδιακής διοίκησης), προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο ανέπτυξε η Top System και το οποίο αποτελεί μέρος εφαρμογής για την οποία το ως άνω γραφείο επιλογής διαθέτει άδεια χρήσεως.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/250 έχει την έννοια ότι το πρόσωπο που απέκτησε νομίμως πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή δικαιούται να προβεί στην αντίστροφη μεταγλώττιση του συνόλου ή τμήματος του προγράμματος αυτού για να διορθώσει σφάλματα που επηρεάζουν τη λειτουργία του προγράμματος, ακόμη και όταν η διόρθωση συνίσταται στην απενεργοποίηση λειτουργίας, που επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία της εφαρμογής της οποίας αποτελεί το εν λόγω πρόγραμμα.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι το πρόσωπο που απέκτησε νομίμως πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή δικαιούται να προβεί στην ανωτέρω διεργασία της αντίστροφης μεταγλώττισης σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Υπόθεση C-866/19 SC κατά Zakład Ubezpieczeń Społecznych I Oddział w Warszawie - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 52, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.  Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής: α)….β) με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, ενός πραγματικού ποσού (αναλογική παροχή), ως εξής: i) το θεωρητικό ποσό της παροχής ισούται προς την παροχή την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφάλισης ή/και κατοικίας οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας, κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της παροχής· εάν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί, το ποσό αυτό εκλαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό· ii) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της αναλογικής παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού κατ’ αναλογίαν της διάρκειας των περιόδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας σε σχέση προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει των νομοθεσιών όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (ąd Najwyższy) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του SC και του υποκαταστήματος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Πολωνίας, σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της αναλογικώς επιμερισμένης σύνταξης γήρατος που πρέπει να του καταβάλει το εν λόγω όργανο.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 52, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας του Κράτους-μέλους πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για τις ανάγκες του καθορισμού του ορίου το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Κράτους-μέλους, όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλων Κρατών-μελών, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού και του πραγματικού ποσού της παροχής.

Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το άρθρο 52, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους οφείλει, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της παροχής να λάβει υπόψη όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, ενώ ο υπολογισμός του πραγματικού ποσού της παροχής γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Υπόθεση C-683/19, Viesgo Iαnfraestructuras Energéticas SL κατά Administración General del Estado κ.λπ. - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Supremo) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Viesgo Infraestructuras Energéticas SL, πρώην E.ON España SLU, και, αφετέρου, του Ισπανικού Δημοσίου και ισπανικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, σχετικά με τη νομιμότητα του συστήματος χρηματοδοτήσεως υποχρεώσεως παροχής υπηρεσίας κοινής ωφέλειας συνιστάμενης σε έκπτωση επί της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας της οποίας επωφελούνται ορισμένοι ευάλωτοι καταναλωτές.

Οι προσφεύγουσες, εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην ισπανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κλήθηκαν να συμβάλουν στη χρηματοδότηση μέτρου κοινωνικού χαρακτήρα για την αρωγή υπέρ ευάλωτων καταναλωτών στην Ισπανία. Ο Ισπανός νομοθέτης χαρακτήρισε την εν λόγω υποχρέωση ως «υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ. Μία από τις προσφεύγουσες προσέβαλε τη συμβατότητα της εν λόγω υποχρεώσεως χρηματοδοτήσεως με το δίκαιο της Ένωσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ισπανίας.

Το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο έκανε δεκτή την προσφυγή. Κατά το Ανώτατο Δικαστήριο, οι απαιτήσεις συμβατότητας που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/72 αποτελούν «σαφή πράξη» (acte clair) και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εντούτοις, αποφαινόμενο κατόπιν προσφυγής στο πλαίσιο της προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων, το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο) εξαφάνισε την ως άνω απόφαση. Το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο έκρινε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εσφαλμένα διαπιστώσει την ύπαρξη «σαφούς πράξεως» (acte clair), προσβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα συνταγματικά δικαιώματα του Ισπανικού Δημοσίου, καθόσον το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε το εσωτερικό δίκαιο ασύμβατο με το δίκαιο της Ένωσης χωρίς να έχει προηγουμένως υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ζητώντας από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας της υποχρεώσεως χρηματοδοτήσεως που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/72.

Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72 έχει την έννοια ότι αποκλείει την άνευ χρονικού περιορισμού και άνευ μέτρων αντισταθμίσεως θέσπιση του συστήματος χρηματοδοτήσεως υποχρεώσεως παροχής υπηρεσίας κοινής ωφέλειας, η οποία συνίσταται στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε μειωμένη τιμή σε ορισμένους ευάλωτους καταναλωτές.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η απαίτηση περί τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, η οποία απορρέει από τη σχετική με τη διάταξη αυτή νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να επανεξετάζουν περιοδικώς και ανά σύντομα διαστήματα ένα τέτοιο σύστημα χρηματοδοτήσεως.

Επίσης, όσον αφορά την απουσία μέτρων αντισταθμίσεως, διαπιστώθηκε ότι το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72 δεν κάνει καμία αναφορά σε ενδεχόμενη υποχρέωση αντισταθμίσεως όταν τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις επιχειρήσεις του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δυνάμει της εν λόγω διατάξεως. 

4. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż., Υπόθεση C-487/19 - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2 και 6, παρ. 1 και 3, και 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (Sąd Najwyższy) στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο δικαστής W.Ż. σχετικά με πόρισμα βάσει του οποίου το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο της Πολωνίας, (KRS) αποφάσισε την περάτωση της διαδικασίας επί της προσφυγής του W.Ż. κατά αποφάσεως του προέδρου του περιφερειακού δικαστηρίου με την οποία διετάχθη η μετακίνηση του W.Ż. σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου αυτού και κατά του οποίου ο W.Ż. άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνοδευόμενη από αίτηση εξαιρέσεως όλων των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που καλούνταν να εξετάσουν την προσφυγή του.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση εξαιρέσεως αφορώσα την εκδίκαση προσφυγής ενός δικαστή, η οποία βάλλει κατά της αποφάσεως με την οποία αυτός μετακινήθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή του από το τμήμα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούσε σε άλλο, οφείλει να θεωρήσει ανυπόστατη τη διάταξη με την οποία ένα δικαστήριο, αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό και στο πλαίσιο μονομελούς δικαστικού σχηματισμού, απέρριψε την ανωτέρω προσφυγή για τον λόγο ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε ο διορισμός του δικαστή που αποφαίνεται ως μονομελής δικαστικός σχηματισμός, ο δικαστής αυτός δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο διορισμός αυτός πραγματοποιήθηκε κατά πρόδηλη παράβαση θεμελιωδών κανόνων οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των κανόνων που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία του οικείου δικαιοδοτικού συστήματος και ότι το αδιάβλητο του αποτελέσματος στο οποίο κατέληξε η εν λόγω διαδικασία υπονομεύεται, δημιουργώντας εύλογες αμφιβολίες στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του οικείου δικαστή.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, Υπόθεση C-233/20, WD κατά job-medium GmbH - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του WD και, αφετέρου, της πρώην εργοδότριάς του, εταιρίας με την επωνυμία job-medium. Αντικείμενο της διαφοράς ήταν η αξίωση του WD περί καταβολής χρηματικής αποζημίωσης για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι αποτέλεσμα της απόφασης του εργαζομένου να καταγγείλει πρόωρα τη σύμβαση εργασίας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη προθεσμία προειδοποίησης.

Το νομικό ζήτημα αν το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου κατά την οποία δεν καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών του τρέχοντος τελευταίου έτους εργασίας, στην περίπτωση πρόωρης και χωρίς σπουδαίο λόγο λύσης της σχέσης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου ή της εργαζομένης.

Το Δικαστήριο έκρινε, αρχικά, ότι το άρθρο 7 παρ. 2, της Οδηγίας 2003/88 δεν θέτει καμία προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως, πέραν εκείνης κατά την οποία, αφενός, η σχέση εργασίας πρέπει να έχει λυθεί και, αφετέρου, ο εργαζόμενος ή η εργαζομένη δεν πρέπει να έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία εδικαιούτο, κατά τον χρόνο λύσεως της σχέσεως αυτής. 

Εν τέλει, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Υπόθεση C-852/19, prokuratura κατά Ivan Gavanozov - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε  την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 4, και του άρθρου 14, παρ. 1 έως 4, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις καθώς και των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το ειδικό ποινικό δικαστήριο της Βουλγαρίας, (Spetsializiran nakazatelen sad) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Ivan Gavanozov, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι ηγούνταν εγκληματικής οργανώσεως και ότι διέπραξε φορολογικές παραβάσεις. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά ο Ivan Gavanozov διώκεται ποινικά στη Βουλγαρία για αδικήματα σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας συνδεόμενα κατά τα φαινόμενα, με τη συμμετοχή εικονικών εταιριών, συμπεριλαμβανομένης μιας εταιρίας που εδρεύει στην Τσεχική Δημοκρατία και του εκπροσώπου της, ο οποίος, πλέον, αποτελεί μάρτυρα στην ποινική διαδικασία. Το εθνικό δικαστήριο διέταξε τη διενέργεια έρευνας στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις της τσεχικής εταιρίας, τη διενέργεια έρευνας στην κατοικία του μάρτυρα, την κατάσχεση ορισμένων εγγράφων, εφόσον βρεθούν, και την εξέταση του μάρτυρα μέσω εικονοτηλεδιασκέψεως. Δεδομένου ότι η συλλογή αυτή αποδείξεων έπρεπε να γίνει στην Τσεχική Δημοκρατία, το αιτούν δικαστήριο έκρινε αναγκαία την έκδοση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 4, και το άρθρο 14, παρ. 1 έως 4, της Οδηγίας 2014/41 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους εκδόσεως ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που δεν προβλέπει κανένα μέσο ένδικης προστασίας κατά της εκδόσεως Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας με αντικείμενο τη διενέργεια έρευνας και κατασχέσεως καθώς και τη διοργάνωση εξέταση εξετάσεως μάρτυρα με εικονοτηλεδιάσκεψη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Ποινικές διαδικασίες κατά WB κ.λπ., Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-748/19 έως C-754/19 – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν, κυρίως, την ερμηνεία αφενός, του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εξεταζόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 2 ΣΕΕ, και αφετέρου, του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν από περιφερειακό δικαστήριο της Βαρσοβίας στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατά των WB (C‑748/19), XA και YZ (C‑749/19), DT (C‑750/19), ZY (C‑751/19), AX (C‑752/19), BV (C‑753/19) και CU (C‑754/19).

Tο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος συγχρόνως έχει και την ιδιότητα του γενικού εισαγγελέα, μπορεί, βάσει κριτηρίων που δεν δημοσιοποιούνται, να αποσπά δικαστές σε ανώτερα δικαστήρια επ’ αορίστω και να ανακαλεί ανά πάσα στιγμή την εν λόγω απόσπαση κατά διακριτική ευχέρεια.

Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι ανωτέρω εθνικές ρυθμίσεις  θέτουν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία των δικαστών και της δικαιοσύνης, συνεπώς αντιτίθενται στο επίμαχο ενωσιακό δίκαιο.

8. Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Υπόθεση C-497/20, Randstad Italia SpA κατά Umana SpA κ.λπ.

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3, και του άρθρου 19, παρ. 1, ΣΕΕ, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), όπως επίσης και του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Randstad Italia SpA και της τοπικής υπηρεσίας υγειονομικής περίθαλψης της περιφέρειας της Κοιλάδας της Αόστης της Ιταλίας και Synergie Italia agenzia per il Lavoro SpA  με αντικείμενο, αφενός, τον αποκλεισμό της Randstad από διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και, αφετέρου, το νομότυπο της εν λόγω διαδικασίας.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίμαχο δίκαιο της ΕΕ αντιτίθεται σε διάταξη του εσωτερικού δικαίου Κράτους-μέλους η οποία, κατά την εθνική νομολογία, έχει ως αποτέλεσμα οι διοικούμενοι, όπως οι προσφέροντες που συμμετείχαν σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας συμβάσεως, να μην μπορούν να αμφισβητήσουν, στο πλαίσιο ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του εν λόγω Κράτους-μέλους, τη συμβατότητα αποφάσεως του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου του ίδιου Κράτους-μέλους με το δίκαιο της Ένωσης.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική διάταξη 

9. Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Υπόθεση C-490/20, V.М.А. κατά Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo»

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, ΣΕΕ, των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 7, 9, 24 και 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Σόφιας της Βουλγαρίας (Administrativen sad Sofia-grad) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της V.M.A. και του Δήμου Σόφιας, δημοτικό διαμέρισμα Pancharevo (Βουλγαρία), σχετικά με την άρνηση του προαναφερθέντος δήμου να εκδώσει πιστοποιητικό γεννήσεως της θυγατέρας της V.M.A. και της συζύγου της.

Η V.M.A. ήταν πολίτης της Βουλγαρίας και η K.D.K. πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου. Η K.D.K. γεννήθηκε στο Γιβραλτάρ, όπου οι δύο γυναίκες παντρεύτηκαν το 2018. Από το 2015, διαμένουν στην Ισπανία.

Τον Δεκέμβριο του 2019 η V.M.A. και η K.D.K. απέκτησαν θυγατέρα, την S.D.K.A., η οποία γεννήθηκε και διαμένει μαζί με τους δύο γονείς της στην Ισπανία. Το πιστοποιητικό γεννήσεως της εν λόγω θυγατέρας, το οποίο εκδόθηκε από τις ισπανικές αρχές, αναγράφει τη V.M.A. ως «μητέρα Α» και την K.D.K. ως «μητέρα» του τέκνου.

Η V.М.А. ζήτησε από τον Δήμο Σόφιας να της χορηγήσει πιστοποιητικό γεννήσεως της S.D.K.A., το οποίο ήταν, μεταξύ άλλων, αναγκαίο για την έκδοση βουλγαρικού εγγράφου ταυτότητας. Ο Δήμος Σόφιας ζήτησε από τη V.М.А. να προσκομίσει, εντός επτά ημερών, στοιχεία που να αποδεικνύουν ποια είναι η βιολογική μητέρα της S.D.K.A. Η V.М.А. απάντησε στον Δήμο Σόφιας ότι, βάσει της κείμενης βουλγαρικής νομοθεσίας, δεν υποχρεούτο να προσκομίσει τις ζητηθείσες πληροφορίες και στη συνέχεια ο Δήμος απέρριψε την αίτηση.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώνει ένα Κράτος-μέλος να εκδώσει πιστοποιητικό γεννήσεως με σκοπό την απόκτηση εγγράφου ταυτότητας, κατά τα προβλεπόμενα στην εθνική νομοθεσία, για τέκνο το οποίο είναι πολίτης του οικείου Κράτους-μέλους και του οποίου η γέννηση σε άλλο Κράτος-μέλος πιστοποιείται από πιστοποιητικό γεννήσεως εκδοθέν από τις αρχές αυτού του άλλου Κράτους-μέλους σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία, όπου αναγράφονται ως μητέρες του τέκνου μια πολίτης του πρώτου εξ αυτών των Κρατών-μελών και η σύζυγός της, χωρίς να διασαφηνίζει ποια από τις δύο γυναίκες είναι η βιολογική μητέρα του τέκνου. 

Το ΔΕΕ έκρινε το κράτος μέλος του οποίου το εν λόγω τέκνο είναι πολίτης υποχρεούται, αφενός, να του χορηγήσει ταυτότητα ή διαβατήριο χωρίς να απαιτείται η έκδοση πιστοποιητικού γεννήσεως από τις δικές του αρμόδιες αρχές και, αφετέρου, να αναγνωρίσει, όπως και κάθε άλλο κράτος μέλος, το έγγραφο το οποίο προέρχεται από το κράτος μέλος υποδοχής και το οποίο καθιστά δυνατό για το εν λόγω τέκνο να ασκήσει με καθένα εκ των προαναφερθέντων προσώπων το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών.


 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΕ: ΙΟΥΝΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-709/20, CG κατά The Department for Communities in Northern Ireland – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ και υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κοινωνικών και φορολογικών υποθέσεων της Βόρειας Ιρλανδίας  του Ηνωμένου Βασίλειου (Appeal Tribunal for Northern Ireland). Σύμφωνα με το άρθρο 24 της Οδηγίας 2004/38 «1. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της συνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο β), ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, […] πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και […] μέλη των οικογενειών τους.». Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της CG, έχουσας διπλή ιθαγένεια, κροατική και ολλανδική και διαμένουσας στη Βόρεια Ιρλανδία (Ηνωμένο Βασίλειο) από το 2018, και του Υπουργείου Κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας σχετικά με την εκ μέρους του δευτέρου απόρριψη της αιτήσεως της πρώτης για τη χορήγηση κοινωνικής παροχής.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 24 της Οδηγίας 2004/38 αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους υποδοχής που αποκλείει από το ευεργέτημα κοινωνικών παροχών τους οικονομικώς ανενεργούς πολίτες της Ένωσης, δηλαδή αυτούς που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και στους οποίους το εν λόγω κράτος μέλος παρέσχε, βάσει του εθνικού δικαίου, δικαίωμα προσωρινής διαμονής, μολονότι διασφαλίζεται η χορήγηση των παροχών αυτών στους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους που τελούν στην ίδια κατάσταση.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 24 της Oδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση κράτους μέλους υποδοχής. Ωστόσο, καθόσον πολίτης της Ένωσης διαμένει νομίμως, βάσει του εθνικού δικαίου, εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, οι αρμόδιες για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών εθνικές αρχές οφείλουν να διακριβώνουν ότι ενδεχόμενη απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση τέτοιων παροχών βάσει της ρυθμίσεως αυτής δεν εκθέτει τον πολίτη της Ένωσης, καθώς και τα τέκνα που αυτός συντηρεί, σε συγκεκριμένο και ενεστώτα κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, όπως κατοχυρώνονται με τα άρθρα 1, 7 και 24 του Χάρτη. 

2. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-178/20, Pharma Expressz Szolgáltató és Kereskedelmi Kft κατά Országos Gyógyszerészeti és Élelmezés-egészségügyi Intézet – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 70 έως 73 της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ περί Κοινοτικού Κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση και του άρθρου 36 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο Βουδαπέστης της Ουγγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Pharma Expressz Szolgáltató és Kereskedelmi Kft και του Εθνικού Ινστιτούτου Φαρμάκων και Διατροφής σχετικά με την πώληση στην Ουγγαρία φαρμάκου το οποίο δεν είχε λάβει στην Ουγγαρία άδεια κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ), αλλά διέθετε ΑΚΑ σε άλλο Κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), στο οποίο χορηγούνταν χωρίς ιατρική συνταγή.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 36 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι ποσοτικός περιορισμός επί των εισαγωγών, ο οποίος επιβάλλει, για τη χορήγηση φαρμάκου το οποίο δεν διαθέτει ΑΚΑ, ιατρική συνταγή και βεβαίωση της αρμόδιας για θέματα υγείας αρχής δικαιολογείται από λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, ακόμη και αν το φάρμακο αυτό έχει καταχωρισθεί σε άλλο κράτος μέλος ως φάρμακο που μπορεί να χορηγηθεί χωρίς ιατρική συνταγή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανωτέρω κρατική ρύθμιση δεν αποτελεί ποσοτικό περιορισμό και μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-795/19, XX κατά Tartu Vangla  - Προδικαστική 

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 2, και του άρθρου 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας (Riigikohus) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του XX και της φυλακής του Tartu κατόπιν της απόφασης του διευθυντή της τελευταίας να απολύσει τον XX λόγω μη τήρησης των απαιτήσεων σχετικά με την ακουστική οξύτητα των σωφρονιστικών υπαλλήλων.

Ο προσφεύγων απασχολήθηκε στη φυλακή του Tartu ως σωφρονιστικός υπάλληλος επί σχεδόν δεκαπέντε έτη. Εργάστηκε ως φύλακας στο τμήμα «Κράτηση» της φυλακής αυτής και, εν συνεχεία, ως φύλακας στο τμήμα «Επιτήρηση» της φυλακής.

Οι υπηρεσιακές υποχρεώσεις του στην τελευταία αυτή θέση περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την εποπτεία, σύμφωνα με τις οδηγίες, προσώπων τελούντων υπό ηλεκτρονική επιτήρηση μέσω ενός συστήματος παρακολούθησης καθώς και τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικών με τα πρόσωπα αυτά, την παρακολούθηση των συσκευών ελέγχου και σηματοδότησης, την αντίδραση και την παροχή πληροφοριών ιδίως σε περίπτωση συναγερμού, καθώς και τη διαπίστωση παραβάσεων του εσωτερικού κανονισμού της φυλακής.

Από ιατρικό πιστοποιητικό προέκυψε ότι το όριο αντίληψης του ήχου στο αριστερό αυτί του προσφεύγοντος πληρούσε τις απαιτήσεις της κανονιστικής απόφασης υπ’ αριθ. 12, ενώ, στο δεξί του αυτί, ανερχόταν σε 55 έως 75 ντεσιμπέλ (dB) για τις συχνότητες από 500 έως 2 000 χερτζ (Hz). Κατά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, επρόκειτο για πρόβλημα ακοής το οποίο υφίστατο από την παιδική του ηλικία.

Εν συνεχεία, ο διευθυντής της φυλακής του Tartu απέλυσε τον προσφεύγοντα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εσθονικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του άρθρου 5 της κανονιστικής αυτής απόφασης, για τον λόγο ότι η ακουστική οξύτητά του δεν πληρούσε τα καθοριζόμενα από την κανονιστική απόφαση ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι είναι απολύτως αδύνατο να παραμείνει στα καθήκοντά του σωφρονιστικός υπάλληλος του οποίου η ακουστική οξύτητα δεν ανταποκρίνεται στα καθοριζόμενα από τη ρύθμιση αυτή ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου, χωρίς να επιτρέπει τη χρήση μέσων διόρθωσης κατά την εκτίμηση της τήρησης των απαιτήσεων σχετικά με την ακουστική οξύτητα.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι  το επίδικο δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι είναι απολύτως αδύνατο να παραμείνει στα καθήκοντά του σωφρονιστικός υπάλληλος σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά

4. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-791/19, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας - Παράβαση Κράτους-μέλους 

Η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε προσφυγή για παράβαση ασκηθείσα από την Επιτροπή κατά της Πολωνίας. Η Επιτροπή ζήτησε, μεταξύ άλλων, από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Πολωνία: α) επιτρέποντας τον χαρακτηρισμό του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων ως πειθαρχικού αδικήματος όσον αφορά τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων, β) μη διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πειθαρχικό τμήμα), στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει ο έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδονται επί πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών, γ) παρέχοντας στον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος διακριτική ευχέρεια κατά τον ορισμό του αρμόδιου σε πρώτο βαθμό πειθαρχικού δικαστηρίου σε υποθέσεις δικαστών των τακτικών δικαστηρίων παραβίασε  τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Πολωνία παραβίασε τις υποχρεώσεις της που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

5. ΔΕΕ Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Υπόθεση C-371/20, Peek & Cloppenburg KG, légalement représentée par Peek & Cloppenburg Düsseldorf Komplementär B.V. κατά Peek & Cloppenburg KG, légalement représentée par Van Graaf Management GmbH - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του σημείου 11, πρώτο τμήμα περιόδου, του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με το παράρτημα I της Οδηγίας, τιτλοφορούμενο «Εμπορικές πρακτικές οι οποίες, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, κρίνονται αθέμιτες» (ειδικότερα το σημείο 11) η «χρήση ανακοινώσεων στα μέσα, για την προώθηση ενός προϊόντος, πληρωμένων από τον εμπορευόμενο, χωρίς αυτό να γίνεται σαφές από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης ή από εικόνα ή ήχο σαφώς αναγνωρίσιμα από τον καταναλωτή (κεκαλυμμένη διαφήμιση)». H αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Peek & Cloppenburg KG, νομίμως εκπροσωπούμενης από την Peek & Cloppenburg Düsseldorf Komplementär BV και της Peek & Cloppenburg KG, νομίμως εκπροσωπούμενης από την Van Graaf Management GmbH, νομικώς και οικονομικώς ανεξάρτητων εταιριών, σχετικά με τον αθέμιτο χαρακτήρα διαφημιστικής ενέργειας.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το σημείο 11, πρώτο τμήμα περιόδου, του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι η προϋπόθεση πληρωμής την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή καλύπτει κάθε είδους παροχή εκ μέρους του εμπορευομένου και κάθε οικονομικό πλεονέκτημα παρεχόμενο από αυτόν προκειμένου να δημοσιευθεί ένα άρθρο και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η εν λόγω παροχή πρέπει να πραγματοποιείται ως άμεσο αντάλλαγμα για την ως άνω δημοσίευση.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το σημείο 11, πρώτο τμήμα περιόδου, του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι η προώθηση προϊόντος μέσω δημοσιεύσεως ανακοινώσεως στα μέσα είναι «πληρωμένη» από εμπορευόμενο, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν ο εμπορευόμενος παρέχει για τη δημοσίευση αντάλλαγμα έχον περιουσιακή αξία, είτε με τη μορφή της καταβολής χρηματικού ποσού είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, εφόσον υφίσταται βέβαιη σχέση μεταξύ της με τον τρόπο αυτό πραγματοποιούμενης πληρωμής από τον εμπορευόμενο και της εν λόγω δημοσιεύσεως. Τούτο συμβαίνει ιδίως σε περίπτωση δωρεάν παραχωρήσεως από τον εμπορευόμενο εικόνων που προστατεύονται από δικαιώματα χρήσεως, στις οποίες απεικονίζονται οι εμπορικές εγκαταστάσεις του εμπορευομένου και τα προϊόντα που αυτός εμπορεύεται.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Υπόθεση C-107/19XR κατά Dopravní podnik hl. m. Prahy, a.s., Προδικαστική

Η αίτηση αφορoύσε την ερμηνεία του άρθρου 2 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας, χρόνος εργασίας νοείται κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο 9ου τομέα Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία (Obvodní soud pro Prahu 9) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του XR και της Dopravní podnik hl. m. Prahy, akciová společnost (DPP), όσον αφορά την άρνηση της δεύτερης να καταβάλει στον XR το ποσό των 95 335 τσεχικών κορωνών (CZK) (περίπου 3 600 ευρώ), πλέον τόκων υπερημερίας, ως αμοιβή για τα διαλείμματα που αυτός έλαβε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του από τον Νοέμβριο του 2005 έως τον Δεκέμβριο του 2008.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν συνιστά «χρόνο εργασίας» ή «περίοδο ανάπαυσης», κατά την έννοια του άρθρου 2 της Οδηγίας 2003/88, το παρεχόμενο σε εργαζόμενο κατά τον χρόνο της ημερήσιας εργασίας διάλειμμα κατά τη διάρκεια του οποίου αυτός οφείλει, σε περίπτωση ανάγκης, να είναι σε θέση να αναχωρήσει εντός δύο λεπτών για άμεση επέμβαση και εάν ο περιστασιακός και απρόβλεπτος χαρακτήρας καθώς και η συχνότητα των επεμβάσεων αυτών κατά τον χρόνο του διαλείμματος ασκούν επίδραση στον εν λόγω χαρακτηρισμό.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το παρεχόμενο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά διάλειμμα συνιστά εργασία, εφόσον από τη σφαιρική εκτίμηση όλων των κρίσιμων περιστάσεων προκύπτει ότι οι δεσμεύσεις που επιβάλλονται στον εργαζόμενο, καθώς διαρκεί το διάλειμμα είναι τέτοιας φύσης ώστε να επηρεάζουν αντικειμενικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό την ευχέρειά του να διαχειρίζεται ελεύθερα τον χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου δεν απαιτείται να παρέχει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες και να τον αφιερώνει στα δικά του ενδιαφέροντα.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Υπόθεση C-718/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας – Προδικαστική

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από διάφορες διατάξεις της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ.

Η συγκεκριμένη απόφαση, μεταξύ άλλων, αφορούσε το περιεχόμενο της έννοιας της «κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης (ΚΟΕ)» στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου.

Το ΔΕΕ ως προς το ζήτημα  του ορισμού της ΚΟΕ διαπίστωσε ότι συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη των επιβαλλόμενων από την αρχή της ισότητας επιταγών της ομοιόμορφης εφαρμογής του εν λόγω δικαίου. Επομένως, το περιεχόμενο της ως άνω έννοιας δεν μπορεί να καθοριστεί με αναφορά στις γνωστές έννοιες του δικαίου των κρατών μελών ή των κατηγοριοποιήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο.

Επιπλέον, καθόσον το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 21, της οδηγίας 2009/72 και του άρθρου 2, σημείο 20, της Οδηγίας 2009/73 δεν μνημονεύει κανένα στοιχείο σχετικά με το έδαφος στο οποίο ασκεί τη δραστηριότητά της η ΚΟΕ ή τον τόπο της έδρας της, έπεται ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν επιβάλλουν κανέναν ρητό εδαφικό περιορισμό σε σχέση με την έννοια της «ΚΟΕ», βάσει του οποίου να πρέπει να θεωρηθεί ότι η έννοια αυτή αφορά τις δραστηριότητες που ασκούνται στο εσωτερικό της Ένωσης και μόνον.