Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 2/2020
Η συμβολή της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ στην καθιέρωση αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη της Κυρίας Δήμητρας - Μαρίας Παναγοπούλου με θέμα: Η συμβολή της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ στην καθιέρωση αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού, που αποτέλεσε τη Διπλωματική της Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ – Αναβαθμισμένες Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Ειδίκευση: Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο. Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, στην οποία συνέβαλε σημαντικά ο κύριος Δημήτριος Βουγιούκας ΔΝ, Δικηγόρος και Επιστημονικός Συνεργάτης του Τομέα, κατά την υποστήριξή της (Απρίλιος 2020) αξιολογήθηκε από την Τριμελή Επιτροπή Κρίσης με το βαθμό άριστα και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
                                                                                                                             
                                                                                                                                 ΜΔΧ       

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

     Η μελέτη αποτελεί προσπάθεια αποτίμησης της συμβολής της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ (εφεξής Οδηγία) στην καθιέρωση ενός αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού.
     Οι βασικές ρυθμίσεις της Οδηγίας, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το νόμο 4529/2018, αφορούν σε δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης λόγω παραβιάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-μελών. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού είναι επιφορτισμένες με τη διαπίστωση των εν λόγω παραβιάσεων (δημόσια επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού). Οι ζημιωθέντες των παραβατικών συμπεριφορών μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να αιτηθούν πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν (ιδιωτική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού), η οποία αφορά τόσο τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος, όσο και τους τόκους, από τη στιγμή που έλαβε χώρα η ζημία μέχρι την πλήρη αποκατάσταση αυτής. Η Οδηγία στοχεύει στο «συντονισμό» μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, καθώς οι δύο αυτοί μηχανισμοί οφείλουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού.
     Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του περιεχομένου και την υιοθέτηση της Οδηγίας με δύο αποφάσεις-σταθμούς, με τις οποίες αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητούν αποζημίωση, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, για τη ζημία που έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα παραβίασης των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού. (ΔΕΕ, C-453/99 Courage Ltd κατά Bernard Crehan και ΔΕΕ C-295/04 έως και C-298/04 Vincenzo Manfredi κατά Lloyd Adriatico Assicurazioni SpA κ.λ.π). 
     Με την Οδηγία θεσπίζεται το μαχητό τεκμήριο ότι οι συμπράξεις προκαλούν ζημία, γεγονός που διευκολύνει την αποζημίωση, δεδομένου ότι οι ζημιωθέντες συχνά δυσκολεύονται να αποδείξουν τη ζημία που υπέστησαν. Περαιτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ευκολότερη πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται, προκειμένου να ασκηθούν αγωγές αποζημίωσης. Επιπροσθέτως, μια τελική απόφαση παράβασης εθνικής αρχής ανταγωνισμού αποτελεί πλήρη απόδειξη ενώπιον των δικαστηρίων του ίδιου κράτους μέλους, ενώ ενώπιον των δικαστηρίων άλλων κρατών μελών, αποτελεί prima facie αποδεικτικό στοιχείο της παράβασης. Με την Οδηγία καθορίζονται, επίσης, σαφείς κανόνες προθεσμίας παραγραφής, με βάση τους οποίους οι ζημιωθέντες μπορούν να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως εντός 5 ετών, αρχής γενομένης από τη στιγμή που θα ανακαλύψουν ότι υπέστησαν ζημία από παράβαση. Περαιτέρω, η Οδηγία αποσαφηνίζει τις νομικές συνέπειες της μετακύλισης («passing-on») και οριοθετεί την έννοια της αλληλέγγυας ευθύνης, με δυνατότητα συνεισφοράς από άλλους παραβάτες για το μερίδιο ευθύνης τους. Τέλος, εισάγει εξαιρέσεις για τους αποδέκτες ασυλίας και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης.
      Παρά τις θετικές μεταβολές που επέφερε η Οδηγία, ελλοχεύουν προβλήματα, εξαιτίας του μη εξαντλητικού και μη λεπτομερειακού πλαισίου εναρμόνισης  που εισάγει, καθώς προβλέπεται ένα πλαίσιο ελάχιστης εναρμόνισης. Θα μπορούσε, μάλιστα, να λεχθεί ότι η Οδηγία δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους της, καθώς, καταρχάς, παρατηρείται έλλειψη διατάξεων που εγγυώνται στους καταναλωτές μηχανισμούς συλλογικής έννομης προστασίας. Επιπρόσθετα, πρέπει να επισημανθεί ότι, η Οδηγία δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για το καίριο ζήτημα της ποσοτικοποίησης της ζημίας ή τις προϋποθέσεις της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου,  ούτε υπάρχει σχετική διάταξη με την οποία να αποσαφηνίζονται οι προϋποθέσεις της υπαιτιότητας του παραβάτη. Επίσης, η Οδηγία αφήνει αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την επέκταση της ευθύνης σε άλλα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ή ζητήματα που αφορούν την προνομιακή μεταχείριση επιχειρήσεων, που συμμετέχουν σε πρόγραμμα επιείκειας και πέτυχαν μόνο μείωση και όχι απαλλαγή από το πρόστιμο. Τέλος, το σημαντικότερο, ίσως, ζήτημα που ανακύπτει από την εφαρμογή της Οδηγίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο επιτυχής συντονισμός της δημόσιας και ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Η προβληματική αυτή προκύπτει από τους περιορισμούς που έχουν τεθεί στην πρόσβαση σε έγγραφα, που έχουν στην κατοχή τους οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο αιτήσεων επιείκειας. Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνεται η σημασία που αποδίδεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στη δημόσια επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού και συγκεκριμένα στην αποκάλυψη των μυστικών οριζόντιων συμπράξεων μέσω των προγραμμάτων επιείκειας.  
     Εξαιτίας των γενικών ρυθμίσεων της Οδηγίας, καθίσταται δυσχερής η εναρμόνιση των εθνικών δικονομικών κανόνων σχετικά με την άσκηση της ιδιωτικής επιβολής, εφόσον το κάθε Κράτος-μέλος εξειδικεύει τις ρυθμίσεις της Οδηγίας με διαφορετικό τρόπο. Άλλωστε, όταν ελλείπει μια ενιαία ενωσιακή πρόβλεψη εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο κάθε Κράτους-µέλους να ορίσει τα αρμόδια όργανα και τις δικονομικές προϋποθέσεις άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες από την άμεση εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης (αρχή της δικονομικής αυτονομίας των Κρατών-μελών). 
        Αναπόφευκτα, λοιπόν, η Οδηγία δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ομοιομορφία και τη συνολική κάλυψη της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στο πλαίσιο των αποζημιώσεων που θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει ένας κανονισμός. Ωστόσο, ακόμη και με τις αυτές τις «ατέλειες», η εφαρμογή της Οδηγίας δεν θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, ούτε την επιβολή των στόχων της ιδιωτικής επιβολής, παρόλο που η ρύθμιση πολλών ζητημάτων επαφίεται στο εθνικό δίκαιο και τα δικαστήρια των κρατών μελών.
     Η Οδηγία προσπαθεί να συμβάλλει στην εναρμόνιση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, που αποτελεί βασικό τομέα αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιπροσωπεύει, ουσιαστικά, μια νέα εξέλιξη, καθώς εισάγει ρυθμίσεις στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δήμητρα-Μαρία Παναγοπούλου, ΜΔΕ Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο 
panagopouloudm@gmail.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου