Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 11/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Νοέμβριος 2018
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-575/17, Sofina SA κ.λπ. κατά Ministre del' Action et des Comptes publics – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 63 και 65 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε  από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Sofina SA, Rebelco SA και Sidro SA, εταιριών βελγικού δικαίου και του Υπουργού Δημοσίας Διοικήσεως και Οικονομικών σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να τους επιστρέψει την παρακράτηση φόρου στην πηγή, που επιβλήθηκε στα μερίσματα που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2008 έως 2011. Ειδικότερα, η εθνική κανονιστική ρύθμιση προέβλεπε ότι τα μερίσματα που διανέμονται σε εδρεύουσα στην αλλοδαπή εταιρία υπόκεινται σε άμεση και οριστική φορολόγηση ενώ η φορολόγηση των μερισμάτων που διανέμονται σε εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία εξαρτάται από το αν το καθαρό αποτέλεσμά της είναι κερδοφόρο ή ζημιογόνο. Αυτό είχε ως συνέπεια όταν το αποτέλεσμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν ζημιογόνο, η φορολόγηση των μερισμάτων να αναβάλλεται για μεταγενέστερη κερδοφόρο χρήση, δημιουργώντας επομένως ταμειακό πλεονέκτημα υπέρ της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθετική ρύθμιση Κράτους-μέλους, βάσει της οποίας τα μερίσματα που διανέμονται από εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου στην πηγή, όταν εισπράττονται από εδρεύουσα στην αλλοδαπή εταιρία, ενώ, όταν εισπράττονται από εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία, φορολογούνται κατά το κοινό καθεστώς του φόρου εταιριών στο τέλος της χρήσεως κατά την οποία εισπράχθηκαν, μόνον εφόσον η τελευταία (εταιρεία εδρεύουσα στην ημεδαπή που λαμβάνει τα μερίσματα)  παρουσίασε κερδοφόρο αποτέλεσμα κατά τη χρήση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε αρχικά ότι η συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη αποτελεσματικότητας της εισπράξεως του φόρου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση

2. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-457/17, Heiko Jonny Maniero κατά Studienstiftung des deutschen Volkes eV – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 2, στοιχείο β, και του άρθρου 3, παρ. 1, στοιχείο ζ, της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής. Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο της ανωτέρω οδηγίας «συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Heiko Jonny  Maniero και του Ιδρύματος Ακαδημαϊκών Υποτροφιών της Γερμανίας. Αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου  αποτέλεσε αγωγή του H. J. Maniero με αίτημα να παύσει και να μην επαναληφθεί η διάκριση την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της ηλικίας ή της καταγωγής του.                              Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα ιδιωτικό ίδρυμα Κράτους-μέλους χορηγεί υποτροφίες για την επιδότηση σχεδίων έρευνας ή νομικών σπουδών στην αλλοδαπή μόνον στους υποψηφίους εκείνους, οι οποίοι έχουν επιτύχει σε εξέταση στα νομικά συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι η υποχρέωση εξέτασης στα νομικά δεν συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.                                                                                                                                                                    
3. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-310/17, Levola Hengelo BV κατά Smilde Foods BV - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας του «έργου» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Arnhem‑Leuvarde των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Levola Hengelo BV και της Smilde Foods BV, σχετικά με την υποτιθέμενη προσβολή από τη Smilde των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της Levola όσον αφορά τη γεύση τροφίμου. Ειδικότερα, το «Heksenkaas» είναι τυρί για επάλειψη με κρέμα γάλακτος και αρωματικά χόρτα, το οποίο δημιουργήθηκε από Ολλανδό έμπορο λαχανικών και νωπών προϊόντων το 2007. Βάσει συμβάσεως που συνήφθη το 2011 και με αντάλλαγμα αμοιβή βάσει του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται από την πώληση του Heksenkaas, ο δημιουργός του μεταβίβασε στη Levola τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας επί του προϊόντος αυτού. Ωστόσο, από τις αρχές του 2014 η Smilde παρασκευάζει ένα προϊόν με την ονομασία «Witte Wievenkaas» για αλυσίδα υπεραγορών στις Κάτω Χώρες. Η Levola ενήγαγε τη Smilde ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου θεωρώντας ότι η παραγωγή και η πώληση του προϊόντος αυτού προσέβαλε τα δικαιώματα του δημιουργού επί της «γεύσης» του Heksenkaas. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την Οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου.

4. ΔΕΕ,απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-247/17, Oikeusministeriö κατά Denis Raugevicius– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο και του άρθρου 21 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Φιλανδίας (Korkeinoikeus) στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως, την οποία απηύθυναν οι ρωσικές προς τις φινλαδικές αρχές. Η αίτηση έκδοσης αφορούσε τον Denis Raugevicius, υπήκοο Λιθουανίας και Ρωσίας, για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Ειδικότερα, ο D. Raugevicius κρίθηκε ένοχος το έτος 2001 από ρωσικό δικαστήριο, για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών λόγω της κατοχής ηρωίνης και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση υποβολής από τρίτη χώρα αιτήσεως εκδόσεως πολίτη της Ένωσης (που άσκησε το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας), για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, το Κράτος-μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως υποχρεούται να εξετάσει αν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο σε σχέση με την έκδοση το οποίο να θίγει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας (δεδομένου ότι η εθνική νομοθεσία απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του εκτός της Ένωσης με σκοπό την εκτέλεση ποινής και προβλέπει τη δυνατότητα εκτίσεως στο έδαφός του της καταγνωσθείσας στην αλλοδαπή ποινή)
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν οι υπήκοοι άλλων Κρατών –μελών, οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοικοι Φινλανδίας καλύπτονται από τον κανόνα που απαγορεύει την έκδοση (που ισχύει για τους Φινλανδούς υπηκόους) και μπορούν, υπό τις ίδιες με αυτούς τους τελευταίους προϋποθέσεις, να εκτίουν την ποινή τους στη φινλανδική επικράτεια. Ωστόσο, στην περίπτωση που ένας πολίτης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμος κάτοικος του Κράτους-μέλους το ζήτημα της εκδόσεως ρυθμίζεται βάσει του εθνικού δικαίου ή του διεθνούς δικαίου που τυγχάνει εφαρμογής.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι επίδικο ενωσιακό δίκαιο εξασφαλίζει στον εν λόγω πολίτη της Ένωσης, εφόσον είναι μόνιμος κάτοικός του, την ίδια ακριβώς μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την έκδοση.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-245/17, Pedro Viejobueno Ibáñez και Emilia de la Vara González κατά Consejería de Educación de Castilla-La Mancha - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου αναφορικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Καστίλλης - Λα Μάντσα της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ του Pedro ViejobuenoIbáñez και της Emilia de la Vara González και του Υπουργείου Παιδείας της Αυτόνομης Κοινότητας της Καστίλλης-Λα Μάντσα σχετικά με τον τερματισμό των σχέσεων εργασίας που συνέδεαν τους ενδιαφερομένους με το Υπουργείο Παιδείας της Καστίλλης-Λα Μάντσα.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιτρέπει σε εργοδότη να θέσει τέλος, κατά τη λήξη του διδακτικού έτους στη σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου των εκπαιδευτικών που διορίζονται για ένα σχολικό έτος ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι, με το αιτιολογικό ότι κατά την ημερομηνία αυτή έχουν παύσει να συντρέχουν οι λόγοι επιτακτικών και επειγουσών αναγκών που αποτελούσαν προϋπόθεση για τον διορισμό τους, ενώ η σχέση εργασίας αορίστου χρόνου των εκπαιδευτικών που είναι τακτικοί υπάλληλοι διατηρείται.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική νομοθεσία.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-93/17 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας – Προσφυγή για παραβίαση απόφασης του ΔΕΕ (άρθρο 260 ΣΛΕΕ)

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας μέτρα εκτελέσεως της αποφάσεως της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑485/10), παραβίασε τις υποχρεώσεις της ως Κράτος-μέλος που προκύπτουν από το άρθρο 260, παρ. 1 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο της μη συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ανωτέρω απόφαση, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να καταβάλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 34.974 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεων και κατ’ αποκοπήν ποσό, το ύψος του οποίου θα προκύψει από τον πολλαπλασιασμό ενός ημερησίου ποσού ύψους 3.828 ευρώ επί τον αριθμό των ημερών εξακολουθήσεως της παραβάσεως. 
Η παραβιασθείσα απόφαση του ΔΕΕ αφορούσε κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία στην επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ κατά το άρθρο 16 της αποφάσεως 2009/610, η εγγύηση αποζημιώσεως που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην HDW   Ferrostaal και η οποία προέβλεπε την αποζημίωση της δεύτερης για κάθε κρατική ενίσχυση που θα υποχρεωθεί να επιστρέψει η ΕΝΑΕ συνιστά ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και είναι μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, η εγγύηση αυτή έπρεπε αμέσως να διακοπεί. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την προειδοποιητική επιστολή τα απαιτούμενα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως C‑485/10, παραβίασε τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, υποχρέωσε την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 7. 294.000 ευρώ ανά εξάμηνο από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως έως την ημερομηνία εκτελέσεως της αποφάσεως και κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 10.000.000 ευρώ.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-569/16 και C-570/16 Stadt Wuppertal κατά Maria Elisabeth Bauer και Volker Willmeroth κατά Martina Broßonn - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της  οργάνωσης του χρόνου της εργασίας καθώς και του άρθρου 31 παρ. 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της ανωτέρω Οδηγίας «1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν από το Ομοσπονδιακό δικαστήριο Εργατικών Διαφορών τη Γερμανίας στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ του Δήμου Wuppertal και της Maria Elisabeth Bauer, (Υπόθεση C‑569/16), και του Volker Willmeroth, ως ιδιοκτήτη της TWI Technische WartungundInstandsetzung Volker Willmeroth Ek και της MartinaBroßonn, (Υπόθεση C‑570/16). Αντικείμενο των διαφορών ενώπιον των εθνικών ήταν η άρνηση του Δήμου Wuppertal και του V. Willmeroth, ως πρώην εργοδοτών των θανόντων συζύγων της M. E. Bauer και της M. Broßonn, αντιστοίχως, να καταβάλουν σε αυτές χρηματική αποζημίωση για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, την οποία δεν είχαν λάβει οι σύζυγοί τους πριν από τον θάνατό τους.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία αποσβέννυται το δικαίωμα του εργαζομένου (λόγω θανάτου και λύσης της σχέσης εργασίας) στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία δεν είχε λάβει πριν από τον θάνατό του, χωρίς να γεννάται δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για την μη ληφθείσα άδεια. Το προδικαστικό ερώτημα τέθηκε υπό το πρίσμα μεταβίβασης αιτία θανάτου του συγκεκριμένου δικαιώματος στους κληρονόμους του εργαζομένου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα του Χάρτη αντιτίθενται στην επίμαχη εθνική κανονιστική αρχή.
Το δεύτερο νομικό  ζήτημα ήταν αν, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η ερμηνεία εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως με τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη, οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι συνεπάγονται τη μη εφαρμογή από το εθνικό δικαστήριο της ως άνω εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως και την επιδίκαση στον κληρονόμο του θανόντος εργαζομένου, εις βάρος του πρώην εργοδότη του εργαζομένου αυτού, χρηματικής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, με το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C‑570/16, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση αυτή, η ως άνω ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ισχύει και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του κληρονόμου του εργαζομένου και του πρώην εργοδότη του, όταν ο τελευταίος είναι ιδιώτης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι σε περίπτωση που είναι αδύνατη η ερμηνεία εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως κατά τρόπο ώστε να συνάδει προς το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει την εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση ακόμη και στην περίπτωση που οι διάδικοι είναι ιδιώτες Στην τελευταία αυτή περίπτωση το εθνικό δικαστήριο θα εφαρμόσει το άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη λόγω μη αναγνώρισης οριζοντίου αμέσου ισχύος στις διατάξεις των οδηγιών.
[Στο ίδιο πλαίσιο ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-684/16, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderungder Wissenschaften eV κατά Tetsuji Shimizu– Προδικαστική]

8.ΔΕΕ,απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018 Υπόθεση C-380/17, K, B κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τον πρόσφυγα ή/και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του/της να προσκομίσει, προκειμένου για αιτήσεις που αφορούν τα μέλη της οικογένειας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο πρόσφυγας πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7.[……] Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πρόσφυγα να πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, εάν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των K και B, υπηκόων τρίτων χωρών, και του Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης των Κάτω Χωρών σχετικά με την εκ μέρους του τελευταίου απόρριψη αιτήσεως προς χορήγηση προξενικής θεωρήσεως (visa) για διαμονή άνω των τριών μηνών στο πλαίσιο οικογενειακής επανενώσεως.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/86 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που παρέχει τη δυνατότητα απορρίψεως αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως την οποία υποβάλλει μέλος της οικογένειας ενός πρόσφυγα με την αιτιολογία ότι η ως άνω αίτηση υποβλήθηκε σε χρόνο πέραν των τριών μηνών μετά την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα στον συντηρούντα, παρέχοντας παράλληλα τη δυνατότητα υποβολής νέας αιτήσεως στο πλαίσιο άλλου καθεστώτος.
Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το άρθρο 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/86 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ρύθμιση:
– προβλέπει ότι ένας τέτοιος λόγος απορρίψεως δεν μπορεί να προβάλλεται σε περιπτώσεις που θεωρείται αντικειμενικά συγγνωστή η εκπρόθεσμη υποβολή της πρώτης αιτήσεως
– προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν πλήρως ενημερωθεί για τις συνέπειες της αποφάσεως περί απορρίψεως της πρώτης αιτήσεώς τους και για τα μέτρα που θα πρέπει να λάβουν για να προβάλουν αποτελεσματικά το δικαίωμά τους οικογενειακής επανενώσεως, και
– εγγυάται ότι οι αναγνωρισμένοι ως πρόσφυγες συντηρούντες εξακολουθούν να απολαύουν των ευνοϊκότερων προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως που έχουν εφαρμογή στους πρόσφυγες.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-328/17, Amt Azienda Trasporti e Mobilità SpA κ.λπ. κατά Atpl Liguria - Agenzia regionale per il trasporto pubblico locale SpA και Regione Liguria – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1 έως 3, καθώς και του άρθρου 2, παρ. 1, στοιχείο β, της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο της ανωτέρω Οδηγίας τα Κράτη -μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών λόγω του ότι οι αποφάσεις αυτές έχουν ληφθεί κατά παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων ή των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν την εν λόγω νομοθεσία. Επίσης, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο τα Κράτη-μέλη μεριμνούν ώστε να μην υφίσταται καμία διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία στο πλαίσιο διαδικασίας ανάθεσης συμβάσεως του δημοσίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείου  περιφέρειας Λιγουρίας της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per la Liguria) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Amt Azienda Trasporti e Mobilità SpA, Atc Esercizio SpA, Atp Esercizio Srl, Riviera Trasporti SpA και Tpl LineaSrl και, αφετέρου, της Περιφερειακής υπηρεσίας τοπικών δημόσιων μεταφορών, σχετικά με την απόφαση της δεύτερης να προκηρύξει ανεπίσημο διαγωνισμό για την ανάθεση της υπηρεσίας δημοσίων μεταφορών  εντός της Περιφέρειας Λιγουρίας. 
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 3, της Οδηγίας 89/665 όσο και το άρθρο 1, παρ. 3, της Οδηγίας 92/13 αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει σε οικονομικούς φορείς να προσφύγουν κατά των αποφάσεων της αναθέτουσας αρχής σχετικά με διαδικασία διαγωνισμού στην οποία αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν για τον λόγο ότι η εφαρμοστέα στη διαδικασία αυτή νομοθεσία καθιστούσε εξαιρετικά απίθανο να τους ανατεθεί η σχετική δημόσια σύμβαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση δεν αντιτίθεται στο ανωτέρω ενωσιακό δίκαιο 

10. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-308/17, Hellenische Republik κατά Leo Kuhn - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο α, του ανωτέρω κανονισμού «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1) α)  ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του L. Kuhn επί αγωγής με αίτημα την τήρηση των όρων δανεισμού όσον αφορά ομόλογα που είχε εκδώσει το εν λόγω Κράτος-μέλος ή την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της μη τηρήσεως των όρων αυτών. Ειδικότερα, ο L. Kuhn, ο οποίος κατοικεί στην Αυστρία, απέκτησε μέσω τράπεζας-θεματοφύλακα εγκατεστημένης στην Αυστρία, ομόλογα ονομαστικής αξίας 35.000 ευρώ, τα οποία είχαν εκδοθεί από την Ελληνική Δημοκρατία, ρυθμίζονταν από το ελληνικό δίκαιο και ήταν εισηγμένα προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών ως «άυλοι τίτλοι». Οι συγκεκριμένοι άυλοι τίτλοι καταχωρίσθηκαν στο σύστημα παρακολούθησης συναλλαγών της ελληνικής κεντρικής τράπεζας. Ο L. Kuhn άσκησε αγωγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου με αίτημα την τήρηση των όρων δανεισμού σχετικά με τα επίμαχα ομόλογα ή την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της μη τηρήσεως των όρων αυτών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο α, του Κανονισμού 1215/2012  ο «τόπος που εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» προσδιορίζεται από τους όρους δανεισμού κατά την έκδοση των εν λόγω ομολόγων ή από τον τόπο της πραγματικής εκπληρώσεως των εν λόγω όρων, όπως η καταβολή τόκων.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, αρχικά, ότι τα κρατικά ομόλογα αντικαταστάθηκαν με νέα σαφώς μικρότερης ονομαστικής αξίας, κατόπιν της θεσπίσεως του νόμου 4050/2012 από τον Έλληνα νομοθέτη και της αναδρομικής προσθήκης της ρήτρας συλλογικής δράσης (CAC). Η συγκεκριμένη αντικατάσταση δεν προβλεπόταν στους αρχικούς όρους δανεισμού αλλά ούτε και στο ισχύον ελληνικό δίκαιο κατά τον χρόνο εκδόσεως των τίτλων.
Η αναδρομική προσθήκη της ρήτρας συλλογικής δράσης (CAC) και η κατ’ αποτέλεσμα αυτής τροποποίηση των εν λόγω οικονομικών όρων οφείλονταν στις εξαιρετικές περιστάσεις σοβαρής χρηματοοικονομικής κρίσης και εφαρμόστηκε στο πλαίσιο διακυβερνητικού μηχανισμού στήριξης, αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους του ελληνικού κράτους. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη διαφορά ανάγεται σε εκδήλωση δημόσιας εξουσίας και προκύπτει από πράξεις του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του επίμαχου κανονισμού.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου