Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 02/2020
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιανουάριος 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-32/19, AT κατά Pensionsversicherungsanstalt -Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 17, παρ. 1, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2004/38 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 στοιχ. α «Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από τη συμπλήρωση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής απολαύουν: α) οι μισθωτοί ή οι μη μισθωτοί, οι οποίοι, κατά το χρόνο παύσης της εργασίας τους, έχουν φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος, ή μισθωτοί οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι εργάσθηκαν στο εν λόγω κράτος μέλος τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και ότι έχουν διαμείνει εκεί συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη. […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του AT και του Οργανισμού Συντάξεων της Αυστρίας, σχετικά με την άρνηση του οργανισμού να χορηγήσει στον AT, ως συμπλήρωμα της σύνταξης γήρατος που λαμβάνει, το προβλεπόμενο από την αυστριακή νομοθεσία αντισταθμιστικό επίδομα. Ειδικότερα, ο AT ζήτησε να λάβει αντισταθμιστικό επίδομα της εθνικής νομοθεσίας ισχυριζόμενος ότι είχε δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην Αυστρία δυνάμει του άρθρου 17, παρ. 1, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/38. Ωστόσο, ο οργανισμός συντάξεων απέρριψε το αίτημα του, με την αιτιολογία ότι ο AT δεν διέμενε νομίμως στην Αυστρία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 17, παρ. 1, στοιχείο α, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο Κράτος-μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς περιόδου πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο κράτος αυτό τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο το οποίο κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του έχει φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του Κράτους-μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου έχει την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο Κράτος-μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο Κράτος-μέλος τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής σε αυτό για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά. 

2. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-725/18, Anton van Zantbeek VOF κατά Ministerraad – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 56 και 63 ΣΛΕΕ και των άρθρων 36 και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου (Grondwettelijk Hof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Anton van Zantbeek VOF και του Υπουργικού Συμβουλίου σχετικά με προσφυγή ακυρώσεως κατά διατάξεων του εθνικού δικαίου οι οποίες επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής ενός φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ειδικότερα, η εθνική ρύθμιση διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής του φόρου επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, στον οποίο υπόκεινται οι πράξεις που συνάπτονται ή εκτελούνται στο Βέλγιο και αφορούν βελγικά ή αλλοδαπά δημόσια αξιόγραφα, στο μέτρο που η πράξη πραγματοποιείται μέσω επαγγελματία μεσάζοντος. Με την εθνική ρύθμιση ο φόρος χρηματιστηριακών συναλλαγών δεν αφορούσε  μόνο τις ανωτέρω πράξεις, αλλά επίσης και πράξεις που θεωρείται ότι έχουν συναφθεί ή εκτελεσθεί στο Βέλγιο, με αποτέλεσμα ο εν λόγω φόρος να οφείλεται επίσης όταν η εντολή αγοράς ή πώλησης δίνεται σε επαγγελματία μεσάζοντα κάτοικο αλλοδαπής από εντολέα κάτοικο ημεδαπής, ήτοι από φυσικό πρόσωπο με συνήθη διαμονή στο Βέλγιο. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 36 και 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους η οποία θεσπίζει φόρο επί των χρηματιστηριακών πράξεων που συνάπτονται ή εκτελούνται κατόπιν εντολής κατοίκου του Κράτους-μέλους (Βέλγιο) από επαγγελματία μεσάζοντα κάτοικο αλλοδαπής και η οποία έχει ως συνέπεια ο εντολέας να είναι υπόχρεος για την καταβολή του φόρου και να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που συνδέονται με τον εν λόγω φόρο. Ας σημειωθεί ότι η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση στοχεύει στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της είσπραξης του φόρου καθώς και των φορολογικών ελέγχων και στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και το άρθρο 36 της Συμφωνίας ΕΟΧ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επίδικη εθνική ρύθμιση στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή παρέχει στους  εντολείς και επαγγελματίες μεσάζοντες διευκολύνσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που συνδέονται με τον φόρο όσο και την καταβολή του φόρου, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να μην υπερβαίνει ο εν λόγω περιορισμός το μέτρο που είναι αναγκαίο προκειμένου να επιτευχθούν οι νόμιμοι σκοποί της εν λόγω ρύθμισης.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-457/18, Δημοκρατία της Σλοβενίας κατά Δημοκρατίας της Κροατίας – Προσφυγή του άρθρου 259 ΣΛΕΕ

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης η Δημοκρατία της Σλοβενίας ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την απόρριψη από την Κροατία διαιτητικής αποφάσεως που εξέδωσε το Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο (υπόθεση αριθ. 2012-04) στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας για την εδαφική και θαλάσσια διαφορά μεταξύ της Σλοβενίας και της Κροατίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Αντικείμενο της διαιτητικής απόφασης αποτέλεσε η οριοθέτηση των θαλάσσιων και χερσαίων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστήριξε ότι η άρνηση της Κροατίας να εφαρμόσει τη διαιτητική απόφαση είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η εκ μέρους της Δημοκρατίας της Σλοβενίας άσκηση της κυριαρχίας της επί των θαλασσίων και των χερσαίων ζωνών που αποτελούν, βάσει του διεθνούς δικαίου, τμήμα της επικράτειάς της. H Δημοκρατία της Σλοβενίας επισήμανε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να τηρήσει ούτε την υποχρέωση που υπέχει από το διεθνές δίκαιο να εφαρμόσει τη διαιτητική απόφαση ούτε την υποχρέωση που υπέχει από τις Συνθήκες να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης στην επικράτειά της. Δεδομένης της απειλής που η κατάσταση αυτή αντιπροσώπευε για τις αξίες της Ένωσης και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης, η Δημοκρατία της Σλοβενίας κάλεσε την Επιτροπή να ενεργήσει προκειμένου να παύσει η εκ μέρους της Δημοκρατίας της Κροατίας παράβαση της συμβάσεως διαιτησίας και της διαιτητικής αποφάσεως, καθόσον η παράβαση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί ως μη τήρηση από το εν λόγω Κράτος-μέλος των υποχρεώσεων που υπείχε από τις Συνθήκες.
Κατόπιν διαφόρων θαλάσσιων συμβάντων στα ύδατα τα οποία η διαιτητική απόφαση είχε ορίσει ότι ανήκαν στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, το Κράτος-μέλος αυτό, κίνησε διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά της Δημοκρατίας της Κροατίας φέροντας το οικείο ζήτημα ενώπιον της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 259, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, η Δημοκρατία της Κροατίας υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δεν διατύπωσε Αιτιολογημένη Γνώμη εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 259, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατόπιν τούτου η Σλοβενία άσκησε την προσφυγή υπό το άρθρο 259 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η διαιτητική απόφαση, που εκδόθηκε από διεθνές δικαστήριο συσταθέν δυνάμει διμερούς συμβάσεως διαιτησίας διεπόμενης από το διεθνές δίκαιο, ρυθμίζει αντικείμενο που δεν εμπίπτει στους τομείς αρμοδιοτήτων της Ένωσης που προβλέπονται στα άρθρα 3 έως 6 ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι η σύμβαση διαιτησίας και η διαιτητική απόφαση δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να εκδικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-395/18 Tim SpA - Direzione e coordinamento Vivendi SA κατά Consip SpA και Ministero dell'Economia e delle Finanze – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 57, παρ. 4, και του άρθρου 71, παρ. 6, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 4 στοιχείο α της Οδηγίας 2014/24, «4. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν ή μπορούν να υποχρεώνονται από τα κράτη μέλη να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οποιονδήποτε οικονομικό φορέα σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις: α) εάν η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποδείξει με κατάλληλα μέσα αθέτηση των ισχυουσών υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 2». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο της περιφέρειας του Λατίου της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per il Lazio) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Tim SpA – Direzione e coordinamento Vivendi SA και, αφετέρου, της Consip SpA και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με αντικείμενο τον αποκλεισμό της Tim από ανοιχτή διαδικασία υποβολής προσφορών την οποία προκήρυξε η Consip. Ειδικότερα και κατόπιν πρόσκλησης υποβολής προσφορών, η οποία δημοσιεύθηκε το έτος 2016 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Consip ως κεντρική αρχή αγορών της ιταλικής δημόσιας διοίκησης, προκήρυξε ανοιχτή διαδικασία για την ανάθεση σύμβασης για την προμήθεια συστήματος οπτικής επικοινωνίας, το οποίο καλείται «σύστημα Wavelength Division Multiplexing (WDM)», για τη διασύνδεση του κέντρου επεξεργασίας δεδομένων από διάφορα τμήματα του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Η Tim υπέβαλε προσφορά στην οποία μνημόνευε τρεις υπεργολάβους τους οποίους είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει σε περίπτωση ανάθεσης σε αυτήν της σύμβασης. Ωστόσο, η αναθέτουσα αρχή διαπίστωσε ότι ένας από τους μνημονευόμενους στην προσφορά της Tim υπεργολάβους δεν συμμορφωνόταν προς τους κανόνες σχετικά με το δικαίωμα προς εργασία των ατόμων με αναπηρία. Ως εκ τούτου, η Consip απέκλεισε την Tim από τη διαδικασία δυνάμει του κώδικα δημοσίων συμβάσεων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2014/24 και η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να αποκλείει αυτομάτως οικονομικό φορέα από τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης εφόσον ο λόγος αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας διαπιστώνεται ότι συντρέχει στο πρόσωπο ενός από τους υπεργολάβους που μνημονεύονται στην προσφορά του οικονομικού φορέα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο άρθρο του Δικαίου της ΕΕ δεν αντιτίθεται στην εθνική ρύθμιση. Αντιθέτως, το επίμαχο άρθρο του Δικαίου της ΕΕ σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι ένας τέτοιος αποκλεισμός έχει αυτόματο χαρακτήρα.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-177/18, Almudena Baldonedo Martín κατά Ayuntamiento de Madrid – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 151 και 153 ΣΛΕΕ, των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των ρητρών 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο της Μαδρίτης (Juzgado de lo Contencioso‑Administrativo no 14 de Madrid) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Almudena Baldonedo Martín και του Δήμου Μαδρίτης σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω της λύσεως της σχέσεως εργασίας που συνέδεε τους διαδίκους.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 151 και 153 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη καθώς και η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που απασχολούνται ως έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι, κατά τη λήξη των καθηκόντων τους, ενώ στους συμβασιούχους υπαλλήλους ορισμένου χρόνου καταβάλλεται αποζημίωση κατά τη λήξη της συμβάσεως εργασίας τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο Δίκαιο της ΕΕ δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-274/14, Διαδικασία που κίνησε η Banco de Santander SA - Προδικαστική

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Κεντρικό Οικονομικό-Διοικητικό δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Económico-Administrativo Central(TEAC) στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η Banco de Santander SA κατά πράξης εκκαθάρισης φόρου την οποία εξέδωσε η οικονομική επιθεώρηση σχετικά με την έκπτωση της υπεραξίας που προέκυψε από την απόκτηση από την τράπεζα αυτή του συνόλου των εταιρικών μεριδίων μιας εταιρίας χαρτοφυλακίου (holding) γερμανικού δικαίου, κάτοχο μετοχικού κεφαλαίου εταιριών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το ανωτέρω δικαστήριο εμπίπτει στην έννοια του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, επανέλαβε την πάγια νομολογία του σχετικά με την έννοια του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, χαρακτηριστικά που πρέπει να εφαρμόζονται σωρευτικά είναι η ίδρυση του οργάνου  με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιον του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του.
Αναφορικά με το αιτούν όργανο (TEAC), το ΔΕΕ έκρινε ότι αν και πληροί αρκετά από τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν αποτελούσε ανεξάρτητο όργανο. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία (βασιλικό διάταγμα 520/2005), ο πρόεδρος και τα μέλη του TEAC διορίζονται για αόριστο χρόνο και παύονται με βασιλικό διάταγμα του οποίου η έκδοση προκαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Όσον αφορά τα μέλη των περιφερειακών σχηματισμών του αιτούντος οργάνου  επισημάνθηκε ότι διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων περιλαμβανόμενων σε κατάλογο, μπορούν δε να παυθούν από τον ίδιο αυτόν Υπουργό. Ως εκ τούτου, το ανωτέρω όργανο δεν θεωρήθηκε δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και η αίτηση κρίθηκε απαράδεκτη.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-394/18, I.G.I. Srl κατά Maria Grazia Cicenia κ.λ.π. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 12 και 19 της έκτης Οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διάσπαση των ανωνύμων εταιριών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Νάπολης της Ιταλίας (Corte d’appello di Napoli) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της I.G.I. Srl, αφενός, και της Maria Grazia Cicenia και των Mario Di Pierro, Salvatore de Vito και Antonio Raffaele, αφετέρου, όσον αφορά τη δυνατότητα των τελευταίων, ως πιστωτών διασπώμενης εταιρίας της οποίας μέρος της περιουσίας μεταβιβάστηκε στην I.G.I., να ασκήσουν παυλιανή αγωγή με αίτημα να κηρυχθεί ανίσχυρη η πράξη διάσπασης έναντι των εν λόγω πιστωτών και να κινήσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης ή να υποβάλουν αιτήσεις συντηρητικής κατάσχεσης για τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν στην I.G.I.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 19 της έκτης Οδηγίας, το οποίο προβλέπει το καθεστώς των ακυροτήτων της διάσπασης, έχει την έννοια ότι αποκλείει την άσκηση, μετά την πραγματοποίηση διάσπασης, από πιστωτές της διασπασθείσας εταιρίας, παυλιανής αγωγής η οποία δεν θίγει το κύρος της διάσπασης, αλλά έχει ως μόνο αποτέλεσμα να μη μπορεί να αντιταχθεί η διάσπαση έναντι των πιστωτών αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την άσκηση, παυλιανής αγωγής υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-29/19, ZP κατά Bundesagentur für Arbeit - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 62, παρ. 1 και 2, του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Σύμφωνα με το άρθρο 62, παρ. 1 και 2, του ανωτέρω Κανονισμού «1. Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται επί του ποσού του προηγούμενου μισθού ή επαγγελματικού εισοδήματος, λαμβάνει υπόψη του αποκλειστικά τον μισθό ή το επαγγελματικό εισόδημα που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για την τελευταία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα που άσκησε δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας. 2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης εφόσον η νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον αρμόδιο φορέα προβλέπει συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς για τον καθορισμό του μισθού που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό των παροχών και εφόσον ο ενδιαφερόμενος υπαγόταν, κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους αυτής της περιόδου, στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, της Γερμανίας (Bundessozialgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του ZP και του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Απασχολήσεως σχετικά με το ύψος των παροχών ανεργίας που ο τελευταίος αυτός οργανισμός χορήγησε στον ΖΡ κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου.
Το κρίσιμο ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 62, παρ. 1 και 2, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους η οποία, ενώ προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών ανεργίας βασίζεται επί του ποσού του προηγούμενου μισθού, δεν επιτρέπει, όταν ο μισθός που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για την τελευταία μισθωτή δραστηριότητα την οποία άσκησε δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας εκκαθαρίστηκε και καταβλήθηκε το πρώτον μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας του, να λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για τη δραστηριότητα αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εθνική ρύθμιση του Κράτους-μέλους. 

9. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-524/18, Dr. Willmar Schwabe GmbH & Co.KG κατά Queisser Pharma GmbH & Co. KG - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, παρ. 3, του Κανονισμού 1924/2006 σχετικά με τους ισχυρισμούς διατροφής και υγείας που διατυπώνονται στα τρόφιμα. Σύμφωνα με την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου «Η αναφορά σε γενικά, μη προσδιοριζόμενα, ευεργετικά αποτελέσματα της θρεπτικής ουσίας ή του τροφίμου στο σύνολο της υγείας ή στην ευεξία ως αποτέλεσμα μίας καλής κατάστασης υγείας επιτρέπεται να γίνεται μόνον εάν συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο ισχυρισμό υγείας ο οποίος περιλαμβάνεται στους καταλόγους που προβλέπονται στο άρθρο 13 ή 14». 
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Dr. Willmar Schwabe GmbH & Co. KG και της Queisser Pharma GmbH & Co. KG σχετικά με τον παραπλανητικό ή μη χαρακτήρα της συσκευασίας ενός συμπληρώματος διατροφής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 10, παρ. 3, του Κανονισμού 1924/2006 έχει την έννοια ότι πληρούται η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό απαίτηση όταν στην εμπρόσθια όψη της συσκευασίας ενός συμπληρώματος διατροφής γίνεται μνεία στα γενικά και μη προσδιοριζόμενα ευεργετικά για την υγεία αποτελέσματα της θρεπτικής ουσίας ή του τροφίμου και ο συγκεκριμένος ισχυρισμός επί θεμάτων υγείας που πρέπει να συνοδεύει τη μνεία αυτή αναγράφεται μόνο στην οπίσθια όψη της συσκευασίας αυτής χωρίς να συνδέονται με κάποια ρητή παραπομπή μεταξύ τους, π.χ. με αστερίσκο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν πληρούται η προβλεπόμενη από το επίμαχο άρθρο του Δικαίου της ΕΕ απαίτηση, ήτοι όταν ο συγκεκριμένος ισχυρισμός επί θεμάτων υγείας που πρέπει να συνοδεύει τη μνεία αυτή αναγράφεται μόνο στην οπίσθια όψη της συσκευασίας

10. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-371/18, Sky plc κ.λ.π. κατά Skykick UK Limited και Skykick Inc – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προσέγγισης των νομοθεσιών των Κρατών-μελών περί σημάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα «Δεν γίνονται δεκτά για καταχώρηση: α) τα σημεία που δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 4. β) τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα, γ) τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών, δ) τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου, […..]». Επιπροσθέτως το άρθρο 51 του ανωτέρω Κανονισμού «1.Ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο [Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)] ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση: α) εάν το κοινοτικό σήμα καταχωρίσθηκε [κατά παράβαση] του άρθρου 7, β) εάν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος. […] 3. Όταν ο λόγος ακυρότητας αφορά μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το κοινοτικό σήμα, η ακυρότητα του σήματος κηρύσσεται μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο Αγγλίας-Ουαλίας (High Court of Justice (England & Wales)) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Sky plc, Sky International AG και Sky UK Ltd και των SkyKick UK Ltd και SkyKick Inc με αντικείμενο προβαλλόμενη προσβολή, εκ μέρους των εταιριών Skykick, σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικού σήματος του Ηνωμένου Βασιλείου που ανήκουν στις Sky κ.λπ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 7 και 51 του Κανονισμού 40/94, καθώς και το άρθρο 3 της πρώτης Οδηγίας 89/104 έχουν την έννοια ότι ένα κοινοτικό ή εθνικό σήμα μπορεί να κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρο με την αιτιολογία ότι οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα αυτό στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο όρος «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή περί σαφήνειας και ακρίβειας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 7 και 51 του κανονισμού 40/94, καθώς και το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας 89/104 έχουν την έννοια ότι ένα κοινοτικό ή εθνικό σήμα δεν μπορεί να κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρο για τον λόγο ότι οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα αυτό στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου