Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-754/18, Ryanair Designated Activity Company κατά Országos Rendőr-főkapitányság - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5, 10 και 20 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Το άρθρο 20 της ανωτέρω Οδηγίας προβλέπει ότι «1. Τα κράτη μέλη χορηγούν στα δικαιούχα μόνιμης διαμονής μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους δελτίο μόνιμης διαμονής εντός εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης. Το δελτίο μόνιμης διαμονής ανανεώνεται αυτοδικαίως ανά δεκαετία. 2. Η αίτηση χορήγησης δελτίου μόνιμης διαμονής πρέπει να υποβάλλεται πριν από τη λήξη της ισχύος του δελτίου διαμονής. […]». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/38 «Στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους επιβάλλεται μόνο θεώρηση εισόδου σύμφωνα με τον κανονισμό 539/2001 ή, ενδεχομένως, με το εθνικό δίκαιο. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής προβλεπομένου στο άρθρο 10, απαλλάσσει τα εν λόγω μέλη της οικογένειας από την απαίτηση θεώρησης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Δικαστήριο Διοικητικών και Εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης της Ουγγαρίας (Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ryanair Designated Activity Company και του αρχηγείου της αστυνομίας, όσον αφορά πρόστιμο που επιβλήθηκε στην εταιρία αυτή. Ειδικότερα, η αστυνομία του αερολιμένα Βουδαπέστης Liszt Ferenc (Ουγγαρία) διενήργησε έλεγχο των επιβατών μιας πτήσης από το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), που πραγματοποίησε η Ryanair DAC. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ένας επιβάτης, Ουκρανικής ιθαγένειας, ο οποίος κατείχε μη βιομετρικό διαβατήριο, καθώς και ισχύον δελτίο μόνιμης διαμονής το οποίο χορηγήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 της Οδηγίας αυτής, δεν διέθετε θεώρηση εισόδου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι η κατοχή του δελτίου μόνιμης διαμονής, που προβλέπεται στο άρθρο 20 της Οδηγίας αυτής απαλλάσσει πρόσωπο που δεν έχει την ιθαγένεια Κράτους-μέλους, αλλά είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση για την είσοδο στην επικράτεια των Κρατών-μελών.
Το ΔΕΕ έκρινε, σύμφωνα με το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο, ότι η κατοχή του δελτίου διαμονής απαλλάσσει το πρόσωπο, που είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της ΕΕ, (αλλά δεν έχει το ίδιο την ευρωπαϊκή ιθαγένεια) από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση προκειμένου να εισέλθει στην επικράτεια των Κρατών-μελών.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι η κατοχή δελτίου μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 20 της Οδηγίας απαλλάσσει το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι κάτοχος του δελτίου αυτού από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση εισόδου, όταν το δελτίο αυτό έχει εκδοθεί από Κράτος-μέλος το οποίο δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία εφαρμόζεται αδιακρίτως στο σύνολο των Κρατών-μελών, είτε αυτά ανήκουν στον χώρο Σένγκεν είτε όχι. Έτσι, το ΔΕΕ έκρινε ότι η κατοχή του δελτίου μόνιμης διαμονής, το οποίο έχει χορηγηθεί από Κράτος-μέλος, που δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν, απαλλάσσει το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι κάτοχος του δελτίου αυτού από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση εισόδου.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-634/18, Ποινική δίκη κατά JI - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της απόφασης-πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 στοιχ. α της απόφασης-πλαισίου «Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) να επισύρουν μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας μεταξύ πέντε και δέκα ετών τουλάχιστον σε καθεμία από τις ακόλουθες περιστάσεις: α) όταν το έγκλημα αφορά μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Słupsk, της Πολωνίας (Sąd Rejonowy w Słupsku) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του JI για παράνομη κατοχή σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 2, στοιχ. αʹ, της Απόφασης-Πλαισίου 2004/757, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχείο γʹ, της ίδιας απόφασης-πλαισίου, καθώς και τα άρθρα 20, 21 και 49 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε Κράτος-μέλος να χαρακτηρίζει ως αξιόποινη πράξη την κατοχή σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών τόσο για σκοπούς προσωπικής κατανάλωσης όσο και για σκοπούς παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, καταλείποντας την ερμηνεία της έννοιας της «σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών» στην κατά περίπτωση εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε Κράτος-μέλος να χαρακτηρίζει ως αξιόποινη πράξη την κατοχή σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών τόσο για σκοπούς προσωπικής κατανάλωσης όσο και για σκοπούς παράνομης διακίνησης ναρκωτικών σύμφωνα με τα ανωτέρω.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-588/18, Federación de Trabajadores Independientes de Comercio (Fetico) κ.λπ. κατά Grupo de Empresas DIA S.A. και Twins Alimentación S.A. - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5 και 7 της Οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 7 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας ανάπαυσης, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3. Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί να ορίζεται ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης 24 ωρών.». Επίσης, το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88, ορίζει «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειδικό Ανώτερο Δικαστήριο της Ισπανίας (Audiencia Nacional) στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και, αφετέρου, του ομίλου εταιριών DIA SA και της εταιρίας Twins Alimentación SA, σχετικά με συλλογικές συγκρούσεις εργασίας που αφορούν τους όρους χορηγήσεως των ειδικών αδειών μετ’ αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως του ομίλου εταιριών Dia SA και της εταιρίας Twins Alimentación SA.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε αν τα άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, που δεν παρέχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις ειδικές άδειες, τις οποίες προβλέπει η ως άνω κανονιστική ρύθμιση τις ημέρες, κατά τις οποίες οι εν λόγω εργαζόμενοι οφείλουν να εργάζονται, εφόσον οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις για τις οποίες χορηγούνται οι ειδικές άδειες ανακύπτουν στις περιόδους εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής έναντι της ανωτέρω εθνικής ρυθμίσεως.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-762/18 και C-37/19 QH και CV κατά Varhoven kasatsionen sad na Republika Bulgaria και Iccrea Banca SpA Istituto Centrale del Credito Cooperativo - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και του άρθρου 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το  άρθρο 7 της Οδηγίας, «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της αδείας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το περιφερειακό δικαστήριο Χάσκοβο της Βουλγαρίας (Rayonen sad Haskovo) (C‑762/18) και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte suprema di cassazione) (C‑37/19) στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ της QH και του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, σχετικά με την εφαρμογή από το δεύτερο νομολογίας φερόμενης ως ασύμβατης προς το δίκαιο της Ένωσης, με αποτέλεσμα να στερηθεί η QH την αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσής της και της επαναπρόσληψής της (C‑762/18), και, αφετέρου, μεταξύ της CV και της Iccrea Banca SpA με αντικείμενο παρόμοια πραγματικά περιστατικά (υπόθεση C‑37/19).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία δυνάμει της οποίας εργαζόμενος που απολύθηκε παρανόμως και στη συνέχεια επαναπροσλήφθηκε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατόπιν της ακυρώσεως της απόλυσής του με δικαστική απόφαση, δεν δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόλυσης και της επαναπρόσληψης, για τον λόγο ότι, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, δεν παρείχε πραγματική εργασία στον εργοδότη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο δίκαιο της ΕΕ αντιτίθεται στο επίμαχο εθνικό δίκαιο

5. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-581/18 RB κατά TÜV Rheinland LGA Products GmbH και Allianz IARD S.A. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Εφετείο Φρανγκφούρτης της Γερμανίας (Oberlandesgericht Frankfurt am Main) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της RB, γερμανικής ιθαγένειας, και, αφετέρου, της TÜV Rheinland LGA Products GmbH (TÜV Rheinland) και της ασφαλιστικής εταιρίας Allianz IARD SA (Allianz), σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως για τη βλάβη που προκάλεσε στην ενάγουσα της κύριας δίκης η τοποθέτηση ελαττωματικών εμφυτευμάτων στήθους. Ειδικότερα, η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε ασφαλιστική σύμβαση συναφθείσα μεταξύ της Allianz και του κατασκευαστή εμφυτευμάτων στήθους PIP, η οποία περιελάμβανε ρήτρα περιορίζουσα τη γεωγραφική έκταση της ασφαλιστικής καλύψεως της αστικής ευθύνης από την παραγωγή των εμφυτευμάτων αυτών στις ζημίες που επέρχονταν στη μητροπολιτική Γαλλία ή στα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα και εδάφη. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω ρήτρας με το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αυτή δεν προβλέπει ότι η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη εκτείνεται στις ζημίες που επέρχονται στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης, γεγονός που δύναται να συνεπάγεται έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, η οποία απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από τη διάταξη αυτή
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 18 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται επί ρήτρας, η οποία περιλαμβάνεται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ ασφαλιστικής εταιρίας και κατασκευαστή ιατροτεχνολογικών προϊόντων και η οποία περιορίζει τη γεωγραφική εμβέλεια της ασφαλιστικής καλύψεως της αστικής ευθύνης από τα προϊόντα αυτά στις ζημίες που επέρχονται στο έδαφος ενός και μόνον Κράτους- μέλους, δεδομένου ότι μια τέτοια κατάσταση δεν εμπίπτει, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού.

6. ΔΕΕ,  απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-301/18, Thomas Leonhard κατά DSL-Bank – eine Niederlassung der DB Privat- und Firmenkundenbank AG – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 4, της Οδηγίας 2002/65, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 4 της ανωτέρω Οδηγίας «Ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει στον καταναλωτή, το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών, όλα τα ποσά που έχει λάβει από αυτόν σύμφωνα με την εξ αποστάσεως σύμβαση, με εξαίρεση το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η προθεσμία αρχίζει να μετράται από την ημέρα που ο προμηθευτής παραλαμβάνει την κοινοποίηση της υπαναχώρησης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βόννης, Γερμανία (Landgericht Bonn) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Thomas Leonhard και της DSL-Bank σχετικά με την εκ μέρους του Τ. Leonhard άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση δανείου συναφθείσα εξ αποστάσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 4, της Οδηγίας 2002/65 έχει την έννοια ότι, όταν καταναλωτής ασκεί το δικαίωμά υπαναχώρησης από σύμβαση δανείου συναφθείσα εξ αποστάσεως με προμηθευτή, ο καταναλωτής δικαιούται να του επιστραφούν από τον προμηθευτή, το κεφάλαιο και οι τόκοι που κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης, πλην όμως δεν μπορεί να λάβει αποζημίωση για τη χρήση των εν λόγω κεφαλαίου και τόκων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι, όταν καταναλωτής ασκεί το δικαίωμά του υπαναχώρησης από σύμβαση δανείου δικαιούται να του επιστραφούν από τον προμηθευτή, το κεφάλαιο και οι τόκοι που κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης, πλην όμως δεν μπορεί να λάβει αποζημίωση για τη χρήση των εν λόγω κεφαλαίου και τόκων.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-495/19, Kancelaria Medius SA z siedzibą w Krakowie κατά RN – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/13 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Poznań (Πολωνία) (Sąd Okręgowy w Poznaniu) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Kancelaria Medius SA και του RN σχετικά με φερόμενη οφειλή του RN στο πλαίσιο συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ερμηνεία εθνικής διατάξεως σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο το οποίο εκδικάζει αγωγή, ασκηθείσα από επαγγελματία κατά καταναλωτή, ερήμην του καταναλωτή λόγω μη παραστάσεώς του α) δεν μπορεί να διατάξει την αναγκαία διεξαγωγή αποδείξεων για να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στις οποίες στήριξε το αίτημά του ο επαγγελματίας, όταν το εν λόγω δικαστήριο έχει αμφιβολίες σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών και β) πρέπει να αποφανθεί επί τη βάσει των ισχυρισμών του επαγγελματία, τους οποίους οφείλει να δεχθεί ως αληθείς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στις ανωτέρω εθνικές ρυθμίσεις. 

8. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-219/19, Parsec Fondazione Parco delle Scienze e della Cultura κατά Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti και Autorità nazionale anticorruzione (ANAC) – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 80, παρ. 2, της Οδηγίας 2014/24 σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 80 της ανωτέρω Οδηγίας, «2. Το δικαίωμα συμμετοχής στους διαγωνισμούς μελετών δεν περιορίζεται: α) με αναφορά στην επικράτεια ή σε τμήμα της επικράτειας κράτους μέλους, β) από το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες θα έπρεπε να είναι, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου διοργανώνεται ο διαγωνισμός μελετών, είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per il Lazio) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Parsec Fondazione Parco delle Scienze e della Cultura (Parsec) και του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και της εθνικής αρχής για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με αντικείμενο την απόφαση με την οποία η εν λόγω αρχή απέρριψε την αίτηση εγγραφής του Parsec στο εθνικό μητρώο τεχνικών εταιριών και επαγγελματιών στους οποίους επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών αρχιτέκτονα και μηχανικού.
Το νομικό ζήτημα ήταν αν το άρθρο 80, παρ. 2, της Οδηγίας 2014/24, έχει την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία αποκλείει τη συμμετοχή μη κερδοσκοπικών φορέων σε διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων για την παροχή υπηρεσιών μηχανικού και αρχιτέκτονα, μολονότι το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει στους φορείς αυτούς το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο των δημοσίων συμβάσεων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στο ανωτέρω επίμαχο ενωσιακό δίκαιο. 

9 . ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-74/19 LE κατά Transportes Aéreos Portugueses SA – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Λισσαβώνας (Πορτογαλία) (Tribunal Judicial da Comarca de Lisboa) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του LE και της Transportes Aéreos Portugueses SA (ΤΑΡ), που είναι αερομεταφορέας, σχετικά με την άρνηση της τελευταίας να καταβάλει αποζημίωση στον εν λόγω επιβάτη του οποίου η πτήση είχε μεγάλη καθυστέρηση.
Ειδικότερα, η καθυστέρηση προκλήθηκε από το γεγονός ότι το αεροσκάφος που εξετέλεσε την εν λόγω πτήση χρειάστηκε, κατά την πτήση του από τη Λισσαβώνα στη Fortaleza, να αλλάξει πορεία και να προσγειωθεί στη Las Palmas της Gran Canaria (Ισπανία), προκειμένου να αποβιβασθεί ένας ενοχλητικός επιβάτης ο οποίος είχε δαγκώσει έναν συνεπιβάτη του και είχε επιτεθεί σε άλλους συνεπιβάτες καθώς και στα μέλη του πληρώματος θαλάμου επιβατών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι η ενοχλητική συμπεριφορά επιβάτη, η οποία δικαιολόγησε την εκ μέρους του κυβερνήτη του αεροσκάφους αλλαγή πορείας της οικείας πτήσης προς αερολιμένα διαφορετικό από εκείνον της άφιξης προκειμένου να αποβιβασθεί ο εν λόγω επιβάτης μετά των αποσκευών του, εμπίπτει στον όρο «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης.
Σύμφωνα με την παγία νομολογία του ΔΕΕ μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «έκτακτες περιστάσεις», τα γεγονότα εκείνα τα οποία, ως εκ της φύσεως ή των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο, οι δε δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω περιγραφόμενο συμβάν εμπίπτει στον όρο «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, εκτός αν ο πραγματικός αερομεταφορέας συνέτεινε στην εκδήλωση της συμπεριφοράς αυτής ή παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων που προμήνυαν τέτοια συμπεριφορά, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

10. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-786/18, ratiopharm GmbH κατά Novartis Consumer Health GmbH

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 96, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2001/83 περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση. Σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του ανωτέρω άρθρου «1. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατόν να χορηγούνται δωρεάν δείγματα μόνον στα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν φάρμακα ή να χορηγούν τις σχετικές συνταγές υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι πρόκειται για μικρό αριθμό δειγμάτων ετησίως που πρέπει να περιορίζεται ανά φάρμακο και ανά άτομο εξουσιοδοτημένο να χορηγεί συνταγή, β) κάθε προσφορά δειγμάτων, πρέπει να ανταποκρίνεται σε γραπτή αίτηση του χορηγούντος τη συνταγή, με ημερομηνία και υπογραφή, γ) ο προμηθευτής δειγμάτων διαθέτει επαρκές σύστημα ελέγχου και ευθύνης, δ) Τα δείγματα δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα από τη μικρότερη εμπορική συσκευασία, ε)  τα δείγματα πρέπει να φέρουν την ένδειξη “δωρεάν ιατρικό δείγμα – απαγορεύεται η πώληση”, ή άλλη ανάλογη ένδειξη, στ) τα δείγματα πρέπει να συνοδεύονται από αντίγραφο της συνοπτικής περιγραφής των χαρακτηριστικών του προϊόντος, ζ) δεν παρέχεται κανένα δείγμα φαρμάκων που περιέχουν ψυχοτρόπες ουσίες ή ναρκωτικά, κατά την έννοια των διεθνών συμβάσεων, όπως η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1961 και του 1971. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν περαιτέρω τη διανομή δειγμάτων ορισμένων φαρμάκων.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ratiopharm GmbH και της Novartis Consumer Health GmbH (Novartis), σχετικά με αίτημα της Novartis να απαγορευθεί στη ratiopharm να διανέμει στους φαρμακοποιούς δωρεάν δείγματα φαρμάκων. Ειδικότερα, η Novartis παρασκευάζει και εμπορεύεται το φάρμακο Voltaren Schmerzgel, που περιέχει τη δραστική ουσία Diclofenac (δικλοφενάκη). Η ratiopharm εμπορεύεται το φάρμακο Diclo-ratiopharm-Schmerzgel, το οποίο επίσης περιέχει τη δραστική ουσία Diclofenac (δικλοφενάκη) και το οποίο χορηγείται αποκλειστικά και μόνον από τα φαρμακεία. Το 2013, συνεργάτες της ratiopharm χορήγησαν δωρεάν σε Γερμανούς φαρμακοποιούς συσκευασίες του φαρμάκου αυτού προοριζόμενες προς πώληση, σε περιορισμένο μορφότυπο, με την ένδειξη «για σκοπούς επιδείξεως». Η Novartis θεώρησε ότι η διανομή αυτή αντέβαινε στο άρθρο 47, παρ. 3, του AMG και προσομοίαζε με απαγορευόμενη από τη γερμανική νομοθεσία χορήγηση δώρων για διαφημιστικούς σκοπούς.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 96, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/83 έχει την έννοια ότι επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις φαρμακευτικές εταιρίες να διανέμουν δωρεάν δείγματα φαρμάκων και στους φαρμακοποιούς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στις φαρμακευτικές εταιρίες να διανέμουν δωρεάν στους φαρμακοποιούς δείγματα φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη δεν εμποδίζει τη δωρεάν διανομή στους φαρμακοποιούς δειγμάτων φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου