Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

CES-DUTH FOCUS ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2017
Απόκλιση από τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου  Προστασίας του 
Περιβάλλοντος σε Ενεργειακές Δραστηριότητες

Χαρίκλεια Αρώνη, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμονας στη Νομική Σχολή ΔΠΘ

Επιτρέπεται απόκλιση από το δίκαιο προστασίας περιβάλλοντος όταν πρόκειται για ενεργειακές δραστηριότητες; Μπορούμε να επικαλεστούμε, σε περιπτώσεις παραβιάσεων των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Προστασίας του Περιβάλλοντος, τις περιστάσεις πού αίρουν τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης του κράτους, σύμφωνα με τα Άρθρα για τη Διεθνή Ευθύνη των Κρατών;
Το ερώτημα τίθεται κατ' αρχήν μέσα στο πλαίσιο της αντίστιξης ανάμεσα στον χαρακτήρα των υποχρεώσεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και τις περιστάσεις που αίρουν  τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης. Η κύρια υποχρέωση των κρατών σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος είναι η επίδειξη της «προσήκουσας επιμέλειας» έτσι ώστε οι δραστηριότητες που εµπίπτουν στη δικαιοδοσία τους να μην προκαλούν ζηµίες στο περιβάλλον άλλων κρατών και συνδέεται με μια σειρά άλλες υποχρεώσεις, όπως η υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών και διεξαγωγής διαβουλεύσεων. Σε γενικές γραμμές, οι υποχρεώσεις αυτές έχουν ένα διαρκή χαρακτήρα. Αντίθετα, ο χαρακτήρας των περιστάσεων που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα μιας κρατικής ενέργειας είναι προσωρινός καθώς αίρουν το άδικο για εκείνο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υφίστανται και μόνο.
Περαιτέρω, το Διεθνές Δίκαιο της Προστασίας του Περιβάλλοντος, συμπεριλαμβάνει κανόνες που αφορούν προβλήματα διασυνοριακά και περιφερειακά, κανόνες που αφορούν οικουμενικά ζητήματα, ή ακόμα και ζητήματα που αφορούν το εσωτερικό του κράτους και μάλιστα για πολλαπλά αντικείμενα, π.χ. την προστασία του εδάφους, των υδάτων, της χλωρίδας και της πανίδας. Κάθε ενέργεια του κράτους η οποία έχει πιθανές περιβαλλοντικές συνέπειες, ρυθμίζεται από ποικίλες νομικές διατάξεις. Ωστόσο, από τις περιστάσεις πού αίρουν τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης του κράτους, η συναίνεση, η νόμιμη άμυνα και τα αντίμετρα εξουδετερώνουν τον άδικο χαρακτήρα της κρατικής ενέργειας, μόνο όσον αφορά τις σχέσεις του κράτους που ευθύνεται για την παραβίαση και του κράτους που την υφίσταται.  
Σε διαφορετικό πλαίσιο τίθεται η κατάσταση ανάγκης η οποία εκφράζει τη σύγκρουση ανάμεσα στην προστασία ενός θεμελιώδους συμφέροντος από σοβαρό και επικείμενο κίνδυνο και την εκπλήρωση μιας διεθνούς υποχρέωσης. Εάν η αναγκαιότητα τόσο της προστασίας του περιβάλλοντος όσο και της πρόσβασης σε ενέργεια μπορούν να θεωρηθούν θεμελιώδη συμφέροντα, τότε η κατάσταση ανάγκης εκφράζει τη σύγκρουση ανάμεσα τους. Τίθεται, επομένως το ερώτημα εάν είναι δυνατόν, υπό ιδιαίτερες περιστάσεις, να επιτρέπει την απόκλιση από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος σε ενεργειακές δραστηριότητες.
Υπό διαφορετικό πρίσμα, η αρχή της πρόληψης είναι πιθανόν να δυσχεραίνει στην πράξη την επίκληση λόγων που αίρουν το άδικο. Σύμφωνα με την αρχή της πρόληψης, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι ένα σχεδιαζόμενο έργο θα επιφέρει σοβαρή ή αμετάκλητη βλάβη για να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα αλλά αρκεί και μόνο η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας σχετικά. Η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας η οποία ανακύπτει συχνά ως προς τις συνέπειες μεγάλων και μακρόπνοων έργων, όπως αυτά που συναντάμε στο σύγχρονο ενεργειακό τομέα σημαίνει ότι δεν θα είναι βέβαιο σε ποια κράτη θα εκτείνονται οι συνέπειες της σχεδιαζόμενης δράσης. Επομένως, η επίκληση, ιδίως της συναίνεσης και των αντιμέτρων δεν θα είναι πρακτικά δυνατή (Βλ την μελέτη εδώ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου