Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 8/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-710/19, G. M. A. κατά Βελγικού Δημοσίου - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, και του άρθρου 14 παρ. 4 στοιχ. β της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών, καθώς και την ερμηνεία των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 4 στοιχ. β της ανωτέρω Οδηγίας ορίζεται ότι  «4. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου VI, δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης ή μελών της οικογένειάς τους, εφόσον: […] β) οι πολίτες της Ένωσης εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσουν εργασία. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, δεν μπορούν να απελαθούν ενόσω οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι εξακολουθούν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.»

H αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου (Conseil d’État) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ G. M. A. και État belge (Βελγικού Δημοσίου) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να αναγνωρίσει στον G. M. A., ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία, δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στη βελγική επικράτεια. Ειδικότερα, ο G. M. A., Έλληνας υπήκοος, υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής στα μητρώα των αρμόδιων αρχών στο Βέλγιο προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία, σύμφωνα με σχετική νομοθεσία του Βελγίου. Ωστόσο, η αίτησή του απορρίφθηκε με απόφαση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών του Βελγίου με την αιτιολογία ότι ο G. M. A. δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από τη βελγική νομοθεσία προϋποθέσεις για τη χορήγηση δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών. Ειδικότερα, κατά την Υπηρεσία Αλλοδαπών, από τα έγγραφα που προσκόμισε ο G. M. A. δεν προέκυπτε ότι αυτός είχε πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί στη βελγική επικράτεια. Κατά συνέπεια, οι αρχές επέβαλαν στον G. M. A. να εγκαταλείψει τη χώρα εντός 30 ημερών από την εν λόγω απόφαση.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήτα εάν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παρ. 4, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι το Κράτος-μέλος υποδοχής υποχρεούται να χορηγεί εύλογη προθεσμία σε αναζητούντα εργασία προκειμένου να του παράσχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των προσφερομένων θέσεων εργασίας που είναι κατάλληλες για αυτόν και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να προσληφθεί, ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη των έξι μηνών και ότι, κατά το διάστημα αυτό, το Κράτος-μέλος υποδοχής μπορεί να επιβάλει στον ενδιαφερόμενο την υποχρέωση να αποδείξει ότι αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παρ. 4, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι ένα Κράτος-μέλος υποδοχής υποχρεούται να χορηγεί εύλογη προθεσμία σε πολίτη της Ένωσης, η οποία αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο πολίτης της Ένωσης εγγράφηκε στην αρμόδια υπηρεσία ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, το Κράτος-μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι αναζητεί εργασία. Μόνο μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας μπορεί το Κράτος-μέλος να απαιτεί από τον αναζητούντα εργασία να αποδείξει όχι μόνον ότι εξακολουθεί να αναζητεί εργασία, αλλά και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-398/19, BY κατά Generalstaatsanwaltschaft Berlin – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin, C‑182/15. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως την οποία απηύθυναν οι ουκρανικές αρχές προς τις γερμανικές αρχές, όσον αφορά τον BY, Ουκρανό και Ρουμάνο υπήκοο, προς τον σκοπό ασκήσεως ποινικής διώξεως. Ο BY ήταν Ουκρανός και Ρουμάνος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε στην Ουκρανία και έζησε στο κράτος αυτό έως τη μετεγκατάστασή του στη Γερμανία το 2012. Το 2014 απέκτησε, κατόπιν αιτήσεώς του, τη ρουμανική ιθαγένεια ως κατιών Ρουμάνων υπηκόων οι οποίοι ζούσαν παλαιότερα στην πρώην ρουμανική Μπουκοβίνα. Ωστόσο, ουδέποτε διέμεινε στη Ρουμανία. Το έτος 2016 βάσει εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από ουκρανικό δικαστήριο, η γενική εισαγγελία της Ουκρανίας υπέβαλε επίσημη αίτηση εκδόσεως του BY με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως για πράξεις υπεξαιρέσεως χρηματικών ποσών ουκρανικής κρατικής επιχειρήσεως. Η αίτηση αυτή διαβιβάστηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω του ουκρανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται στην περίπτωση πολίτη της Ένωσης, υπηκόου Κράτους -μέλους (Ρουμανία), ο οποίος διαμένει στο έδαφος άλλου Κράτους-μέλους (Γερμανία) και για τον οποίον έχει υποβληθεί αίτηση εκδόσεως από τρίτο κράτος (Ουκρανία), ακόμη και όταν ο ως άνω πολίτης της Ένωσης μετέφερε το κέντρο των συμφερόντων του στο άλλο αυτό Κράτος-μέλος (Γερμανία) σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν είχε ακόμη την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.

Αρχικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι  το γεγονός ότι ο ως άνω πολίτης της Ένωσης απέκτησε την ιθαγένεια Κράτους-μέλους και, συνακόλουθα, την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο διέμενε ήδη σε Κράτος-μέλος άλλο από εκείνο του οποίου την ιθαγένεια απέκτησε μεταγενέστερα δεν αναιρεί την ανωτέρω διαπίστωση. Στην περίπτωση αντίθετης ερμηνείας, η αδυναμία του πολίτη της Ένωσης να επικαλεστεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα της ιδιότητας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται στην περίπτωση πολίτη της Ένωσης σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.


3. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-336/19, Centraal Israëlitisch Consistorie van België e.a. κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 26, παρ. 2, πρώτο εδάφιο, στοιχ. γʹ, του Κανονισμού 1099/2009 για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου (Grondwettelijk Hof) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ των Centraal Israëlitisch Consistorie van België κ.λπ. (CICB κ.λπ.), και της Φλαμανδικής Κυβέρνησης με αντικείμενο το κύρος του διατάγματος περί τροποποιήσεως του νόμου της 14ης Αυγούστου 1986 σχετικά με την προστασία και την καλή μεταχείριση των ζώων όσον αφορά τις επιτρεπόμενες μεθόδους σφαγής των ζώων.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 26, παρ.  2, πρώτο εδάφιο, στοιχ. γʹ, του Κανονισμού 1099/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 13 ΣΛΕΕ και του άρθρου 10, παρ. 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους- μέλους η οποία επιβάλλει, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, αναστρέψιμη διαδικασία αναισθητοποίησης που δεν επιφέρει τον θάνατο του ζώου.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία επιβάλλει, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, αναστρέψιμη διαδικασία αναισθητοποίησης που δεν επιφέρει τον θάνατο του ζώου.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-311/19, BONVER WIN, a. s. κατά Ministerstvo financí ČR-Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Τσέχικης Δημοκρατίας (Nejvyšší správní soud) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της BONVER WIN a.s και του Υπουργείου Οικονομικών με αντικείμενο τη νομιμότητα της απόφασης ανάκλησης της άδειας που είχε χορηγηθεί στην πρώτη για την εκμετάλλευση τυχερών παιγνίων στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου του Děčín (Τσεχική Δημοκρατία). Ειδικότερα και λόγω του γεγονότος ότι η πόλη Děčín, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 25 χλμ. από τα γερμανικά σύνορα, είναι δημοφιλής προορισμός για τους Γερμανούς υπηκόους η BONVER WIN προσκόμισε στοιχεία για να αποδείξει ότι μέρος της πελατείας της προέρχεται από άλλα Κράτη-μέλη.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στην περίπτωση εγκατεστημένης σε Κράτος-μέλος (Τσέχικη Δημοκρατία) εταιρίας, που απώλεσε την άδειά της για εκμετάλλευση τυχερών παιγνίων λόγω εθνικής ρύθμισης, η οποία καθορίζει τους τόπους όπου επιτρέπεται η διοργάνωση τέτοιων παιγνίων και η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους παρέχοντες υπηρεσίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο έδαφος του συγκεκριμένου Κράτους-μέλους, ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρέχουν υπηρεσίες σε ημεδαπούς ή σε υπηκόους των λοιπών Κρατών-μελών, στην περίπτωση που μέρος της πελατείας της προέρχεται από άλλο Κράτος-μέλος (Γερμανία) και όχι από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στην ανωτέρω περίπτωση 

5. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-218/19, Adina Onofrei κατά Conseil de l’ordre des avocats au barreau de Paris κ.λπ - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 45 και 49 ΣΛΕΕ, σε σχέση με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στο επάγγελμα του δικηγόρου που προβλέπει εθνική κανονιστική ρύθμιση. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας (Cour de cassation) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Adina Onofrei και του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Παρισιού κλπ. σχετικά με την αίτηση της A. Onofrei για εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο. Ειδικότερα, η Onofrei, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζήτησε να γίνει δεκτή στον Δικηγορικό Σύλλογο Παρισιού. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου, αφού διαπίστωσε ότι η A. Onofrei, κάτοχος πτυχίου νομικής, μεταπτυχιακού τίτλου νομικής και διδακτορικού διπλώματος νομικής χορηγηθέντων από γαλλικά πανεπιστήμια, πληρούσε την προϋπόθεση του πτυχίου που προβλέπεται απέρριψε την αίτησή της με την αιτιολογία ότι  η A. Onofrei ουδέποτε είχε ασκήσει τα καθήκοντά της σε διοικητική αρχή ή δημόσια υπηρεσία η οποία υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης της γαλλικής δημόσιας διοίκησης ούτε είχε ποτέ αποσπασθεί από γαλλική διοικητική αρχή ή δημόσια υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν προσκρούει στα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας το ευεργέτημα της απαλλαγής από τις προϋποθέσεις επαγγελματικής καταρτίσεως και αποκτήσεως σχετικού τίτλου, οι οποίες προβλέπονται κατ’ αρχήν για την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα, χορηγείται μόνο σε ορισμένους δημοσίους υπαλλήλους Κράτους-μέλους, οι οποίοι έχουν ασκήσει υπό την ιδιότητα αυτή, εντός του εν λόγω Κράτους-μέλους, νομικής φύσεως δραστηριότητες στον τομέα του εθνικού δικαίου σε διοικητική αρχή ή δημόσια υπηρεσία ή διεθνή οργανισμό, και αποκλείονται από το ευεργέτημα της εν λόγω απαλλαγής οι υπάλληλοι ή πρώην υπάλληλοι της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης που έχουν ασκήσει υπό την ιδιότητα αυτή νομικής φύσεως δραστηριότητες σε έναν ή περισσότερους τομείς του δικαίου της Ένωσης.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι:
–  αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το ευεργέτημα της απαλλαγής δεν εφαρμόζεται στους μόνιμους, μη μόνιμους ή πρώην υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα υπό την ιδιότητα αυτή εκτός της γαλλικής επικράτειας
–  δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το ευεργέτημα μιας τέτοιας απαλλαγής εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει ασκήσει ο ενδιαφερόμενος νομικής φύσεως δραστηριότητες στον τομέα του εθνικού δικαίου και αποκλείονται από το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής οι μόνιμοι, μη μόνιμοι ή πρώην υπάλληλοι της δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι έχουν ασκήσει υπό την ιδιότητα αυτή νομικής φύσεως δραστηριότητες σε έναν ή περισσότερους τομείς που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση των νομικής φύσεως δραστηριοτήτων που συνεπάγονται την πρακτική ενασχόληση με το εθνικό δίκαιο.


6.  ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-774/19, A. B. και B. B. κατά Personal Exchange International Limited – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 15, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού 44/2001: «1. Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5:
α) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος ή·
β) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή·
γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων [...]»

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβενίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των A. B. και B. B., δύο φυσικών προσώπων που κατοικούν στη Σλοβενία, και της Personal Exchange International Limited (PEI), εμπορικής εταιρίας με έδρα τη Μάλτα, σχετικά με ποσό το οποίο η PEI παρακράτησε στο πλαίσιο συμβάσεως συμμετοχής σε παιχνίδι πόκερ συναφθείσας μέσω διαδικτύου.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 15, παρ.  1, του Κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε Κράτος-μέλος (Σλοβενία) το οποίο, αφενός, συνήψε με εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο Κράτος-μέλος (Μάλτα) σύμβαση συμμετοχής σε παιχνίδι πόκερ μέσω διαδικτύου, η οποία περιέχει γενικούς όρους τους οποίους καθορίζει η εν λόγω εταιρία και, αφετέρου, δεν έχει δηλώσει επισήμως τη δραστηριότητα αυτή ούτε την παρέχει σε τρίτους ως υπηρεσία επί πληρωμή, χάνει την ιδιότητα του «καταναλωτή», όταν αφιερώνει στο παιχνίδι αυτό πολλές ώρες ημερησίως κερδίζοντας σημαντικά ποσά.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο υπό το πρίσμα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών δεν χάνει την ιδιότητα του «καταναλωτή», ακόμη και αν αφιερώνει πολλές ώρες ημερησίως στο παιχνίδι αυτό, διαθέτει ευρύτατες γνώσεις και κερδίζει σημαντικά ποσά.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-416/20 PPU, TR - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 8 και 9 της Οδηγίας 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4α της ανωτέρω Αποφάσεως – Πλαίσιο: «1. Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:
α) εν ευθέτω χρόνω: i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης·
και ii)  είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη»

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Χανσεατικό Περιφερειακό Δικαστήριο του Αμβούργου της Γερμανίας (Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg) στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως, στη Γερμανία, ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως εκδοθέντων από Πρωτοδικείο Deva της Ρουμανίας και από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Hunedoara της Ρουμανίας με σκοπό την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών στις οποίες καταδικάσθηκε ο TR ερήμην του από τα ρουμανικά δικαστήρια. Ειδικότερα, o TR διέφυγε τον Οκτώβριο του 2018 στη Γερμανία προκειμένου να αποφύγει τις ποινικές διώξεις που κινήθηκαν εναντίον του στη Ρουμανία και οι οποίες κατέληξαν στις ανωτέρω καταδίκες. Οι ρουμανικές αρχές ενημέρωσαν τη γενική εισαγγελία του Αμβούργου ότι, όσον αφορά τις ποινικές καταδίκες για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως δεν είχε καταστεί δυνατόν να κλητευθεί αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος στη διεύθυνση κατοικίας που ήταν γνωστή στη Ρουμανία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο, κλήση προς εμφάνιση κοινοποιείτο κάθε φορά στη διεύθυνση του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι το ρουμανικό δίκαιο προβλέπει ότι, μετά την πάροδο δέκα ημερών, οι κλήσεις θεωρούνται κοινοποιηθείσες. Οι ρουμανικές αρχές προσέθεσαν ότι, στις δύο δίκες στις οποίες εκδόθηκαν οι εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις, ο κατηγορούμενος είχε εκπροσωπηθεί, σε πρώτον βαθμό, από δικηγόρους της επιλογής του και ότι, κατ’ έφεση, είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρους διορισθέντες αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια. Ωστόσο, οι ρουμανικές αρχές αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στο αίτημα των γερμανικών αρχών για παροχή εγγυήσεων όσον αφορά την επανάληψη των σχετικών ποινικών δικών.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν ένα αν το άρθρο 4α της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που, λόγω της διαφυγής του στο Κράτος-μέλος εκτελέσεως, ο ενδιαφερόμενος εμπόδισε την αυτοπρόσωπη κλήτευσή του και δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για τον λόγο και μόνον ότι στο πρόσωπο αυτό δεν παρέχεται η διασφάλιση ότι, σε περίπτωση παραδόσεως στο Κράτος-μέλος εκδόσεως του εντάλματος, θα γίνει σεβαστό το δικαίωμα σε νέα δίκη..

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-354/20 PPU, L και P – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 19, παρ. 1, ΣΕΕ, του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το πλημμελειοδικείο του Άμστερνταμ (Rechtbank Amsterdam) στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στις Κάτω Χώρες, δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως εκδοθέντων, αντιστοίχως, όσον αφορά την υπόθεση C‑354/20 PPU, από το πλημμελειοδικείο περιφέρειας Πόζναν της Πολωνίας με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του L και, όσον αφορά την υπόθεση C‑412/20 PPU, στις 26 Μαΐου 2020, από το πλημμελειοδικείο περιφέρειας Sieradz της Πολωνίας με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής επιβληθείσας στον Ρ.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6, παρ. 1, και το άρθρο 1, παρ. 3, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η δικαστική αρχή εκτελέσεως (Κάτω Χώρες) που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχει στη διάθεσή της στοιχεία, τα οποία καταδεικνύουν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο Κράτος-μέλος εκδόσεως του εντάλματος συλλήψεως (Πολωνία), η εν λόγω αρχή δύναται να κρίνει ότι: 
α) το δικαστήριο που εξέδωσε το συγκεκριμένο ένταλμα συλλήψεως δεν έχει την ιδιότητα της «δικαστικής αρχής έκδοσης» και 
β) δύναται να πιθανολογήσει ότι υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση παραδόσεως στην Πολωνία, το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν δύναται να κρίνει ότι τα ανωτέρω, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένο και ακριβή έλεγχο συνεκτιμώντας την προσωπική του κατάσταση, τη φύση της επίμαχης αξιόποινης πράξεως και του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η έκδοση του εντάλματος.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-62/19, Star Taxi App SRL κατά Unitatea Administrativ Teritorială Municipiul Bucureşti prin Primar General και Consiliul General al Municipiului Bucureşti – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παρ. 2 και 4, και του άρθρου 4 της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Βουκουρεστίου της Ρουμανίας (Tribunalul Bucureşti) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Star Taxi App SRL, αφενός, και της Τοπικής διοικητικής ενότητας του Δήμου Βουκουρεστίου κλπ. σχετικά με κανονιστική ρύθμιση η οποία εξαρτά από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας την άσκηση δραστηριότητας διευκολύνσεως της επικοινωνίας μεταξύ ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένων οδηγών ταξί, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα. Ειδικότερα, η Star Taxi App εκμεταλλεύεται εφαρμογή για έξυπνα τηλέφωνα η οποία φέρει την επωνυμία της και συνδέει απευθείας τους χρήστες υπηρεσιών ταξί με τους οδηγούς ταξί.  Όταν ένα άτομο επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης, πραγματοποιεί αναζήτηση μέσω της εν λόγω εφαρμογής, η οποία προτείνει κατάλογο διαθέσιμων οδηγών ταξί, με πέντε ή έξι τύπους αυτοκινήτων, που προτείνουν διαφορετικές τιμές. Σημειωτέον, ότι η Star Taxi App δεν διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών στους οδηγούς ταξί και δεν καθορίζει το κόμιστρο, το οποίο καταβάλλεται απευθείας στον οδηγό στο τέλος της διαδρομής. Η Star Taxi App παρέχει την υπηρεσία αυτή συνάπτοντας απευθείας συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με οδηγούς ταξί.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τις διατάξεις αυτές, υπηρεσία διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, για την οποία ο πάροχος της εν λόγω υπηρεσίας: 
α) έχει συνάψει προς τούτο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους οδηγούς αυτούς έναντι καταβολής μηνιαίας συνδρομής, αλλά δεν τους διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών, 
β) δεν καθορίζει το κόμιστρο ούτε το εισπράττει από τα άτομα αυτά, τα οποία το καταβάλλουν απευθείας στον οδηγό ταξί,
γ) δεν ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» σύμφωνα με το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο υπηρεσία διαμεσολάβησης με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Σλοβενίας - Παράβαση Κράτους-μέλους 

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας και οι σλοβενικές αρχές διεξήγαγαν ανακριτική διαδικασία για ορισμένους υπαλλήλους της εν λόγω Κεντρικής Τράπεζας, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής της τράπεζας αυτής, σε βάρος των οποίων υπήρχαν υπόνοιες καταχρήσεως εξουσίας και παραβάσεως καθήκοντος στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως μιας σλοβενικής τράπεζας. Στο πλαίσιο των ως άνω επαφών, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας διαβίβασε στις σλοβενικές αρχές, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ορισμένες πληροφορίες και ορισμένα έγγραφα, που δεν συνδέονταν με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος. Οι σλοβενικές αρχές θεώρησαν ότι η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας δεν είχε παράσχει όλες τις πληροφορίες και όλα τα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί και έτσι προέβησαν σε έρευνα και σε κατάσχεση εγγράφων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας παρά το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα υποστήριξε ότι οι σλοβενικές αρχές δεν έπρεπε να έχουν πρόσβαση χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της ΕΚΤ.
Μετά την τήρηση της προδικασίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων της ΕΚΤ και παραλείποντας να συνεργαστεί καλόπιστα με την ΕΚΤ παραβίασε α) τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, β) το πρωτόκολλο (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γ) το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δ) από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.
Σύμφωνα με το άρθρο 343 ΣΛΕΕ «Η Ένωση απολαύει, στην επικράτεια των κρατών μελών, των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρωτόκολλο της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αυτό ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.»
Η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας παραβίασε την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που υπέχει από το άρθρο 18 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών και από το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ, διότι οι Σλοβενικές Αρχές δεν συνεννοήθηκαν με την ΕΚΤ, είτε πριν είτε μετά την έρευνα και την κατάσχεση εγγράφων που διενήργησαν, προκειμένου να επιτύχουν τον συμβιβασμό μεταξύ της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ και της ανακριτικής διαδικασίας.

Το ΔΕΕ, επί του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έκρινε ότι οι σλοβενικές αρχές παραβίασαν την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την ΕΚΤ.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων σχετικών με την εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και του Ευρωσυστήματος παραβίασε το επίδικο Δίκαιο της Ένωσης. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου