Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 6/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2020, FT κατά Universitatea, Υπόθεση C-644/19, Lucian Blaga” Sibiu κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, του άρθρου 2, παρ. 2, στοιχ. βʹ, και του άρθρου 3 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, καθώς και της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, (συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη ρήτρα 4 σημείο 1 της Συμφωνίας Πλαισίου «Αρχή της μη διάκρισης» ορίζεται ότι «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Alba Iulia της Ρουμανίας  (Curtea de Apel Alba Iulia) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της FT και, αφετέρου, του Universitatea «Lucian Blaga» Sibiu (Πανεπιστήμιο), των GS κ.λπ., του HS, καθώς και του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, σχετικά με τους όρους εργασίας της στο πανεπιστήμιο μετά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής ρύθμισης δυνάμει της οποίας οι διδάσκοντες ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος που συνεχίζουν να ασκούν το επάγγελμά τους μετά τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης μπορούν να διατηρήσουν το καθεστώς του μόνιμου διδάσκοντος μόνον εφόσον έχουν την ιδιότητα του επιβλέποντος διδακτορική διατριβή, ενώ οι διδάσκοντες που δεν έχουν την εν λόγω ιδιότητα μπορούν να συνάψουν με το ως άνω ίδρυμα μόνον συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες προβλέπουν αμοιβή κατώτερη από αυτή των μελών του μόνιμου διδακτικού προσωπικού.
Ειδικότερα εξετάστηκε αν οι συνθήκες απασχόλησης όπως αυτές που προκύπτουν από τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψε η FT, ειδικότερα δε το συνδεόμενο με αυτήν καθεστώς κατώτερης αμοιβής, συνιστούν διαφορετική μεταχείριση αντίθετη προς τη ρήτρα 4, σημείο 1, της Συμφωνίας-Πλαισίου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της Συμφωνίας-Πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή της ανωτέρω εθνικής ρύθμισης υπό την προϋπόθεση ότι η πρώτη κατηγορία διδασκόντων (που έχουν την ιδιότητα του επιβλέποντος διδακτορική διατριβή) αποτελείται από εργαζομένους αορίστου χρόνου αντίστοιχους με εκείνους που εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία και ότι η διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά, ιδίως, το εν λόγω καθεστώς αμοιβών δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2020, Υπόθεση C-641/19,  EU κατά PE Digital GmbH – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 11, του άρθρου 14, παρ. 3, και του άρθρου 16, στοιχείο ιγʹ, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 της Οδηγίας 2011/83  «[…] 3.   Εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης αφού έχει κάνει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 ή το άρθρο 8 παράγραφος 8, οφείλει ο καταναλωτής να καταβάλει στον έμπορο, σε σύγκριση με την πλήρη κάλυψη της σύμβασης, ένα ποσό ανάλογο προς τα παρασχεθέντα μέχρι τη στιγμή που ο καταναλωτής ενημέρωσε τον έμπορο ότι θα ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης. Το αναλογούν ποσό που ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλει στον έμπορο υπολογίζεται βάσει της συνολικής τιμής που είχε συμφωνηθεί στη σύμβαση. Εάν η συνολική τιμή είναι υπερβολική, το αναλογούν ποσό θα πρέπει να υπολογιστεί βάσει της αγοραίας αξίας των παρασχεθέντων.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο του Αμβούργου (Amtsgericht Hamburg) της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της EU, ως καταναλώτριας, και της PE Digital GmbH, σχετικά με το ποσό που οφείλεται στην ως άνω εταιρία κατόπιν της ασκήσεως από την EU του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση. Ειδικότερα, η PE Digital, εταιρία εδρεύουσα στη Γερμανία, εκμεταλλεύεται τον ιστότοπο συναντήσεων «Parship» (www.parship.de). Πρότεινε στους χρήστες της δύο τύπους συνδρομής, ήτοι τη δωρεάν συνδρομή, η οποία καθιστά δυνατή την πολύ περιορισμένη επαφή με άλλους χρήστες και τη λεγόμενη «premium» συνδρομή για χρονικό διάστημα 6, 12 ή 24 μηνών. Η EU, ως καταναλώτρια, συνήψε με την PE Digital σύμβαση για δωδεκάμηνη συνδρομή «premium» έναντι 523,95 ευρώ (επίμαχη σύμβαση). Η PE Digital ενημέρωσε την EU για το δικαίωμά της υπαναχωρήσεως και η τελευταία επιβεβαίωσε στην PE Digital ότι έπρεπε να αρχίσει να εκπληρώνει την προβλεπόμενη από την εν λόγω σύμβαση παροχή πριν από τη λήξη της προθεσμίας υπαναχωρήσεως. Ωστόσο, η EU υπαναχώρησε από την επίμαχη σύμβαση και η PE Digital της χρέωσε συνολικό ποσό ύψους 392,96 ευρώ ως αποζημίωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το άρθρο 14, παρ. 3, της Οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι, για τον καθορισμό του αναλογούντος ποσού που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής στον έμπορο, όταν ο καταναλωτής αυτός έχει ρητώς ζητήσει να αρχίσει η εκτέλεση της συναφθείσας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχωρήσεως και υπαναχωρεί από τη σύμβαση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συμπεφωνημένο στην εν λόγω σύμβαση τίμημα για το σύνολο των παροχών που προβλέπει η σύμβαση ή εάν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι μία από τις παροχές προς τον καταναλωτή που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως πραγματοποιήθηκε στο σύνολό της πριν από την υπαναχώρηση του τελευταίου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 14, παρ. 3, της Οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι, για τον καθορισμό του αναλογούντος ποσού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συμπεφωνημένο στην εν λόγω σύμβαση τίμημα για το σύνολο των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως. Μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η συναφθείσα σύμβαση προβλέπει ρητώς ότι μία ή περισσότερες από τις παροχές πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου από την έναρξη της εκτελέσεως της συμβάσεως, αυτοτελώς, έναντι τιμήματος που πρέπει να καταβληθεί χωριστά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του τιμήματος που προβλέπεται για μια τέτοια παροχή κατά τον υπολογισμό του ποσού που οφείλεται στον έμπορο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παρ. 3, της Οδηγίας αυτής.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020. υπόθεση C‑637/19, BY κατά CX – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, και του άρθρου 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29 «Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Στοκχόλμης δικάζον ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας και εμπορικών διαφορών (Svea hovrätt – Patent- och marknadsöverdomstolen) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του εκκαλούντος (BY) της κύριας δίκης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί μιας φωτογραφίας, και του εφεσίβλητου (CX), χρήστη της συγκεκριμένης φωτογραφίας, ο οποίος διαβίβασε αντίγραφο ιστοσελίδας από τον ιστότοπο του εκκαλούντος, όπου περιεχόταν η επίδικη φωτογραφία, ως αποδεικτικού στοιχείου σε μεταξύ τους δίκη ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι ο όρος «παρουσίαση στο κοινό» καλύπτει την ηλεκτρονική διαβίβαση σε δικαστήριο προστατευόμενου έργου ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας μεταξύ ιδιωτών.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ η έννοια της «παρουσίασης στο κοινό» απαρτίζεται από δύο σωρευτικά στοιχεία, ήτοι από μια πράξη παρουσίασης έργου και από την παρουσίαση του έργου αυτού σε κοινό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι ο όρος «παρουσίαση στο κοινό» δεν καλύπτει την ηλεκτρονική διαβίβαση σε δικαστήριο προστατευόμενου έργου ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας μεταξύ ιδιωτών.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020,  Υπόθεση C-649/18, A κατά Daniel B κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, του άρθρου 85γ της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση.
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο των Παρισίων (cour d’appel de Paris) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της A, εταιρίας ολλανδικού δικαίου η οποία εκμεταλλεύεται φαρμακείο εγκατεστημένο στις Κάτω Χώρες καθώς και ιστότοπο που απευθύνεται ειδικά σε πελάτες στη Γαλλία, και, αφετέρου, των Daniel B, UD, AFP, B και L, οι οποίοι είναι φορείς εκμετάλλευσης φαρμακείων και ενώσεις που εκπροσωπούν τα επαγγελματικά συμφέροντα των εγκατεστημένων στη Γαλλία φαρμακοποιών. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η προώθηση,  εκ μέρους της A, ιστοτόπου σε πελάτες στη Γαλλία μέσω πολύμορφης διαφημιστικής εκστρατείας ευρείας εμβέλειας. Ειδικότερα, η A διεξήγαγε διαφημιστική εκστρατεία για τη δραστηριότητα διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων που απευθύνεται, στους Γάλλους καταναλωτές (αποστολή διαφημιστικών φυλλαδίων μέσα σε δέματα που αποστέλλονται από άλλους φορείς δραστηριοποιούμενους στην εξ αποστάσεως πώληση καθώς και την ταχυδρομική αποστολή διαφημιστικών επιστολών. Οι Daniel B κ.λπ. ενήγαγαν την Α ενώπιον του Εμποροδικείου των Παρισίων στη Γαλλία (tribunal de commerce de Paris) ζητώντας, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία θεώρησαν ότι υπέστησαν λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού που άσκησε η A αντλώντας αθέμιτο πλεονέκτημα από τη μη τήρηση των γαλλικών ρυθμίσεων στον τομέα της διαφήμισης και της πώλησης φαρμάκων μέσω διαδικτύου.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το Κράτος-μέλος (εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή επί του εγκατεστημένου σε άλλο Κράτος-μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής), εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προσελκύουν πελάτες με ορισμένες διαδικασίες και μέσα, ιδίως δε με μαζική διανομή διαφημιστικών ταχυδρομικών επιστολών και φυλλαδίων εκτός του φαρμακείου τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση δεν αντιτίθεται στο επίδικο Δίκαιο της ΕΕ. 

5. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2020, Υπόθεση C-556/19, Eco TLC κατά Ministre de la Transition écologique et solidaire και Ministre de l’Économie et des Finances – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας Conseil d’ Etat) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Eco TLC και, αφετέρου, του Υπουργού Επικρατείας, Υπουργού Οικολογικής και Αλληλέγγυας Μετάβασης, και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών σχετικά με τη νομιμότητα υπουργικής απόφασης με την οποία προβλέφθηκε η αναπροσαρμογή οικονομικής ενίσχυσης που καταβάλλεται από την Eco TLC στους συμβεβλημένους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την επεξεργασία των αποβλήτων από τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα ένδυσης, τα λευκά είδη οικιακής χρήσης και τα υποδήματα. Ειδικότερα, η υπουργική απόφαση είχε ορίσει στα 65 ευρώ ανά τόνο τον συντελεστή για τον υπολογισμό της ενίσχυσης για τη βιωσιμότητα που αφορούσε την ανάκτηση υλικών. Ωστόσο, με νεότερη απόφαση αναπροσαρμόστηκε η ενίσχυση και ο εν λόγω συντελεστής αυξήθηκε στα 82,5 ευρώ ανά τόνο για τα ποσά που καταβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου 2018. Η Eco TLC προσέφυγε κατά της υπουργικής απόφασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω υπουργική απόφαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παρ. 1 ΣΛΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το άρθρο 107, παρ. 1, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι συνιστά κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση με κρατικούς πόρους, μηχανισμός με τον οποίο ιδιωτικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός οικολογικής διαχείρισης εισπράττει από επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν στην αγορά συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων και οι οποίες συνάπτουν με αυτόν σχετική σύμβαση, εισφορές ως αντάλλαγμα για υπηρεσία συνιστάμενη στο να μεριμνά για λογαριασμό τους για την επεξεργασία των αποβλήτων των προϊόντων αυτών και καταβάλλει σε φορείς επιφορτισμένους με τη διαλογή και την ανάκτηση των εν λόγω αποβλήτων επιδοτήσεις των οποίων το ύψος καθορίζεται στην εκδιδόμενη έγκριση βάσει περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο ανωτέρω μηχανισμός με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα δεν συνιστά παρέμβαση με κρατικούς πόρους, εφόσον οι ως άνω επιδοτήσεις δεν παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Υπόθεση C-181/19, Jobcenter Krefeld - Widerspruchsstelle κατά JD - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, των άρθρων 7 και 10 του Κανονισμού 492/2011 που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, του άρθρου 24, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Kρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανώτερο δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως της Βόρειας Ρηνανίας‑Βεστφαλίας, της Γερμανίας (Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Οργανισμού απασχόλησης του Krefeld – Επιτροπή προσφυγών (Jobcenter) και του JD (Πολωνός), σχετικά με την άρνηση του εν λόγω οργανισμού να χορηγήσει στον JD και στις δύο του θυγατέρες βασικές παροχές κοινωνικής προστασίας που προβλέπονται από τη γερμανική νομοθεσία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 7, παρ. 2, και το άρθρο 10 του Κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους δυνάμει της οποίας υπήκοος άλλου Κράτους-μέλους και τα ανήλικα τέκνα του που έχουν, τόσο ο μεν όσο και τα δε, εντός του πρώτου Κράτους-μέλους δικαίωμα διαμονής το οποίο θεμελιώνεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011, λόγω της φοίτησης των τέκνων σε σχολείο του εν λόγω κράτους, αποκλείονται υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις και αυτομάτως από το δικαίωμα να λαμβάνουν τις παροχές για την κάλυψη των εξόδων της διαβίωσής τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση

7. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Υπόθεση C-66/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας – Προσφυγή επί παραβάσει

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε προσφυγή κατά της Ουγγαρίας με αιτήματα α) να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία, απαιτώντας, στην περίπτωση των αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), να έχει συναφθεί διεθνής σύμβαση ως προϋπόθεση για να μπορούν να παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο XVII της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 B της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ),  β) να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία, επιβάλλοντας στα αλλοδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να παρέχουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη χώρα προέλευσής τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 16 της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, γ ) να διαπιστώσει ότι η Ουγγαρία, επιβάλλοντας τα προαναφερθέντα μέτρα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, το άρθρο 14, παρ. 3, και το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ουγγαρία προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως, όσον αφορά τις αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με παραβάσεις διατάξεων της GATS. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι ο τομέας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη είναι εκείνα που, στον συγκεκριμένα τομέα, λογοδοτούν ατομικώς για την ενδεχόμενη μη τήρηση των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο της GATS.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις της GATS, που αναλήφθηκαν αρχικώς από την Ουγγαρία, μεταβιβάστηκαν εν συνεχεία στην Ένωση, το αργότερο, με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας και συνιστούν, ως εκ τούτου, υποχρέωση δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, η παράβαση της οποίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας λόγω παραβάσεως.
Υπέρ της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να διαπιστώνει, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, παραβιάσεις της GATS από τα Κράτη-μέλη, συνηγορεί το γεγονός ότι τρίτο κράτος μπορεί να κινήσει διαδικασία κατά της Ένωσης ενώπιον των οργάνων επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ λόγω τέτοιας παραβιάσεως.
Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ιδιαιτερότητα που έγκειται στην ύπαρξη του συστήματος επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ όχι μόνον δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα η οποία ανατίθεται στο Δικαστήριο με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αλλά η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας συνάδει πλήρως με την υποχρέωση κάθε μέλους του ΠΟΕ να διασφαλίζει την τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο του οργανισμού αυτού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω επίδικα μέτρα ήτοι α) η απαίτηση τα αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα, που είναι εγκατεστημένα εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), να έχουν δικαίωμα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών βάσει διεθνούς σύμβασης,  β) η απαίτηση τα αλλοδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητα στην Ουγγαρία, μόνο εάν παρέχουν ήδη υπηρεσίες διδασκαλίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εντός του κράτους της έδρας τους, παραβιάζουν τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ουγγαρία από το άρθρο XVII της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς και, στον βαθμό που η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στην περίπτωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 16 της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2020, Υπόθεση C-243/19, A κατά Veselības ministrija - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 20, παρ. 2, του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, του άρθρου 8, παρ. 5, της Οδηγίας 2011/24/ΕΕ περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης, του άρθρου 56 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Ανώτατο Δικαστήριο της Λεττονίας (Augstākās tiesa (Senāts)) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A και του Υπουργείου Υγείας σχετικά με την άρνηση χορηγήσεως εγκρίσεως όσον αφορά την παροχή στον υιό του A, σε άλλο Κράτος-μέλος, υγειονομικής περιθάλψεως καλυπτόμενης από τον κρατικό προϋπολογισμό της Λεττονίας.
Ειδικότερα, ο υιός του αναιρεσείοντος, ανήλικος που πάσχει από συγγενή καρδιακή διαμαρτία, έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδίας. Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, ασφαλισμένος στο λεττονικό σύστημα υγείας, αντιτάχθηκε στη μετάγγιση αίματος κατά την εγχείρηση αυτή, με την αιτιολογία ότι ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Δεδομένου ότι η εγχείρηση αυτή δεν ήταν δυνατή στη Λεττονία χωρίς να πραγματοποιηθεί μετάγγιση αίματος, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ζήτησε από το Nacionālais Veselības dienests (εθνικό σύστημα υγείας, Λεττονία) να χορηγήσει για τον υιό του το έντυπο S2, το οποίο επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να τύχει ορισμένης προγραμματισμένης υγειονομικής περιθάλψεως, μεταξύ άλλων, σε Κράτος-μέλος της Ένωσης διαφορετικό από το κράτος ασφαλίσεώς του, προκειμένου ο υιός του να υποβληθεί στην εν λόγω εγχείρηση στην Πολωνία. Το σύστημα υγείας αρνήθηκε να χορηγήσει το έντυπο αυτό. Το Υπουργείο Υγείας επικύρωσε την απόφαση του συστήματος υγείας με την αιτιολογία ότι η επίμαχη εγχείρηση μπορούσε να πραγματοποιηθεί στη Λεττονία και ότι μόνον η κατάσταση της υγείας καθώς και οι φυσικοί περιορισμοί ενός προσώπου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του εν λόγω εντύπου. Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου ζητώντας την έκδοση, υπέρ του υιού του, ευμενούς διοικητικής πράξεως αναγνωρίζουσας το δικαίωμά του να τύχει προγραμματισμένης υγειονομικής περιθάλψεως. Ωστόσο, το ανωτέρω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 20, παρ. 2, του Κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 21 παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι απαγορεύει στο κράτος μέλος κατοικίας του ασφαλισμένου να αρνηθεί να του χορηγήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού έγκριση, όταν είναι διαθέσιμη στο Κράτος-μέλος κατοικίας νοσοκομειακή περίθαλψη της οποίας η αποτελεσματικότητα από ιατρική άποψη είναι αναμφισβήτητη, πλην όμως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου αυτού εναντιώνονται στη χρησιμοποιούμενη μέθοδο θεραπείας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στο Κράτος-μέλος κατοικίας του ασφαλισμένου να αρνηθεί να του χορηγήσει την έγκριση συνεκτιμώντας τα επίδικα πραγματικά περιστατικά.
 
9. . ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-511/18, C-512/18 και C-520/18, La Quadrature du Net κ.λπ. κατά Premier ministre κ.λπ. – Προδικαστική

Οι αιτήσεις προδικαστικής απόφασης αφορούσαν την ερμηνεία αφενός, του άρθρου 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των άρθρων 12 έως 15 της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά. 
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.1 της Οδηγίας 2002/58 «1.Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας [95/46]. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη [διατήρηση] δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»
Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’ État) (C‑511/18 και C‑512/18), και το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου (Cour constitutionnelle) (C‑520/18) σχετικά με τη νομιμότητα κανονιστικών μέτρων.
Ένα από τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν ήταν αν το άρθρο 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58  αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να εφαρμόζουν στα δίκτυά τους μέτρα τα οποία καθιστούν δυνατή, α) την αυτοματοποιημένη ανάλυση καθώς και τη συλλογή, σε πραγματικό χρόνο, των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης και β) τη συλλογή, σε πραγματικό χρόνο, των τεχνικών δεδομένων σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του χρησιμοποιούμενου τερματικού εξοπλισμού, χωρίς να προβλέπεται σχετική ενημέρωση των προσώπων τα οποία αφορούν οι εν λόγω επεξεργασίες και συλλογές.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση όταν:
– η χρήση της μεθόδου αυτοματοποιημένης ανάλυσης περιορίζεται σε περιπτώσεις στις οποίες ένα Κράτος-μέλος αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια, η οποία είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που δικαιολογούν το εν λόγω μέτρο καθώς και αν τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που πρέπει να έχουν θεσπιστεί, και
–        η χρήση της μεθόδου συλλογής δεδομένων κίνησης και δεδομένων θέσης σε πραγματικό χρόνο περιορίζεται στα πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, και υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, η απόφαση της οποίας έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω συλλογή σε πραγματικό χρόνο επιτρέπεται μόνον εντός των ορίων του απολύτως αναγκαίου. 

10. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Υπόθεση C-623/17, Privacy International κατά Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs κ.λπ. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 3, και του άρθρου 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ καθώς και των άρθρων 7 και 8 και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Ειδικό Δικαιοδοτικό Όργανο προστασίας των δεδομένων ιδιωτικής ζωής  του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Privacy International και, αφετέρου, του Υπουργού Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας, του Υπουργού Εσωτερικών, του Κυβερνητικού Αρχηγείου Επικοινωνιών, της Υπηρεσίας ασφαλείας, και της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με τη νομιμότητα κανονιστικής ρύθμισης που επιτρέπει την απόκτηση και χρήση μαζικών δεδομένων επικοινωνίας από τις υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το άρθρο 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει σε κρατική αρχή να επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για τους σκοπούς της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας, την υποχρέωση γενικής και χωρίς διάκριση διαβίβασης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης στις υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο αντιτίθεται στην ανωτέρω κρατική ρύθμιση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου