Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/21
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-81/19, NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το εφετείο Cluj της Ρουμανίας (Curtea de Apel Cluj) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των NG και OH και της SC Banca Transilvania SA σχετικά με τον προβαλλόμενο ως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανομένης σε σύμβαση δανείου αναχρηματοδοτήσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα μεταξύ των εν λόγω συμβαλλομένων.
Ειδικότερα η επίδικη ρήτρα τυποποιούνταν στο τμήμα 4, σημείο 1, των γενικών όρων της συμβάσεως αναχρηματοδοτήσεως και όριζε ότι κάθε πληρωμή με βάση τη σύμβαση αυτή θα έπρεπε να πραγματοποιείται στο νόμισμα του δανείου. Διευκρινιζόταν επίσης ότι ο δανειολήπτης μπορούσε να ζητήσει από την τράπεζα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη συνομολόγηση του δανείου σε νέο νόμισμα, χωρίς πάντως η δεύτερη να υποχρεούται να δεχθεί το αίτημα αυτό. Οι διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας CHF/RON από τον Οκτώβριο του 2008 έως τον Απρίλιο του 2017 είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση κατά 117.760 RON (περίπου 24.772 ευρώ) του ποσού που είχαν δανεισθεί οι NG και OH. Στις 23 Μαρτίου 2017, οι NG και OH άσκησαν αγωγή ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου με αίτημα να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, ο καταχρηστικός χαρακτήρας του τμήματος 4, σημείο 1, των γενικών όρων της συμβάσεως αναχρηματοδοτήσεως. Οι NG και OH υποστήριξαν επίσης ότι η Banca Transilvania είχε παραβεί την υποχρέωση ενημερώσεως που υπείχε, καθόσον δεν τους προειδοποίησε, κατά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη της συμβάσεως, για τον κίνδυνο που ενείχε η μετατροπή της αρχικής συμβάσεως σε ξένο νόμισμα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, πλην όμως απηχεί κανόνα ο οποίος, κατά το εθνικό δίκαιο, εφαρμόζεται μεταξύ των συμβαλλομένων εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί άλλως επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω ρήτρα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-343/19, Verein für Konsumenteninformation κατά Volkswagen AG – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2 σημ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού «Το άρθρο 7 του κανονισμού 1215/2012, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού αυτού, έχει ως ακολούθως: Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: […] 2)    ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Klagenfurt της Αυστρίας (Landesgericht Klagenfurt) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ένωσης για την πληροφόρηση των καταναλωτών και της Volkswagen AG, εταιρίας κατασκευής αυτοκινήτων, που εδρεύει στη Γερμανία, σχετικά με την ευθύνη της τελευταίας για τις ζημίες, που προκύπτουν από την ενσωμάτωση λογισμικού χειραγώγησης των σχετικών με τις εκπομπές καυσαερίων δεδομένων στα αγορασθέντα από Αυστριακούς καταναλωτές οχήματα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, σημ. 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν οχήματα έχουν εξοπλιστεί παρανόμως εντός Κράτους-μέλους από τον κατασκευαστή τους με λογισμικό χειραγώγησης των σχετικών με τις εκπομπές καυσαερίων δεδομένων προτού αγοραστούν από τρίτον σε άλλο Κράτος-μέλος, ο τόπος επέλευσης της ζημίας βρίσκεται στο τελευταίο αυτό Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ ,σε μια αρχική του σκέψη, έκρινε ότι ο τόπος όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός βρίσκεται στο Κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου τα επίμαχα αυτοκίνητα οχήματα εξοπλίστηκαν με λογισμικό χειραγώγησης των σχετικών με τις εκπομπές καυσαερίων δεδομένων, δηλαδή στη Γερμανία. Επιπροσθέτως, διαπίστωσε ότι ο τόπος που εκδηλώθηκαν οι επιζήμιες συνέπειες  μετά την αγορά των επίμαχων οχημάτων ήταν η Αυστρία.
Ωστόσο, εφαρμόζοντας τους σκοπούς της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης για τον καθορισμό του ύψους της προκληθείσας ζημίας, διαπίστωσε ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να κληθεί να εκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς στο Κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου αγοράστηκε το εν λόγω όχημα. Τα δικαστήρια, λοιπόν, του τελευταίου αυτού Κράτους-μέλους μπορούν να έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στα αποδεικτικά μέσα που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των εκτιμήσεων αυτών. Επιπροσθέτως, ο τόπος επέλευσης της ζημίας σε υπόθεση που αφορά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού είναι ο τόπος όπου «θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν οι σχέσεις ανταγωνισμού ή τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών». 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημ. 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν οχήματα έχουν εξοπλιστεί παρανόμως εντός Κράτους-μέλους (Γερμανία) από τον κατασκευαστή τους με το ανωτέρω λογισμικό χειραγώγησης πριν αγοραστούν από τρίτο σε άλλο Κράτος-μέλος, ο τόπος επέλευσης της ζημίας βρίσκεται στο τελευταίο αυτό Κράτος-μέλος (Αυστρία).

3. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020,  Υπόθεση C-264/19, Constantin Film Verleih GmbH κατά YouTube LLC και Google Inc.- Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Το άρθρο 8 της Οδηγίας, ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και κατόπιν αιτιολογημένου και αναλογικού αιτήματος του προσφεύγοντος, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν την παροχή πληροφοριών για την προέλευση και για τα δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή παροχής των υπηρεσιών, που προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, από τον παραβάτη ή/και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο: α) βρέθηκε να κατέχει τα παράνομα εμπορεύματα σε εμπορική κλίμακα, β)  βρέθηκε να χρησιμοποιεί τις παράνομες υπηρεσίες σε εμπορική κλίμακα, γ) διαπιστώθηκε ότι παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή δικαιώματος, ή δ) υποδείχθηκε, από το πρόσωπο των στοιχείων α), β) ή γ), ως εμπλεκόμενο στην παραγωγή, κατασκευή ή διανομή των εμπορευμάτων ή στην παροχή των υπηρεσιών. 2. Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν, εφόσον ενδείκνυται: α) τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Constantin Film Verleih GmbH, εγκατεστημένης στη Γερμανία εταιρίας διανομής ταινιών, και, αφετέρου, της YouTube LLC και της Google Inc., που είναι εγκατεστημένες στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχετικά με πληροφορίες τις οποίες ζήτησε η Constantin Film Verleih, από τις ως άνω δύο εταιρίες, και οι οποίες αφορούσαν τις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τις διευθύνσεις IP και τους αριθμούς κινητού τηλεφώνου χρηστών που προσέβαλαν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της.
Ειδικότερα, η Constantin Film Verleih είχε στη Γερμανία τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων, των κινηματογραφικών έργων «Parker» και «Scary Movie 5». Κατά τα έτη 2013 και 2014, τα ως άνω έργα αναρτήθηκαν στον ιστότοπο www.youtube.com, μια πλατφόρμα, την οποία εκμεταλλεύεται η YouTube και η οποία παρέχει στους χρήστες τη δυνατότητα να δημοσιεύουν, να παρακολουθούν και να ανταλλάσσουν βίντεο. Με τον τρόπο αυτόν, τα εν λόγω έργα προβλήθηκαν στην ως άνω πλατφόρμα πολλές δεκάδες χιλιάδες φορές. Η Constantin Film Verleih απαίτησε από την YouTube και την Google, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία είναι η μητρική εταιρία της πρώτης, να της παράσχουν μια σειρά από πληροφορίες για κάθε χρήστη που ανάρτησε τα ίδια έργα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 8, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι ο όρος «διευθύνσεις» αφορά, στην περίπτωση χρήστη ο οποίος ανάρτησε αρχεία που προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εν λόγω χρήστη, τον αριθμό τηλεφώνου του, καθώς και τη διεύθυνση IP που χρησιμοποιήθηκε για την ανάρτηση των αρχείων αυτών ή τη διεύθυνση IP που χρησιμοποιήθηκε κατά την τελευταία σύνδεσή του με τον λογαριασμό χρήστη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι ο όρος «διευθύνσεις» στη διάταξη αυτή δεν αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-224/19 και C-259/19, CY κ.λ.π. κατά Caixabank SA και LG, και PK κατά Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA- Προδικαστική

Οι αιτήσεις προδικαστικής αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 3 έως 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ του CY και της Caixabank SA και, αφετέρου, μεταξύ του LG και της PK και της Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, σχετικά με καταχρηστικές ρήτρες που περιέχονται σε ενυπόθηκες δανειακές συμβάσεις.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 1, και το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας επιβάλλουσας την καταβολή από τον καταναλωτή του συνόλου των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης, αντιτίθενται στην απόρριψη από εθνικό δικαστήριο του αιτήματος επιστροφής στον καταναλωτή των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας.
Το ΔΕΕ, αρχικά έκρινε ότι συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει καταρχήν, να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Επομένως, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει κατ’ αρχήν να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω καταχρηστική ρήτρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας με το ανωτέρω περιεχόμενο αντιτίθενται στην απόρριψη από εθνικό δικαστήριο του αιτήματος του καταναλωτή για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν, εκτός εάν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που θα είχαν εφαρμογή αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα υποχρεώνουν τον καταναλωτή σε καταβολή του συνόλου ή μέρους των εξόδων αυτών.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα ήταν εάν αν το άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία η οποία αποκλείει την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που επιβάλλει στον καταναλωτή την καταβολή εξόδων φακέλου, με το σκεπτικό ότι τα έξοδα φακέλου αποτελούν στοιχείο του τιμήματος της συμβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της Οδηγίας αυτής, ενώ συγχρόνως κρίνει ότι μια τέτοια ρήτρα πληροί την απαίτηση διαφάνειας την οποία θέτει η τελευταία αυτή διάταξη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συμβατικές ρήτρες οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια του «κυρίου αντικειμένου της σύμβασης» είναι εκείνες με τις οποίες καθορίζονται οι ουσιώδεις παροχές της οικείας συμβάσεως και οι οποίες, ως τέτοιες, χαρακτηρίζουν τη σύμβαση. Αντιθέτως, οι ρήτρες που έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που καθορίζουν αυτή καθαυτή την ουσία της συμβατικής σχέσεως δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια. 
Το γεγονός ότι τα έξοδα φακέλου περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος ενός ενυπόθηκου δανείου δεν σημαίνει ότι συνιστούν ουσιώδη παροχή του δανείου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο του Κράτους μέλους οφείλει να ελέγξει τον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που αφορά το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, ανεξαρτήτως μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας στην έννομη τάξη του εν λόγω Κράτους-μέλους.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-133/19, C-136/19 και C-137/19, B. M. M. κ.λπ. κατά État belge - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 2003/86 σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου (Conseil d’État) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, των B. M. M. (C‑133/19 και C‑136/19), B. S. (C‑133/19), B. M. (C‑136/19) και B. M. O. (C‑137/19), υπηκόων Γουινέας, και, αφετέρου, Βελγικού Δημοσίου, με αντικείμενο την απόρριψη αιτήσεων περί εκδόσεως θεωρήσεως για οικογενειακή επανένωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε   ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κριθεί αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι «ανήλικο τέκνο», κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα ή η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου Κράτους-μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κρίνεται αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα και όχι η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-311/18, Data Protection Commissioner κατά Facebook Ireland Limited και Maximillian Schrems – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (Κανονισμός 2016/679) και υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) σχετικά με το κύρος της αποφάσεως 2010/87/ΕΕ με την οποία η Επιτροπή όρισε τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για ορισμένες κατηγορίες διαβιβάσεων, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων της Ιρλανδίας, (ΕΠΔ), της Facebook Ireland Ltd και του Maximillian Schrems. Ο Maximillian Schrems υπέβαλε καταγγελία στον ΕΠΔ σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούσαν από τη Facebook Ireland στη μητρική της εταιρία Facebook Inc., η οποία είναι εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, παρ. 1, και το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, του ΓΚΠΔ, όπως ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παρ. 2, ΣΕΕ, έχουν την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε Κράτος-μέλος προς άλλον οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, όταν, κατά τη διάρκεια ή κατόπιν της διαβίβασης αυτής, τα δεδομένα ενδέχεται να υποστούν επεξεργασία από τις αρχές της τρίτης χώρας για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας, εθνικής άμυνας και ασφάλειας του κράτους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 1 και 2, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται για εμπορικούς σκοπούς από οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε Κράτος-μέλος προς άλλον οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ανεξαρτήτως του ότι, κατά τη διάρκεια ή κατόπιν της διαβίβασης αυτής, τα δεδομένα ενδέχεται να υποστούν επεξεργασία από τις αρχές της αντίστοιχης τρίτης χώρας για λόγους δημόσιας ασφάλειας, εθνικής άμυνας και ασφάλειας του κράτους.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα  ήταν να ερμηνευθεί ποιο ήταν το απαιτούμενο επίπεδο προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 46 του ΓΚΠΔ στο πλαίσιο διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποια στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν αυτό το επίπεδο προστασίας διασφαλίζεται στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαβίβασης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι οι κατάλληλες εγγυήσεις, τα εκτελεστά δικαιώματα και τα αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας που απαιτούνται κατά τις διατάξεις αυτές πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα των ατόμων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων τυγχάνουν ενός επιπέδου προστασίας ουσιαστικά ισοδύναμου με εκείνο που εγγυάται εντός της Ένωσης ο κανονισμός αυτός, όπως ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον Χάρτη. Προς τούτο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι συμβατικοί όροι που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, οι οποίοι είναι αμφότεροι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης, και του αποδέκτη της διαβίβασης ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην οικεία τρίτη χώρα όσο και, σε σχέση με την ενδεχόμενη πρόσβαση των δημοσίων αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας στα διαβιβαζόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-129/19, Presidenza del Consiglio dei Ministri κατά BV – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/80/ΕΚ για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Συμφώνα με το άρθρο 12 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/80 «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο των εθνικών τους ρυθμίσεων υπάρχει πρόβλεψη για σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους, το οποίο διασφαλίζει εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, της Ιταλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλίας και της BV, σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που άσκησε η BV κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας για ζημία που φέρεται να υπέστη λόγω παραλείψεως μεταφοράς της Οδηγίας 2004/80 στην ιταλική έννομη τάξη. 
Ειδικότερα, η BV, Ιταλίδα υπήκοος και κάτοικος Ιταλίας, υπήρξε θύμα εγκλήματος σεξουαλικής βίας που διαπράχθηκε επί ιταλικού εδάφους. Οι δράστες καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης και στην καταβολή προς την BV αποζημιώσεως ύψους 50.000 ευρώ. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι δράστες διέφυγαν, η είσπραξη του ποσού αυτού δεν κατέστη δυνατή. Η BV άσκησε αγωγή κατά της Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ενώπιον του πρωτοδικείου του Τορίνο, Ιταλία), με αίτημα να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ιταλικής Δημοκρατίας για μη ορθή και πλήρη εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την Οδηγία 2004/80, ιδίως της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 12, παρ. 2, της Οδηγίας αυτής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 12, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 4.800 ευρώ η οποία καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας συνιστά "εύλογη και προσήκουσα» αποζημίωση".
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 12, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εύλογη και προσήκουσα», αν καθορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη.

8. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-698/18 και C-699/18, SC Raiffeisen Bank SA και BRD Groupe Societé Générale SA κατά JB και KC – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές καθώς και την ερμηνεία των αρχών της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το ειδικό δικαστήριο του Μούρες στη Ρουμανία στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ αφενός, της SC Raiffeisen Bank SA και του JB και, αφετέρου, της BRD Groupe Société Générale SA και του KC, με αντικείμενο τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών συμβάσεως πιστώσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Οδηγίας 93/13, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δίκαιου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε δικαστική ερμηνεία της εθνικής ρυθμίσεως κατά την οποία η άσκηση αγωγής για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως βάσει καταχρηστικής ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία υπόκειται σε τριετή προθεσμία παραγραφής, η οποία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της συμβάσεως αυτής, διότι θεωρείται ότι ο καταναλωτής γνώριζε από την ημερομηνία αυτή τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης ρήτρας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δίκαιου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω δικαστική ερμηνεία της εθνικής ρυθμίσεως όταν τεκμαίρεται, χωρίς να χρειάζεται επαλήθευση, ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ο καταναλωτής όφειλε να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας ή όταν, στην περίπτωση παρόμοιων αγωγών που στηρίζονται σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, η ίδια προθεσμία αρχίζει να τρέχει μόνον από τη δικαστική αναγνώριση της αιτίας στην οποία στηρίζονται οι αγωγές αυτές.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-658/18, UX κατά Governo della Repubblica italiana – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 2 της Οδηγίας 1999/70 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα: «1.Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της UX και της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας σχετικά με αίτημα προς αποκατάσταση της ζημίας, η οποία προκλήθηκε λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από το ιταλικό κράτος. Ειδικότερα, η αιτούσα της κύριας δίκης, ειρηνοδίκης, προσέφυγε ενώπιον του ειρηνοδίκη της Μπολόνια, ζητώντας την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας για ποσό 4. 500 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατ’ αυτήν, στις αποδοχές της για τον Αύγουστο του 2018, τις οποίες θα εδικαιούτο ένας τακτικός δικαστής έχων την αυτή αρχαιότητα με την ίδια, ως αποκατάσταση της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη λόγω πρόδηλης παραβάσεως εκ μέρους του ιταλικού κράτους του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88 καθώς και του άρθρου 31 του Χάρτη. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι ένας ειρηνοδίκης, διοριζόμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του ως κύρια δραστηριότητα και εισπράττει αποζημιώσεις που συνδέονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες καθώς και αποζημιώσεις για κάθε μήνα πραγματικής υπηρεσίας εμπίπτει στην έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου», όπως αυτή χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι ο όρος «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, μπορεί να καλύπτει ειρηνοδίκη, σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

10. Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-517/17, Milkiyas Addis κατά Bundesrepublik Deutschland – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα και του άρθρου 14, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας «1.  Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας του με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για τη διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων. Οι προσωπικές συνεντεύξεις επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας διεξάγονται από το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής. Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 42 παράγραφος 2 στοιχείο β). Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την αποφαινόμενη αρχή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το προσωπικό διαφορετικής αρχής μπορεί προσωρινά να συμμετάσχει στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το προσωπικό της εν λόγω διαφορετικής αρχής λαμβάνει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση […]». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Milkiyas Addis και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τη νομιμότητα απόφασης με την οποία η ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης και προσφύγων, Γερμανία αρνήθηκε να χορηγήσει άσυλο στον ενδιαφερόμενο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 14, παρ. 1, της Οδηγίας περί διαδικασιών έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η παράβαση της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης προτού εκδοθεί απόφαση περί απαραδέκτου δεν συνεπάγεται την ακύρωση της εν λόγω απόφασης και την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, εφόσον ο αιτών έχει την ευκαιρία να εκθέσει κατά τη διαδικασία της προσφυγής όλα τα επιχειρήματά του κατά της εν λόγω απόφασης, τα δε επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να τροποποιήσουν την ίδια αυτή απόφαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση αντιβαίνει στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου