Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 02/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΜΑΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-924/19 PPU και C-925/19, FMS κ.λπ. κατά Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság και Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, της Οδηγίας 2013/33 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, και των άρθρων 1, 4, 6, 18, 47 και του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Szeged της Ουγγαρίας (Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, πρώτον, μεταξύ των FMS και FNZ, και της πρωτοβάθμιας αστυνομικής διεύθυνσης μετανάστευσης και της αρμόδιας για θέματα ασύλου αρχής, (C 924/19 PPU), και, δεύτερον, μεταξύ των SA και SA junior, και της πρωτοβάθμιας αστυνομικής διεύθυνσης μετανάστευσης καθώς και της αρμόδιας για θέματα ασύλου αρχής (C 925/19 PPU). Αντικείμενο της δίκης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αποτέλεσαν οι αποφάσεις των ανωτέρω αρχών, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις ασύλου των FMS και FNZ, καθώς και οι αιτήσεις των SA και SA junior ως απαράδεκτες και διετάχθη η απομάκρυνση των αιτούντων, σε συνδυασμό με απαγόρευση εισόδου και διαμονής στο ουγγρικό έδαφος για ένα έτος.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτης με την αιτιολογία ότι ο αιτών αφίχθη στο έδαφος του οικείου Κράτους-μέλους από το έδαφος κράτους στο οποίο δεν εκτίθεται σε διώξεις ή σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή εντός του οποίου εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-267/19, Parking d.o.o. κατά Sawal d.o.o., Υπόθεση C-323/19, Interplastics s. r. o. κατά της Letifico d.o.o. – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Εμπορικό Δικαστήριο του Ζάγκρεμπ της Κροατίας (Trgovački sud u Zagrebu) στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Parking d.o.o. και της Sawal d.o.o.( C-267/19) και, αφετέρου, της Interplastics s. r. o. και της Letifico d.o.o. (C-323/19), σχετικά με αιτήματα εισπράξεως εκκρεμών απαιτήσεων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ο Κανονισμός 1215/2012, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία εξουσιοδοτεί τους συμβολαιογράφους, που ενεργούν στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, επί τη βάσει εγγράφου το οποίο αποτελεί πλήρη απόδειξη, να εκδίδουν διαταγές εκτελέσεως, οι οποίες δεν μπορούν να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται σε άλλο Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός των συμβολαιογράφων σε διάφορα Κράτη-μέλη εξακολουθεί να συνδέεται με τις ιδιαιτερότητες των αντίστοιχων εννόμων τάξεων, δεδομένου του γεγονότος ότι ο Κανονισμός 1215/2012 δεν κατατείνει στο να επιβάλει μια συγκεκριμένη οργάνωση της δικαιοσύνης.
Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι στην εθνική έννομη τάξη έχουν θεσπισθεί εναλλακτικά μέσα παροχής ένδικης προστασίας, ήτοι η διεξαγόμενη ενώπιον δικαστηρίου διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, που είναι ικανά να αντισταθμίσουν τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα, που προκαλεί η απονομή στους συμβολαιογράφους της αρμοδιότητας εκδόσεως διαταγών εκτελέσεως στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως, που δεν αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε έτερα Κράτη-μέλη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη ρύθμιση δεν είναι αντίθετη με το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο. 

3. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-208/19, NK κατά MS και AS – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σημεία 3 και 4, του άρθρου 3, παρ. 3, στοιχ. στʹ, και του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 16 στοιχ. γ της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη δεν παρέχουν το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 15 για τις εξ αποστάσεως και εκτός εμπορικού καταστήματος συναπτόμενες συμβάσεις, όσον αφορά τα ακόλουθα:[…], γ) την προμήθεια αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Αστικών Υποθέσεων του Graz της Αυστρίας (Landesgericht für Zivilrechtssachen Graz) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της NK και, αφετέρου, του MS και της AS με αντικείμενο την καταβολή, από τον MS και την AS, αμοιβής για υπηρεσίες αρχιτέκτονα, που τους παρέσχε η NK. Ειδικότερα, οι MS και η AS, καταναλωτές κατά την έννοια της Οδηγίας 2011/83, συνήψαν με την NK, αρχιτέκτονα και έμπορο, εκτός των επαγγελματικών χώρων της τελευταίας, σύμβαση για τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας. Η NK διαβίβασε στον MS και στην AS το κατασκευαστικό σχέδιο που εκπόνησε, πρόχειρη συγκεντρωτική κατάσταση εξόδων, καθώς και τιμολόγιο ύψους 3.780 ευρώ για την παρασχεθείσα υπηρεσία. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο MS και η AS ενημέρωσαν την NK ότι δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την ποιότητα της εν λόγω υπηρεσίας και της γνωστοποίησαν ότι τερματίζουν την εργασιακή σχέση και υπαναχωρούν από την ανάθεση των σχετικών εργασιών σχεδιασμού. Η NK άσκησε αγωγή, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Αυστρίας, ζητώντας να υποχρεωθούν ο MS και η AS να της καταβάλουν αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες σχεδιασμού.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε,  ήταν αν το άρθρο 2, σημεία 3 και 4, καθώς και το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2011/83 έχουν την έννοια ότι συνιστά σύμβαση για την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή, δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει για τον καταναλωτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες του καταναλωτή, τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι δεν συνιστά σύμβαση για την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-641/18, LG κατά Rina SpA και Ente Registro Italiano Navale – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, και του άρθρου 2 του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του ΧΘΔΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Γένοβας της Ιταλίας (Tribunale di Genova) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των LG κ.λπ. και, αφετέρου, των Rina SpA και Ente Registro Italiano Navale σχετικά με την καταβολή από τις δεύτερες, δυνάμει αστικής ευθύνης, αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για την περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη και την ψυχική οδύνη, που υπέστησαν οι LG κ.λπ. λόγω του ναυαγίου του πλοίου Al Salam Boccaccio ’98, που σημειώθηκε μεταξύ 2ας και 3ης Φεβρουαρίου 2006 στην Ερυθρά Θάλασσα. Ειδικότερα, οι LG κ.λπ., συγγενείς των θυμάτων και επιζήσαντες επιβάτες του ναυαγίου του πλοίου Al Salam Boccaccio ‘98, ενήγαγαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου τις εταιρίες Rina, νηογνώμονες, που αναλαμβάνουν την κατάταξη και πιστοποίηση πλοίων, με εταιρική έδρα στη Γένοβα. Οι LG κ.λπ. αξίωσαν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, αντιστοίχως, για περιουσιακή ζημία καθώς και για ηθική βλάβη και ψυχική οδύνη λόγω πιθανής αστικής ευθύνης των εταιριών Rina, υποστηρίζοντας ότι οι εργασίες κατάταξης και πιστοποίησης του εν λόγω πλοίου, τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει οι εταιρίες Rina, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας με τη Δημοκρατία του Παναμά, προκειμένου το πλοίο αυτό να αποκτήσει τη σημαία του ως άνω κράτους, συνδέονται αιτιωδώς με το εν λόγω ναυάγιο. Οι εταιρίες Rina προέβαλαν τον ισχυρισμό της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του αιτούντος δικαστηρίου επικαλούμενες την αρχή του διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των αλλοδαπών κρατών. Ειδικότερα, κατά τις εταιρίες αυτές, οι εργασίες κατάταξης και πιστοποίησης, που εξετέλεσαν πραγματοποιήθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση της Δημοκρατίας του Παναμά και, κατά συνέπεια, συνιστούν εκδήλωση των κυριαρχικών προνομίων του εξουσιοδοτήσαντος κράτους.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν αν το άρθρο 1, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ασκούν δραστηριότητα κατάταξης και πιστοποίησης πλοίων για λογαριασμό και κατ’ εξουσιοδότηση τρίτου κράτους εμπίπτει στην έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, σε καταφατική δε περίπτωση, αν η περί ετεροδικίας αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου εμποδίζει την άσκηση, από το εθνικό δικαστήριο, της προβλεπόμενης από τον εν λόγω Κανονισμό διεθνούς δικαιοδοσίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ανωτέρω αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει στην έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, εφόσον η ως άνω δραστηριότητα δεν ασκείται βάσει προνομίων δημόσιας εξουσίας, υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Επιπροσθέτως, η περί ετεροδικίας αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου δεν εμποδίζει την άσκηση, από το εθνικό δικαστήριο, της προβλεπόμενης από τον εν λόγω Κανονισμό διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορά σχετική με τέτοια αγωγή, σε περίπτωση, που το ως άνω δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι οργανισμοί αυτοί δεν άσκησαν προνόμια δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-615/18, UY κατά Staatsanwaltschaft Offenburg – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και των άρθρων 21, 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13  «1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε. Η ενημέρωση αυτή είναι άμεση και δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του, συμπεριλαμβανομένης της αξιόποινης πράξης την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το αργότερο με τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο να παρέχονται λεπτομερή στοιχεία για την ποινική κατηγορία, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης και του είδους της συμμετοχής του κατηγορουμένου. 4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται άμεσα για τυχόν αλλαγές στην ενημέρωση η οποία παρέχεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πταισματοδικείο του Kehl, της Γερμανίας (Amtsgericht Kehl) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που κινήθηκε στη Γερμανία κατά του UY για εξ αμελείας οδήγηση χωρίς άδεια οδήγησης.  Ειδικότερα,  τον Ιούλιο του 2017, ο UY, οδηγός με μόνιμη διαμονή στην Πολωνία ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στη Γερμανία. Κατόπιν έκδοσης εισαγγελικής διάταξης, διόρισε αντίκλητο στη Γερμανία για την επίδοση δικαστικών εγγράφων. Εν συνεχεία, εξεδόθη καταδικαστική διάταξη σε βάρος του οδηγού, λόγω απομάκρυνσης από τον τόπο του ατυχήματος, με την οποία του επεβλήθη χρηματική ποινή και τρίμηνη απαγόρευση οδήγησης. Η καταδικαστική διάταξη επεδόθη στον αντίκλητο, ο οποίος τη διαβίβασε στον οδηγό στην Πολωνία με επιστολή. Δεν είναι γνωστό αν ο οδηγός παρέλαβε πράγματι την επιστολή αυτή. Κατά της εν λόγω καταδικαστικής διάταξης δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο. Η διάταξη κατέστη αμετάκλητη.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 21, 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους -μέλους βάσει της οποίας ένα πρόσωπο που διαμένει σε άλλο Κράτος-μέλος τιμωρείται ποινικώς εάν δεν συμμορφωθεί με διαταγή –από την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αποκτά ισχύ δεδικασμένου– με την οποία του επιβλήθηκε απαγόρευση οδήγησης, έστω και αν, αφενός, η προθεσμία των δύο εβδομάδων για την προβολή αντιρρήσεων κατά της διαταγής αυτής αρχίζει να τρέχει από την επίδοσή της όχι στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αλλά στον αντίκλητό του, και, αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο αγνοούσε την ύπαρξη της διαταγής κατά τον χρόνο κατά τον οποίο παραβίασε την απαγόρευση οδήγησης που επιβλήθηκε με αυτήν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ έχει την έννοια ότι α) δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας η προθεσμία των δύο εβδομάδων για την προβολή αντιρρήσεων κατά διαταγής με την οποία επιβλήθηκε σε ένα πρόσωπο απαγόρευση οδήγησης αρχίζει να τρέχει από την επίδοσή της στον αντίκλητο του προσώπου αυτού, εφόσον, από τη στιγμή κατά την οποία το εν λόγω πρόσωπο λαμβάνει γνώση της διαταγής, διαθέτει πράγματι προθεσμία δύο εβδομάδων για να προβάλει αντιρρήσεις κατ’ αυτής και εφόσον η παραγωγή των αποτελεσμάτων της διαταγής αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της ως άνω προθεσμίας και β) αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, με την οποία του επιβλήθηκε απαγόρευση οδήγησης, έστω και αν το πρόσωπο αυτό αγνοούσε την ύπαρξη της εν λόγω διαταγής κατά τον χρόνο κατά τον οποίο παραβίασε την ανωτέρω διαταγή.

6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-17/19, Ποινική δίκη κατά Bouygues travaux publics κ.λπ. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 του Κανονισμού 574/72 περί του τρόπου εφαρμογής του Κανονισμού 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους, που διακινούνται εντός της Κοινότητας και του άρθρου 19 του Κανονισμού 987/2009 για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας Cour de cassation στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που κινήθηκε κατά των εταιριών Bouygues travaux publics (Bouygues), Elco construct Bucarest (Elco) και Welbond armatures (Welbond) για αδήλωτη εργασία και για παράνομο δανεισμό εργαζομένων. Ειδικότερα, η Bouygues, εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία, μετά την ανάθεση σε αυτήν συμβάσεων για την κατασκευή στη Flamanville (Γαλλία) πυρηνικού αντιδραστήρα νέας γενιάς, σύστησε με δύο άλλες εταιρίες, για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, συμμετοχική εταιρία, η οποία ανέθεσε υπεργολαβικά τις συμβάσεις σε όμιλο οικονομικού σκοπού, αποτελούμενο, κυρίως, από τη Welbond, εταιρία επίσης εγκατεστημένη στη Γαλλία. Ο εν λόγω όμιλος προσέφυγε, αφενός, σε άλλους υπεργολάβους, μεταξύ των οποίων η Elco, εταιρία εγκατεστημένη στη Ρουμανία, και, αφετέρου, στην Atlanco Ltd, εταιρία ευρέσεως προσωρινής εργασίας εγκατεστημένη στην Ιρλανδία, η οποία διέθετε θυγατρική στην Κύπρο και γραφείο στην Πολωνία. Η Αρχή πυρηνικής ασφάλειας (ASN) και στη συνέχεια οι αστυνομικές αρχές, άσκησαν διώξεις κατά των εταιριών Bouygues, Welbond και Elco για γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2008 και Οκτωβρίου 2012, ιδίως για αδήλωτη εργασία και παράνομο δανεισμό εργαζομένων όσον αφορά τις δύο πρώτες εταιρίες και αδήλωτη εργασία όσον αφορά την τρίτη εταιρία.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο αʹ, το άρθρο 12α, σημείο 2, στοιχείο αʹ, και σημείο 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 574/72, καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 έχουν την έννοια ότι πιστοποιητικό E 101, το οποίο χορηγήθηκε από τον αρμόδιο φορέα Κράτους-μέλους, βάσει του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, ή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, σε εργαζόμενους που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος μέλος, και πιστοποιητικό A 1, το οποίο χορηγήθηκε από τον φορέα αυτόν, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, ή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του Κανονισμού 883/2004, στους εν λόγω εργαζόμενους, δεσμεύουν τα δικαστήρια του τελευταίου αυτού Κράτους μέλους όχι μόνο σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης αλλά και σε θέματα εργατικού δικαίου.
Ειδικότερα, το ανωτέρω νομικό ζήτημα προέκυψε στο πλαίσιο ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν, ιδίως, για αδήλωτη εργασία κατά εργοδοτών που χρησιμοποίησαν στη Γαλλία, κατά την περίοδο από το 2008 έως το 2012, εργαζόμενους που καλύπτονταν από πιστοποιητικά Ε 101 ή Α1 εκδοθέντα, κατά περίπτωση, λόγω απόσπασης εργαζομένων ή ασκήσεως μισθωτών δραστηριοτήτων σε πλείονα κράτη μέλη, χωρίς να έχουν υποβάλει στις αρμόδιες γαλλικές αρχές την επιβαλλόμενη από τον code du travail (εργατικό κώδικα) δήλωση πριν από την πρόσληψη. Με άλλα λόγια στην συγκεκριμένη απόφαση εξετάστηκε η σημασία των εν λόγω πιστοποιητικών για την εφαρμογή στους συγκεκριμένους εργαζόμενους της εργατικής νομοθεσίας του Κράτους-μέλους υποδοχής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι τα πιστοποιητικά δεσμεύουν τα δικαστήρια του τελευταίου Κράτους-μέλους υποδοχής μόνο σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-15/19, A.m.a. - Azienda Municipale Ambiente SpA κατά Consorzio Laziale Rifiuti – Co.La.Ri. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 10 και 14 της Οδηγίας 1999/31 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι δαπάνες κατασκευής και λειτουργίας ενός χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται, στο μέτρο του δυνατού, το κόστος της χρηματοοικονομικής ή ισοδύναμης εγγύησης που αναφέρεται στο άρθρο 8 στοιχείο α) σημείο iv), καθώς και το κατ᾽ εκτίμηση κόστος της παύσης λειτουργίας του χώρου και της μετέπειτα φροντίδας για το χώρο αυτό για χρονική περίοδο τουλάχιστον τριάντα ετών, καλύπτονται από την τιμή που χρεώνει ο φορέας εκμετάλλευσης για τη διάθεση οποιουδήποτε τύπου αποβλήτων στον εν λόγω χώρο. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1990, σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος [(ΕΕ 1990, L 158, σ. 56)], τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διαφάνεια κατά τη συλλογή και χρήση όλων των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με το κόστος.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της A.m.a. – Azienda Municipale Ambiente SpA (A.M.A.), φορέα που είναι υπεύθυνος για την αποκομιδή και την υγειονομική ταφή στερεών αστικών αποβλήτων για τον Δήμο της Ρώμης (Ιταλία), και της Consorzio Laziale Rifiuti (Co.La.Ri.), φορέα εκμετάλλευσης του χώρου υγειονομικής ταφής της Malagrotta (περιφέρεια Λατίου, Ιταλία), με αντικείμενο την αύξηση της οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγεται η υποχρέωση της Co.La.Ri. να διασφαλίζει τη συντήρηση του εν λόγω χώρου υγειονομικής ταφής για περίοδο τουλάχιστον 30 τριάντα ετών, αντί της αρχικής πρόβλεψης για 10 έτη, μετά την παύση λειτουργίας του. Ειδικότερα, δυνάμει σύμβασης, η A.M.A. ανέθεσε στην Co.La.Ri., τη δραστηριότητα διάθεσης των στερεών αστικών αποβλήτων διά υγειονομικής ταφής στον χώρο της Malagrotta. Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10 της Οδηγίας 1999/31, η διάρκεια της μετέπειτα μέριμνας για τον χώρο της Malagrotta μετά την παύση της λειτουργίας του παρατάθηκε στα 30 έτη, αντί των 10 ετών, που προέβλεπε αρχικώς η εν λόγω σύμβαση
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν αν τα άρθρα 10 και 14 της Οδηγίας 1999/31 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ερμηνεία εθνικής διάταξης κατά την οποία ένας ΧΥΤΑ που ήταν εν λειτουργία κατά τον χρόνο μεταφοράς της Οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη πρέπει να υπόκειται στις απορρέουσες από την Οδηγία υποχρεώσεις, και ιδίως στην παράταση της περιόδου μετέπειτα μέριμνας για τον συγκεκριμένο ΧΥΤΑ, χωρίς να χρειάζεται να γίνεται διάκριση ανάλογα με την ημερομηνία εναποθήκευσης των αποβλήτων ούτε να προβλέπονται μέτρα για τον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων της παράτασης έναντι του κατόχου των αποβλήτων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 10 και 14 της Οδηγίας 1999/31 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω ερμηνεία της εθνικής ρύθμισης.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-796/18, Informatikgesellschaft für Software-Entwicklung (ISE) mbH κατά Stadt Köln – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 1, σημείο 5, και του άρθρου 12, παρ. 4, της οδηγίας 2014/24 σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Το άρθρο 2, παρ. 1, σημείο 5, της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει ως «δημόσιες συμβάσεις» τις «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσότερων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών». Επιπροσθέτως, το άρθρο 12 παρ. 4 της Οδηγίας 2014/24 «Μια σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) η σύμβαση καθιερώνει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επιδίωξη των κοινών τους στόχων· β) η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος· και γ) οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές εκτελούν στην ανοικτή αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο του Ντίσελντορφ (Oberlandesgericht Düsseldorf) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Informatikgesellschaft für Software-Entwicklung (ISE) mbH και του Stadt Köln (Δήμου Κολωνίας, Γερμανία), σχετικά με δύο συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ του Δήμου Κολωνίας και του Ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου της Γερμανίας και προέβλεπαν τη δωρεάν διάθεση προς τον δήμο αυτόν ενός λογισμικού για τη διαχείριση των επεμβάσεων των πυροσβεστών και τη συνεργασία για την ανάπτυξη του εν λόγω λογισμικού, αντίστοιχα.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 12, παρ. 4, της Οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι η συνεργασία μεταξύ αναθετουσών αρχών μπορεί να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η Οδηγία, όταν η εν λόγω συνεργασία αφορά δραστηριότητες παρεπόμενες των δημοσίων υπηρεσιών τις οποίες οφείλει να παρέχει, έστω και χωριστά, κάθε συνεργαζόμενο μέρος, εφόσον οι παρεπόμενες αυτές δραστηριότητες συμβάλλουν στην πραγματική παροχή των εν λόγω δημοσίων υπηρεσιών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 12, παρ. 4, της Οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι η συνεργασία μεταξύ αναθετουσών αρχών, σύμφωνα με τα ανωτέρω  μπορεί να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. 

9. Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-547/18, Dong Yang Electronics Sp. z o.o. κατά Dyrektor Izby Administracji Skarbowej we Wrocławiu

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 44 της Οδηγίας 2006/112 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με το άρθρο 44 της ανωτέρω Οδηγίας «Ο τόπος παροχής υπηρεσιών σε υποκείμενο στον φόρο, ο οποίος ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή, είναι ο τόπος όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας. Ωστόσο, εάν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται σε μόνιμη εγκατάσταση του υποκειμένου στον φόρο που βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο όπου έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας, ως τόπος παροχής των υπηρεσιών αυτών θεωρείται ο τόπος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάστασή του. Ελλείψει τέτοιας έδρας ή μόνιμης εγκατάστασης, ως τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται ο τόπος της μόνιμης κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του υποκείμενου στον φόρο στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες.» Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Dong Yang Electronics sp. z o.o. (στο εξής: Dong Yang) και του Dyrektor Izby Administracji Skarbowej we Wrocławiu (διευθυντή της φορολογικής αρχής του Βρότσλαβ, Πολωνία) με αντικείμενο απόφαση του δεύτερου με την οποία επιβλήθηκε στην εταιρία αυτή καθυστερούμενος φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 44 της Οδηγίας 2006/112, έχει την έννοια ότι ο παρέχων υπηρεσίες μπορεί να συναγάγει ότι μια εδρεύουσα σε τρίτο κράτος εταιρία έχει μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος Κράτους μέλους απλώς και μόνον από το γεγονός ότι η εταιρία αυτή διαθέτει θυγατρική στο εν λόγω Κράτος-μέλος, ή εάν ο παρέχων υπηρεσίες υποχρεούται, προκειμένου να εξακριβώσει εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πληροφορηθεί τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των δύο εταιριών
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ο παρέχων υπηρεσίες δεν μπορεί να συναγάγει ότι μια εδρεύουσα σε τρίτο κράτος εταιρία έχει μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος Κράτους-μέλους απλώς και μόνον από το γεγονός ότι η εταιρία αυτή διαθέτει θυγατρική στο εν λόγω Κράτος-μέλος και  ότι ο παρέχων υπηρεσίες δεν υποχρεούται, προκειμένου να εξακριβώσει εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πληροφορηθεί τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των δύο εταιριών.

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου