Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 7/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιούνιος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-619/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατία της Πολωνίας – Προσφυγή επί παραβάσει

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε προσφυγή για παράβαση του ενωσιακού δικαίου και ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, α) μειώνοντας το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφαρμόζοντας το μέτρο αυτό στους εν ενεργεία δικαστές, που έχουν διορισθεί στο εν λόγω δικαστήριο πριν από τις 3 Απριλίου 2018, και β) παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του δικαστηρίου αυτού πέραν του νέου ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι οι ανωτέρω εθνικές ρυθμίσεις παραβίασαν την αρχή της ανεξαρτησίας και της ισοβιότητας των δικαστών.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, αρχικά, ότι: α) το άρθρο 49 ΣΕΕ υποδηλώνει ότι η Ένωση αποτελείται από Κράτη-μέλη, τα οποία έχουν αποδεχθεί τις οριζόμενες στο άρθρο 2 ΣΕΕ αξίες της ΕΕ, β) η αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης συνάδει με την καθιέρωση ενός δικαιοδοτικού συστήματος, προσανατολισμένου στη διασφάλιση της συνοχής και της ενότητας κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, γ) η Ένωση συνιστά μια ένωση δικαίου στο πλαίσιο της οποίας οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε αποφάσεως ή άλλης εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την εφαρμογή πράξεως της Ένωσης. Το ΔΕΕ τόνισε ότι, βάσει του άρθρου 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο ανατίθεται η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των Κρατών-μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό. Ωστόσο, οι εγγυήσεις αυτές περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαιρέσεως ή παύσεως τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Πολωνία, προβλέποντας τα ανωτέρω μέτρα παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-159/18, André Moens κατά Ryanair Ltd – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ανωτέρω Κανονισμού «Ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο του Τρίτου Καντονιού του Σαρλερουά του Βελγίου (juge de paix du troisième canton de Charleroi) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του André Moens και του αερομεταφορέα Ryanair Ldt σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να καταβάλει αποζημίωση στον ως άνω επιβάτη, του οποίου η πτήση είχε μεγάλη καθυστέρηση. Ας σημειωθεί ότι ο λόγος της καθυστέρησης ήταν η παρουσία καυσίμων στο διάδρομο απογείωσης – προσγείωσης του αεροδρομίου του Τρεβίζο και η καθυστέρηση είχε διάρκεια μεγαλύτερης των τριών ωρών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004, πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι η παρουσία καυσίμων σε διάδρομο προσγείωσης/απογείωσης, η οποία επέφερε τη διακοπή λειτουργίας του διαδρόμου αυτού και, κατά συνέπεια, τη μεγάλη καθυστέρηση πτήσης από ή προς το οικείο αεροδρόμιο εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων», όταν τα εν λόγω καύσιμα δεν προέρχονται από αεροσκάφος του αερομεταφορέα που εκτέλεσε την πτήση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η παρουσία καυσίμων σε διάδρομο προσγείωσης/απογείωσης η οποία επέφερε τη διακοπή λειτουργίας του διαδρόμου εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» και πρέπει να θεωρηθεί ως περίσταση που δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί ακόμη και εάν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-72/18, Daniel Ustariz Aróstegui κατά Departamento de Educación del Gobierno de Navarra – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4 της Συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της Συμφωνίας πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπεται ότι: «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο Παμπλόνας της Ισπανίας (Juzgado de lo Contencioso-Administrativo de Pamplona) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Daniel Ustariz Aróstegui και του Υπουργείου Παιδείας της Κυβερνήσεως της Αυτόνομης Κοινότητας της Ναβάρας σχετικά με την άρνηση του δεύτερου να χορηγήσει στον πρώτο μισθολογική προσαύξηση λόγω βαθμού. Ας σημειωθεί ότι ο D. Ustariz Aróstegui πληρούσε την αντικειμενική προϋπόθεση της προϋπηρεσίας έξι ετών και επτά μηνών στην άσκηση των καθηκόντων του, αλλά δεν πληρούσε την υποκειμενική προϋπόθεση που συνίσταται στην ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν  η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία επιφυλάσσει το ωφέλημα μισθολογικής προσαυξήσεως στους εκπαιδευτικούς που απασχολούνται στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, κατ’ αποκλεισμό ιδίως των εκπαιδευτικών που απασχολούνται ως συμβασιούχοι υπάλληλοι δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω επίδικη εθνική νομοθεσία αντίκειται στη ρήτρα 4 παρ. 1 της Συμφωνίας-πλαισίου.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-58/18, Michel Schyns κατά Belfius Banque SA - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 6, της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή, ούτως ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, με επεξήγηση, όπου απαιτείται, των πληροφοριών που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συγκεκριμένων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής από τον καταναλωτή. Τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόζουν τον τρόπο και την έκταση παροχής αυτής της βοήθειας καθώς επίσης και από ποιον παρέχεται, στις συγκεκριμένες περιστάσεις της κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας προσφέρεται η σύμβαση πίστωσης, στο πρόσωπο στο οποίο προσφέρεται και το είδος της παρεχόμενης πίστωσης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο καντονιού του Visé του Βελγίου (justice de paix du canton de Visé) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Michel Schyns και της Belfius Banque SA, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα της Dexia Banque Belgique, με αντικείμενο σύμβαση δανείου την οποία σύναψε ο M. Schyns με την Belfius με σκοπό τη χρηματοδότηση της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συλλεκτών από τη Home Vision SPRL. Ο M. Schyns ισχυρίστηκε ότι η Belfius του δάνεισε υπερβολικά μεγάλο ποσό λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων του.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 6, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στους πιστωτικούς φορείς ή στους μεσίτες πιστώσεων να αναζητούν το καταλληλότερο είδος και ύψος πίστωσης, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης του καταναλωτή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης και του σκοπού της πίστωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω επίδικη εθνική νομοθεσία.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 6, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει στον πιστωτικό φορέα να μη συνάψει τη σύμβαση πίστωσης εάν δεν μπορεί ευλόγως να εκτιμήσει, κατόπιν του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, ότι ο τελευταίος θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προτεινόμενη σύμβαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη εθνική νομοθεσία δεν αντιτίθεται στο άρθρο 5 παρ. 6 και το άρθρο 8 παρ. 1 τη Οδηγίας 2008/48.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-41/18, Meca Srl κατά Comune di Napoli – Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 57, παρ. 4, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 4 της ανωτέρω Οδηγίας «4. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν ή μπορούν να υποχρεώνονται από τα κράτη μέλη να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οποιονδήποτε οικονομικό φορέα σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις: [...] γ) εάν η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποδείξει, με κατάλληλα μέσα, ότι ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, το οποίο θέτει εν αμφιβόλω την ακεραιότητά του·[...], ζ) εάν ο οικονομικός φορέας έχει επιδείξει σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια κατά την εκτέλεση ουσιώδους υποχρεώσεως στο πλαίσιο προηγούμενης δημόσιας σύμβασης, προηγούμενης σύμβασης με αναθέτουσα αρχή ή προηγούμενης σύμβασης παραχώρησης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη καταγγελία της προηγούμενης σύμβασης, αποζημιώσεις ή άλλες παρόμοιες κυρώσεις·[…]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο της Περιφέρειας της Καμπανίας (Tribunale amministrativo regionale della Campania) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Meca Srl και του Δήμου της Νάπολης της Ιταλίας σχετικά με την απόφαση του Δήμου της Νάπολης να επιτρέψει στη Sirio Srl να συνεχίσει να συμμετέχει σε διαγωνισμό.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 57, παρ. 4, στοιχεία γʹ και ζʹ, της Οδηγίας 2014/24 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά της αποφάσεως περί λύσεως δημόσιας συμβάσεως που ελήφθη από αναθέτουσα αρχή λόγω σοβαρών πλημμελειών που επιδείχθηκαν κατά την εκτέλεσή της εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή που προκηρύσσει νέο διαγωνισμό να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση, κατά το στάδιο της επιλογής των διαγωνιζομένων, σχετικά με την αξιοπιστία του οικονομικού φορέα τον οποίο αφορά η ως άνω λύση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο της ΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-22/18, TopFit e.V. και Daniele Biffi κατά Deutscher Leichtathletikverband e.V. – Προδικαστική

H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18, 21 και 165 ΣΛΕΕ. H αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο Darmstadt της Γερμανίας (Amtsgericht Darmstadt) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς του TopFit eV (αθλητικό σωματείο) και Daniele Biffi (Ιταλός πολίτης) και της Deutscher Leichtathletikverband eV σχετικά με τους όρους συμμετοχής των υπηκόων άλλων Κρατών-μελών σε εθνικά ερασιτεχνικά πρωταθλήματα στην κατηγορία των αθλητών μεγαλύτερης ηλικίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 18, 21 και 165 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση εθνικής αθλητικής ομοσπονδίας κατά την οποία πολίτης της Ένωσης που είναι υπήκοος άλλου Κράτους-μέλους και διαμένει για διάστημα πολλών ετών στο έδαφος του Κράτους-μέλους (Γερμανία) όπου εδρεύει η ομοσπονδία αυτή, συμμετέχοντας ερασιτεχνικά σε αγώνες δρόμου στην κατηγορία των αθλητών μεγαλύτερης ηλικίας, δεν μπορεί να συμμετάσχει στα εθνικά πρωταθλήματα στα αγωνίσματα αυτά υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, καθόσον, ακόμη και αν πληροί όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις εκτός από εκείνη που αφορά την ιθαγένεια, μπορεί να συμμετάσχει στα πρωταθλήματα αυτά μόνον «εκτός συναγωνισμού» ή «άνευ συναγωνισμού», χωρίς να δικαιούται να λάβει μέρος στον τελικό και χωρίς να μπορεί να αποκτήσει τον τίτλο του εθνικού πρωταθλητή, ενδέχεται δε να μην του επιτραπεί καν η συμμετοχή στα πρωταθλήματα αυτά.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση αντιτίθεται στα προαναφερθέντα άρθρα του ενωσιακού δικαίου εκτός εάν η κανονιστική ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και ανάλογους προς τον θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-729/17, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας – Προσφυγή επί παραβάσει

Με την προσφυγή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες που πρέπει να αποτελούνται από έναν τουλάχιστον δικηγορικό σύλλογο και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο στην Ελλάδα, παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 15, παρ. 2, στοιχ. βʹ και γʹ, και παρ. 3, της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 στοιχ. β και γ της Οδηγίας 2006/123 «Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά τους συστήματα εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της από την τήρηση των ακόλουθων απαιτήσεων που δεν εισάγουν διακρίσεις: [...] β) απαίτηση που υποχρεώνει τον πάροχο υπηρεσιών να έχει συγκεκριμένη νομική μορφή· γ) απαιτήσεις όσον αφορά την κατοχή του κεφαλαίου εταιρίας·[…..]». 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες τις οποίες πρέπει να συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας, παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της Οδηγίας 2006/123.
Επιπλέον, το εν λόγω θεσμικό όργανο (Επιτροπή) ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία: 
α) υποβάλλοντας τη διαδικασία αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων σε προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων σχετικά με το περιεχόμενο των πιστοποιητικών και επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των ουσιωδών διαφορών και 
β) διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, υποχρεώνοντας τους αιτούντες διαπίστευσης της ιδιότητας του διαμεσολαβητή που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης (που λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια) να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, καθώς και από τα άρθρα 13 και 14, από το άρθρο 50, παρ. 1, και από το παράρτημα VII της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε και σε αυτή την περίπτωση το ανωτέρω ενωσιακό δίκαιο 

8. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-664/17, Ελληνικά Ναυπηγεία AE κατά Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος κ.λπ. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, στοιχ. αʹ και βʹ, της Οδηγίας 2001/23 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της ανωτέρω Οδηγίας «α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης. β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.» Η αίτηση υποβλήθηκε από τον Άρειο Πάγο στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ελληνικά Ναυπηγεία AE και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου και 89 ακόμη εργαζομένων με αντικείμενο την εκτέλεση των συμβάσεων εργασίας που είχαν αρχικώς συναφθεί μεταξύ των ως άνω διαδίκων. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν η Οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο τη Οδηγίας εφαρμόζεται στη ανωτέρω περίπτωση υπό την προϋπόθεση, ότι δεν επιτρέπεται στον μεταβιβάζοντα και στον διάδοχο να επιχειρήσουν δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την Οδηγία 2001/23 και ότι, αφετέρου, η επίμαχη παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.

9.ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-646/17, Ποινική δίκη κατά Gianluca Moro – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 1, του άρθρου 3, παρ. 1, στοιχ. γʹ, και του άρθρου 6, παρ. 1 έως 3, της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών καθώς και του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται άμεσα για τυχόν αλλαγές στην ενημέρωση η οποία παρέχεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Brindisi της Ιταλίας (Tribunale di Brindisi) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Gianluca Moro (κατηγορούμενος) για την τέλεση του αδικήματος της «αποδοχής προϊόντων εγκλήματος» και δη κοσμημάτων, κατά την έννοια του ιταλικού δικαίου, κατηγορία η οποία μετατράπηκε αργότερα, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, σε «κλοπή» των εν λόγω κοσμημάτων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6, παρ. 4, της Οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 48 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού στην περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, και όχι στην περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 4, της Οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 48 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση

10. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Υπόθεση C-573/17, Ποινική δίκη κατά Daniel Adam Popławski – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και του άρθρου 28, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωσης. Το άρθρο 28 της ανωτέρω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει ότι «1. Αιτήσεις οι οποίες παραλαμβάνονται πριν τις 5 Δεκεμβρίου 2011, εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες νομοθετικές πράξεις για τη μεταφορά καταδίκων. Αιτήσεις που παραλαμβάνονται μετά την ημερομηνία αυτή διέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. 2. Ωστόσο, κάθε κράτος μέλος δύναται, κατά τη στιγμή της υιοθέτησης της παρούσας απόφασης-πλαίσιο από το Συμβούλιο, να δηλώσει ότι, σε περιπτώσεις όπου η αμετάκλητη απόφαση έχει εκδοθεί πριν από την ημερομηνία την οποία προσδιορίζει, ως κράτος έκδοσης και εκτέλεσης, θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις υπάρχουσες νομικές πράξεις περί μεταφοράς καταδίκων που ίσχυαν πριν από τις 5 Δεκεμβρίου 2011. Αν έχει γίνει τέτοια δήλωση, οι πράξεις αυτές θα εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές σε σχέση με όλα τα λοιπά κράτη μέλη ασχέτως εάν έχουν προβεί ή όχι στην αυτή δήλωση. Η εν λόγω ημερομηνία δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της 5ης Δεκεμβρίου 2011. Η εν λόγω δήλωση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή». Η αίτηση υποβλήθηκε από το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο της εκτελέσεως στις Κάτω Χώρες ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από το περιφερειακό πρωτοδικείο Poznań της Πολωνίας εις βάρος του Daniel Adam Popławski, για τον σκοπό εκτελέσεως, στην Πολωνία, στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια Κράτους-μέλους οφείλουν να αφήνουν ανεφάρμοστη νομοθετική διάταξη του κράτους αυτού η οποία δεν είναι συμβατή προς τις διατάξεις αποφάσεως-πλαισίου. Ειδικότερα το άρθρο 6 παρ. 3 του νόμου περί παραδόσεως (OLW) που μεταφέρει στην Ολλανδική έννομη τάξη την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 όπως ίσχυε πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος για την αμοιβαία αναγνώριση εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων σε στερητικές της ελευθερίας ποινές μετά ή άνευ αναστολής (WETS), της 12ης Ιουλίου 2012 που θέτει σε εφαρμογή την απόφαση-πλαίσιο 2008/909, προέβλεπε τα ακόλουθα: «Σε περίπτωση αρνήσεως παραδόσεως αποκλειστικά βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2 […], η εισαγγελική αρχή γνωστοποιεί στη δικαστική αρχή εκδόσεως ότι είναι διατεθειμένη να αναλάβει την εκτέλεση της αποφάσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 της Συμβάσεως για τη μεταφορά καταδίκων, που υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 21 Μαρτίου 1983, ή σύμφωνα με τα οριζόμενα σε άλλη εφαρμοστέα σύμβαση». Ωστόσο, ο Υπουργός Ασφάλειας και Δικαιοσύνης των Κάτω Χωρών, έκρινε ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 δεν συνιστά σύμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, του OLW, όπως ίσχυε έως την έναρξη ισχύος του WETS. Το νομικό ζήτημα επικεντρώθηκε στο εάν είναι δυνατόν, βάσει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις της ολλανδικής νομοθεσίας που δεν είναι συμβατές προς τις διατάξεις αποφάσεως-πλαισίου, έστω και αν οι τελευταίες στερούνται άμεσου αποτελέσματος.
Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να αφήνουν ανεφάρμοστη διάταξη του εθνικού δίκαιου η οποία δεν είναι συμβατή προς τις διατάξεις αποφάσεως-πλαισίου, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές στερούνται άμεσου αποτελέσματος. Ωστόσο, οι αρχές των Κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, οφείλουν να προβαίνουν, κατά το μέτρο του δυνατού, σε μια σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας τους που να καθιστά δυνατή την επίτευξη ενός αποτελέσματος συμβατού με τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία απόφαση-πλαίσιο.