Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Μάρτιος 2018 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-558/16, Doris Margret Lisette Mahnkopf – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ.1του Κανονισμού 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι «1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις κληρονομικές διαδοχές.» Ωστόσο, από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού εξαιρούνται θέματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων καθώς και το περιουσιακό καθεστώς σχέσεων οι οποίες βάσει του εφαρμοστέου δικαίου θεωρείται ότι παράγουν αποτελέσματα παρόμοια με αυτά του γάμου. Επίσης, το άρθρο 1371 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα, στο εξής: BGB) όριζε ότι  «1. Εάν το καθεστώς ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων λήξει λόγω θανάτου ενός συζύγου, η συμμετοχή στα αποκτήματα πραγματοποιείται διά της αυξήσεως της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας του επιζώντος συζύγου κατά το ένα τέταρτο της κληρονομίας· δεν ασκεί, συναφώς, επιρροή αν υπήρξε πράγματι αύξηση της περιουσίας των συζύγων στη συγκεκριμένη περίπτωση». Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας επί αιτήσεως εκδόσεως ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου που κίνησε η Mahnkopf ενώπιον των αρμόδιων γερμανικών αρχών μετά τον θάνατο του συζύγου της και αφορούσε την κληρονομική διαδοχή του τελευταίου. Ειδικότερα  η σύζυγος του κληρονομουμένου ζήτησε την έκδοση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου προκειμένου να διενεργηθεί μεταγραφή του δικαιώματος κυριότητας επί του ευρισκόμενου στη Σουηδία ακινήτου υπέρ των κληρονόμων του L. Mahnkopf  (συζύγου της). Το εθνικό δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, εκτιμώντας ότι το άρθρο 1371, παράγραφος 1, του BGB αφορά ζητήματα σχετικά με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 650/2012.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, του Κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία προβλέπει ότι κατά τον θάνατο του ενός συζύγου χωρεί κατ’ αποκοπή κατανομή των αποκτημάτων με προσαύξηση της κληρονομικής μερίδας του επιζώντος συζύγου. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 1 του Κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του η ανωτέρω διάταξη του εθνικού δικαίου.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-551/16, J. Klein Schiphorst κατά Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 64, παρ. 1, στοιχείο γ, του Κανονισμού 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «1. Ο πλήρως άνεργος, ο οποίος πληροί τους όρους της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους για τη θεμελίωση δικαιώματος παροχών και μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος για να αναζητήσει εκεί απασχόληση, διατηρεί το δικαίωμα των χρηματικών παροχών ανεργίας υπό τους ακόλουθους όρους και σύμφωνα με τους ακόλουθους περιορισμούς:[...] γ)  το δικαίωμα παροχών διατηρείται για περίοδο τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να είναι στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους από το οποίο αναχώρησε, υπό τον όρο ότι η συνολική διάρκεια χορήγησης των παροχών δεν υπερβαίνει τη συνολική χρονική διάρκεια του δικαιώματός του σε παροχές δυνάμει της νομοθεσίας του σχετικού κράτους μέλους· η περίοδος τριών μηνών δύναται να παρατείνεται από την αρμόδια υπηρεσία ή φορέα έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο·[...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις των Κάτω Χωρών (Centrale Raad van Beroep) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του J. Klein Schiphorst και του διοικητικού συμβουλίου του φορέα διαχειρίσεως των ασφαλειών μισθωτών εργαζομένων σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεώς του να παραταθεί η περίοδος εξαγωγής της παροχής του ανεργίας πέραν των τριών μηνών. Ειδικότερα, ο J. Klein Schiphorst, Ολλανδός υπήκοος, ενώ διέμενε στις Κάτω Χώρες και ελάμβανε παροχές ανεργίας ενημέρωσε τον φορέα διαχειρίσεως των ασφαλειών μισθωτών εργαζομένων ότι επρόκειτο να μεταβεί στην Ελβετία προς ανεύρεση εργασίας και ζήτησε προς τούτο να διατηρήσει το δικαίωμά του σε παροχές ανεργίας. Εν συνεχεία, ο J. Klein Schiphorst ζήτησε από τον αρμόδιο φορέα, βάσει του Κανονισμού 883/2004, την παράταση της περιόδου εξαγωγής των παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε. Ας σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη υπόθεση αναφέρεται στην περίπτωση ενός πολίτη της ΕΕ, ο οποίος μεταβαίνει σε μία τρίτη χώρα (Ελβετική Συνομοσπονδία). Ωστόσο, βάσει συμφωνίας ΕΚ – Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ο Κανονισμός 883/2004 εφαρμόζεται σε διαφορές όπως η επίδικη.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το επίδικο άρθρο έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό μέτρο, το οποίο επιβάλλει στον αρμόδιο φορέα να απορρίπτει κατά κανόνα κάθε αίτηση παρατάσεως της περιόδου εξαγωγής παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών, εκτός αν ο εν λόγω φορέας εκτιμά ότι η απόρριψη της αιτήσεως αυτής θα κατέληγε σε παράλογο αποτέλεσμα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο άρθρο του Κανονισμού δεν αντιτίθεται στο ανωτέρω εθνικό μέτρο.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-494/16, Giuseppa Santoro κατά Comune di Valderice και Presidenza del Consiglio dei Ministri - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας της συμφωνίας   πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και έχει προσαρτηθεί στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία   πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαίσιο «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται “διαδοχικές”, β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο του Trapani (Tribunale di Trapani) της Ιταλίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Giuseppa Santoro και του Δήμου του Valderice με αντικείμενο τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ της ενδιαφερομένης και του Δήμου αυτού. Ειδικότερα το άρθρο 32, παρ. 5, του νόμου 183/2010 προβλέπει ότι, σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, το δικαστήριο υποχρεώνει τον εργοδότη να καταβάλει στον εργαζόμενο συνολική αποζημίωση κυμαινόμενη μεταξύ των τελευταίων πλήρων πραγματικών αποδοχών 2,5 και 12 μηνών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η ρήτρα 5 της συμφωνίας   πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιβάλλει, για την καταχρηστική χρησιμοποίηση, από εργοδότη που υπάγεται στον δημόσιο τομέα, διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, υποχρέωση καταβολής, στον εργαζόμενο, πλήρους αποζημιώσεως προκειμένου να αντισταθμιστεί η μη μετατροπή της σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά προβλέπει τη χορήγηση αποζημιώσεως κυμαινόμενης μεταξύ 2,5 και 12 μηνιαίων μισθών υπολογιζομένων βάσει των τελευταίων αποδοχών του εν λόγω εργαζομένου, σε συνδυασμό με τη δυνατότητά του να αξιώσει πλήρη αποζημίωση εάν αποδείξει ότι απώλεσε άλλες ευκαιρίες ανευρέσεως εργασίας ή ότι, εάν είχε προκηρυχθεί τακτικός διαγωνισμός, θα είχε επιτύχει σε αυτόν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 5 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω επίδικη εθνική νομοθεσία. 

4. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-482/16, Georg Stollwitzer κατά ÖBB Personenverkehr AG– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άρθρων 2, 6 και 16 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Innsbruck της Αυστρίας (Oberlandesgericht Innsbruck) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Georg Stollwitzer και της ÖBB-Personenverkehr AG σχετικά με τη νομιμότητα του συστήματος επαγγελματικών αποδοχών, το οποίο θέσπισε ο Αυστριακός νομοθέτης με σκοπό την εξάλειψη διακρίσεως λόγω ηλικίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 2, 6 και 16 της Oδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία, προκειμένου να θέσει τέλος σε διάκριση λόγω ηλικίας, (λόγω του γεγονότος ότι προσμετρούνταν, για τους σκοπούς της μισθολογικής κατατάξεως των εργαζομένων μιας επιχειρήσεως, μόνο οι περίοδοι απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας) καταργεί, αναδρομικώς και για όλους τους εργαζομένους αυτούς, το ηλικιακό αυτό όριο, αλλά επιτρέπει να προσμετράται μόνον η εμπειρία που αποκτήθηκε σε επιχειρήσεις του ίδιου οικονομικού τομέα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα δεν αντιτίθενται στην επίδική εθνική ρύθμιση.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-297/16, Colegiul Medicilor Veterinari din România (CMVRO) κατά Autoritatea Naţională Sanitară Veterinară şi pentru Siguranţa Alimentelor– Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 15 της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά καθώς και του άρθρου 63, παρ. 1, ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της ανωτέρω Οδηγίας «1.Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά τους συστήματα προβλέπουν απαιτήσεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι συμβατές με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3. Τα κράτη μέλη προσαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τους ώστε να είναι συμβατές με τις εν λόγω προϋποθέσεις. 2. Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά τους συστήματα εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της από την τήρηση των ακόλουθων απαιτήσεων που δεν εισάγουν διακρίσεις: [...]γ) απαιτήσεις όσον αφορά την κατοχή του κεφαλαίου εταιρίας· δ) απαιτήσεις, εκτός εκείνων που αφορούν τα ζητήματα που διέπει η οδηγία 2005/36/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22)] ή όσων προβλέπονται από άλλες κοινοτικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες περιορίζουν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών λόγω της ειδικής φύσης της δραστηριότητας·[...] 3. Tα κράτη μέλη ελέγχουν εάν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις :α) μη εισαγωγή διακρίσεων: οι απαιτήσεις δεν πρέπει να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, όσον αφορά τις επιχειρήσεις, ανάλογα με την έδρα τους· β)  αναγκαιότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος ·γ) αναλογικότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου, το ίδιο δε αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα. [...]»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Βουκουρεστίου (Curtea de Apel Bucureşti)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Κτηνιατρικού Συλλόγου της Ρουμανίας και της Εθνικής Κτηνιατρικής Υγειονομικής Αρχής και Αρχής Ασφαλείας των Τροφίμων σχετικά με αίτημα ακυρώσεως κανονιστικής πράξεως της Κτηνιατρικής Υγειονομικής Αρχής και Αρχής Ασφαλείας των Τροφίμων, της οποίας η έκδοση είχε ως αποτέλεσμα, να καταργηθεί η υποχρέωση ότι το εταιρικό κεφάλαιο των εγκαταστάσεων μέσω των οποίων πραγματοποιείται η λιανική πώληση κτηνιατρικών φαρμάκων πρέπει να ανήκει εξ ολοκλήρου σε κτηνιάτρους.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 15 της Οδηγίας 2006/123 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία αναγνωρίζει στους κτηνιάτρους το αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως και χρήσεως των βιολογικών προϊόντων κτηνιατρικής χρήσεως, των παρασιτοκτόνων προϊόντων για ειδικές χρήσεις και των κτηνιατρικών φαρμάκων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15 της Οδηγίας 2006/123 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 15 της Οδηγίας 2006/123 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει την υποχρέωση το εταιρικό κεφάλαιο των εγκαταστάσεων μέσω των οποίων πραγματοποιείται η λιανική πώληση κτηνιατρικών φαρμάκων να ανήκει εξ ολοκλήρου ή, τουλάχιστον, κατά πλειοψηφία σε έναν ή περισσότερους κτηνιάτρους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15 της Οδηγίας 2006/123 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση, 

6. ΔΕΕ, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-9/17, Maria Tirkkonen - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 2, στοιχείο α, της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Οι δημόσιες συμβάσεις είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Φιλανδίας (Korkein hallinto-oikeus)  στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε από τη Maria Tirkkonen λόγω απορρίψεως από την αρμόδια υπηρεσία για τις αγροτικές υποθέσεις, της προσφοράς που είχε καταθέσει προκειμένου να επιλεγεί ως σύμβουλος για τον τομέα «ζώα εκτροφής, σχέδια υγείας των ζώων», στο πλαίσιο του συστήματος παροχής συμβουλών σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Ειδικότερα, η ενδιαφερόμενη  δεν είχε συμπληρώσει το σημείο 7 του εντύπου της προκήρυξης του διαγωνισμού στο οποίο ο υποψήφιος πρέπει να σημειώσει αν αποδέχεται τους όρους του συνημμένου στην προκήρυξη σχεδίου συμβάσεως-πλαισίου, επιλέγοντας το πλαίσιο «ναι» ή το πλαίσιο «όχι». Κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, η ενδιαφερόμενη προέβαλε ότι ο διαγωνισμός αποτελούσε σύστημα χορήγησης αδειών και δεν ενέπιπτε στην έννοια της δημόσιας σύμβασης. Συνεπώς θα έπρεπε να της επιτραπεί να συμπληρώσει την προσφορά της. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 2, στοιχ. α, της Οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηρισθεί δημόσια σύμβαση σύστημα παροχής συμβουλών σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, σύμφωνα με το οποίο δημόσιος φορέας κάνει δεκτούς όλους τους οικονομικούς φορείς, εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις καταλληλότητας του διαγωνισμού και επιτυγχάνουν στις εξετάσεις που προβλέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, και στο οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτός κανένας νέος οικονομικός φορέας κατά την περιορισμένη διάρκεια ισχύος του.
Το ΔΕΕ, αρχικά, έκρινε  ότι η εκτίμηση της  ικανότητας των διαγωνιζομένων (π.χ. εμπειρία, προσόντα) δεν μπορούν να θεωρηθούν κριτήρια ανάθεσης   που στοχεύουν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά δημόσια σύμβαση το ανωτέρω σύστημα παροχής συμβουλών σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, έστω και αν δεν μπορεί να γίνει δεκτός κανένας νέος οικονομικός φορέας κατά την περιορισμένη διάρκεια ισχύος του εν λόγω συστήματος.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-560/16, E.ON Czech Holding AG κατά Michael Dĕdouch κ.λπ.– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 22, σημ. 2, του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της E.ON Czech Holding AG αφενός, και των Michael Dědouch, Petr Streitberg και Pavel Suda, αφετέρου. Το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν ο έλεγχος του εύλογου χαρακτήρα του ανταλλάγματος το οποίο, στο πλαίσιο διαδικασίας υποχρεωτικής εξαγοράς των μετοχών των μετόχων της μειοψηφίας, όφειλε να τους καταβάλει η Ε.ΟΝ κατόπιν της υποχρεωτικής μεταβιβάσεως των μετοχών που κατείχαν στην Jihočeská plynárenská, a.s. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού «Αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, έχουν: [...] 2)  σε θέματα κύρους, ακυρότητας ή λύσης εταιριών ή άλλων νομικών προσώπων ή ενώσεων φυσικών ή νομικών προσώπων ή κύρους αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους [μέλους] στο οποίο η εταιρία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους. Προκειμένου να καθορισθεί η έδρα το δικαστήριο εφαρμόζει τους ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες του[...]». Ειδικότερα, η γενική συνέλευση της Jihočeská plynárenská αποφάσισε την υποχρεωτική μεταβίβαση όλων των κινητών αξιών που ενσωματώνουν δικαίωμα συμμετοχής στην εν λόγω εταιρία στον κύριο μέτοχό της, την E.ON. Η συγκεκριμένη απόφαση καθόριζε το ποσό του ανταλλάγματος  που υποχρεούνταν να καταβάλει η E.ON στους μετόχους της μειοψηφίας κατόπιν της μεταβιβάσεως. Οι ανωτέρω ενδιαφερόμενοι (Μ. Dědouch, P. Streitberg και P. Suda) ζήτησαν από το αρμόδιο δικαστήριο της Τσεχίας να ελέγξει τον εύλογο χαρακτήρα του ανταλλάγματος αυτού. Η E.ON υποστήριξε ότι, λαμβανομένου υπόψη του τόπου της έδρας της, μόνο τα γερμανικά δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία. Η ένσταση απορρίφθηκε από το πρωτοδίκως και η E.ON άσκησε έφεση ενώπιον του ανώτερου δικαστηρίου της Πράγας το οποίο έκρινε, λαμβανομένου υπόψη του τόπου της έδρας της Jihočeská plynárenská, ότι διεθνή δικαιοδοσία είχαν τα τσεχικά δικαστήρια.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 22, σημ. 2, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια αγωγή, η οποία έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του εύλογου χαρακτήρα του ανταλλάγματος το οποίο ο κύριος μέτοχος μιας εταιρίας οφείλει να καταβάλει στους μετόχους της μειοψηφίας της εταιρίας σε περίπτωση υποχρεωτικής μεταβιβάσεως των μετοχών τους στον εν λόγω κύριο μέτοχο, εμπίπτει στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρία αυτή, ήτοι στη Γερμανία.
Το ΔΕΕ έκρινε, αρχικά, ότι υπό το πρίσμα του άρθρου  22, σημ. 2, του Κανονισμού 44/2001, η επίδική δικαστική διαδικασία αναφέρεται στον έλεγχο της μερικής εγκυρότητας αποφάσεως οργάνου εταιρίας και ως εκ τούτου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του υπό ερμηνεία άρθρου του Κανονισμού 44/2001.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 22, σημ. 2, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επίδικη αγωγή εμπίπτει στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρία (Τσεχία), λόγω του στενού συνδέσμου που υπάρχει μεταξύ της διαφοράς της κύριας δίκης και των τσεχικών δικαστηρίων.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-284/16, Slowakische Republik κατά Achmea BV – Προδικαστική

H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18, 267 και 344 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof)  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Σλοβακικής Δημοκρατίας και της Achmea BV με αντικείμενο τη διαιτητική απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2012 του διαιτητικού δικαστηρίου που προβλέπεται από τη συμφωνία για την αμοιβαία ενίσχυση και προστασία των επενδύσεων μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Τσεχικής και Σλοβακικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν διάταξη διεθνούς συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των Κρατών-μελών, όπως είναι το άρθρο 8 της Διμερούς Επενδυτικής Συμφωνίας, δυνάμει της οποίας επενδυτής ενός από αυτά τα Κράτη-μέλη μπορεί, σε περίπτωση διαφοράς που αφορά επενδύσεις στο άλλο Κράτος-μέλος, να κινήσει διαδικασία κατά του Κράτους-μέλους αυτού ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου (τη δικαιοδοσία του οποίου έχει αποδεχθεί το Κράτος-μέλος).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν διάταξη διεθνούς συμφωνίας δυνάμει της οποίας επενδυτής ενός από αυτά τα Κράτη -μέλη μπορεί, σε περίπτωση διαφοράς που αφορά επενδύσεις στο άλλο Κράτος-μέλος, να κινήσει διαδικασία κατά του Κράτους-μέλους ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. 

9. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-274/16 και C-447/16, flightright GmbH κατά Air Nostrum, Líneas Aéreas del Mediterráneo SA, Roland Becker κατά Hainan Airlines Co. Ltd και Mohamed Barkan κ.λπ. κατά Air Nostrum, Líneas Aéreas del Mediterráneo SA - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και του άρθρου 7, σημείο 1, του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ντίσελντορφ (Amtsgericht Düsseldorf) και το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο (Bundesgerichtshof) της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της flightright GmbH, επιχειρήσεως με έδρα το Potsdam (Γερμανία), καθώς και των Mohamed Barkan, Souad Asbai και των ανήλικων τέκνων τους Assia, Zakaria και Nousaiba Barkan και αφετέρου της Air Nostrum, Líneas Aéreasdel Mediterráneo SA, αερομεταφορέα με έδρα τη Valencia (Ισπανία), σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω καθυστερήσεως πτήσεως (υποθέσεις C 274/16 και C 448/16), καθώς και μεταξύ του Roland Becker και της Hainan Airlines Co. Ltd, αερομεταφορέα με έδρα το Haikou (Κίνα), σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω αρνήσεως επιβιβάσεως (υπόθεση C 447/16).
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα επίμαχα άρθρα του Κανονισμού έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση πτήσεως με ανταπόκριση, αποτελεί τον «τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής» ο τόπος αφίξεως της δεύτερης πτήσεως υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: 
1. Όταν η μεταφορά με τις δύο πτήσεις πραγματοποιείται από δύο διαφορετικούς αερομεταφορείς και 
2. Η αγωγή αποζημιώσεως λόγω σημαντικής καθυστερήσεως της ως άνω πτήσεως με ανταπόκριση στηρίζεται σε συμβάν το οποίο επήλθε κατά την πρώτη από τις πτήσεις.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίδικα άρθρα του Κανονισμού έχουν την έννοια ότι τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι ο τόπος αφίξεως της δεύτερης πτήσεως στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων

10.  ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Υπόθεση C-651/16, DW κατά Valsts sociālās apdrošināšanas aģentūra - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 4, παρ. 3, ΣΕΕ.  Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της DW και του εθνικού ιδρύματος κοινωνικών ασφαλίσεων της Λεττονίας σχετικά με τον καθορισμό του ποσού του επιδόματος μητρότητας που πρέπει να της χορηγηθεί. Ειδικότερα, η DW ζήτησε από το εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων τη χορήγηση επιδόματος για τη διάρκεια της άδειας εγκυμοσύνης της και για τη διάρκεια της άδειας μητρότητας. Το εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων καθόρισε, για το επίδομα μητρότητας, τη βάση των εισφορών για κάθε έναν από τους μήνες στο 70 % της μέσης βάσεως εισφορών του οικείου Κράτους-μέλους διότι  κατά την περίοδο αναφοράς των δώδεκα μηνών, η DW εργάσθηκε για ένδεκα μήνες σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, δεν ήταν εγγεγραμμένη ως μισθωτή εργαζομένη στη Λεττονία.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ και το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν ρύθμιση Κράτους-μέλους, σύμφωνα με την οποία για τον καθορισμό της μέσης βάσεως εισφορών και τον υπολογισμό του επιδόματος μητρότητας εξομοιώνονται οι μήνες της περιόδου αναφοράς κατά τους οποίους το οικείο πρόσωπο εργάσθηκε για θεσμικό όργανο της Ένωσης και δεν ήταν ασφαλισμένο στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως του Κράτους-μέλους με περίοδο μη απασχολήσεως. Η ανωτέρω εθνική ρύθμιση συνεπάγεται σημαντική μείωση του ποσού του επιδόματος μητρότητας σε σχέση με το επίδομα που θα μπορούσε να λάβει αν είχε ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα μόνο σε αυτό το Κράτος-μέλος (Λετονία).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου