Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 1/2020
Το ζήτημα της οριζόντιας εφαρμογής (τριτενέργειας) των δικαιωμάτων 
του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη του κυρίου Νικολάου Κάκου με θέμα: Το ζήτημα της οριζόντιας εφαρμογής (τριτενέργειας) των δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που αποτέλεσε τη Διπλωματική του Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ – Κατεύθυνση: Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο. Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, κατά την υποστήριξή της (Δεκέμβριος 2019) αξιολογήθηκε από την Τριμελή Επιτροπή Κρίσης με το βαθμό άριστα και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
                                                                                                                             
                                                                                                                                 ΜΔΧ       

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η εφαρμογή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλαδή η λεγόμενη οριζόντια εφαρμογή ή τριτενέργεια (horizontal direct effect), δεν ήταν ούτε είναι μέχρι σήμερα δεδομένη, όπως άλλωστε διαφαίνεται από τη νομολογία του ΔΕΕ από την έναρξη της δεσμευτικής ισχύος του Χάρτη την 1η Δεκεμβρίου του 2009. Η σκέψη ότι ο Χάρτης ως ισόκυρος με τις Συνθήκες θα τύχει ανάλογης αντιμετώπισης από το Δικαστήριο στο ζήτημα της οριζόντιας εφαρμογής δεν επαληθεύτηκε από την αντίστοιχη νομολογία, η οποία διήνυσε μέχρι τώρα μία κυμαινόμενη πορεία μέχρι τη διατύπωση συγκεκριμένων κριτηρίων για την ανάπτυξης τριτενέργειας. 
Η μελέτη της εφαρμογής των διατάξεων του Χάρτη σε οριζόντιες σχέσεις απαιτεί πρωτίστως την γενικότερη εξέταση του «ενωσιακού φαινομένου» υπό το πρίσμα της «θεωρίας της τριτενέργειας» ιδίως όπως αποτυπώνεται στη νομολογία του ΔΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικά στοιχεία που τονίζονται στην παρούσα εργασία είναι τα εξής: πρώτον, η «ενσωμάτωση» της τριτενέργειας στην ενωσιακή έννομη τάξη διαπερνά τα ιστορικά στεγανά εντός των οποίων διαμορφώθηκε και έτσι αποκτά νέες διαστάσεις. Ενώ η προβληματική της εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων και γενικών αρχών στις σχέσεις ιδιωτών στηρίζεται στην ιδέα των αμυντικών δικαιωμάτων έναντι του κράτους και στη διάκριση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης μία τέτοια αφετηρία δεν υφίσταται, αφού όχι μόνο η ιδέα της κρατικής εξουσίας υπό την τυπική έννοια απουσιάζει, αλλά και ο διαχωρισμός μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου είναι δυσδιάκριτος, εφόσον κράτος και ιδιώτες αντιμετωπίζονται συχνά ως ισότιμοι φορείς της Εσωτερικής Αγοράς. Εξάλλου, η ΕΕ δεν είχε εξαρχής ένα κατάλογο δικαιωμάτων, αντίστοιχο με ένα Σύνταγμα, και επομένως η νομολογιακή επεξεργασία αφορούσε κατά κύριο λόγο τις κοινοτικές ελευθερίες και δικαιώματα του παραγώγου δικαίου. Δεύτερον, η τριτενέργεια στην ενωσιακή έννομη τάξη ανάγεται σε ζήτημα σχέσης εθνικού με τον ενωσιακό κανόνα. Ενώ στο πλαίσιο ενός κράτους εξετάζεται καθεαυτό το ζήτημα της τριτενέργειας, όταν ένα δικαίωμα κατοχυρώνεται σε έναν εξωκρατικό κανόνα δικαίου είναι αναγκαίο να διευκρινισθούν πρώτα ζητήματα εισόδου, επικλησιμότητας και υπεροχής αυτού του κανόνα. Αφού πρώτα ελεγχθεί η ισχύς του κανόνα στην εθνική έννομη τάξη, τότε μόνο δύναται να τριτενεργήσει. Έτσι, το Δικαστήριο προσέγγισε την τριτενέργεια των ενωσιακών δικαιωμάτων ως μέρος της θεωρίας του άμεσου αποτελέσματος. Τρίτον, υπό το παραπάνω πρίσμα, αναγνωρίστηκε η τριτενέργεια αρκετών διατάξεων των Συνθηκών, των κανονισμών, των αποφάσεων, κατά περίπτωση των διεθνών συνθηκών που υπογράφει η Ένωση, αλλά κατά πάγια νομολογία απορρίπτεται η τριτενέργεια των διατάξεων των οδηγιών με κυριότερο επιχείρημα την άρνηση της ευθύνης των ιδιωτών για την αβελτηρία του κράτους μέλους. Τέλος, οι γενικές αρχές αποτελούν μία κατηγορία κανόνων, που αν και αναγνωρίστηκε η τριτενέργειά τους (υποθέσεις  Mangold, Κücükdeveci), υπάρχει μία ασάφεια σχετικά με τον τρόπο που αυτό γίνεται. Τέταρτον, σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο ακολουθεί μία right-by-right προσέγγιση, χωρίς να απορρίπτει ή να δέχεται συλλήβδην την τριτενέργεια των ενωσιακών δικαιωμάτων. 
Έχοντας υπόψη τις παραπάνω σκέψεις, ο μελετητής της τριτενέργειας του Χάρτη αντιμετωπίζει επίσης ζητήματα που αφορούν την ιδιαιτερότητα του περιεχομένου του. Ένα παγκοσμίως πρωτότυπο κείμενο που όμως η εφαρμογή του περιορίζεται από ρυθμίσεις που οι ίδιοι οι συντάκτες του έθεσαν. Οι τρεις περιορισμοί του Χάρτη αφορούν (1) την δεσμευτικότητά του μόνο όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ενωσιακό δίκαιο, (2) τους αποδέκτες του Χάρτη, που κατά το γράμμα του άρθρου 51 παρ. 1  είναι μόνο τα όργανα της Ένωσης και τα κράτη-μέλη, και (3) τη διάκριση δικαιωμάτων και αρχών, από τα οποία μόνο τα δικαιώματα έχουν επικλησιμότητα. Αν και ο δεύτερος περιορισμός έχει λυθεί από το Δικαστήριο υπέρ της τριτενέργειας, οι άλλοι δύο περιορισμοί συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη της επικλησιμότητάς του.
Στη συνέχεια, η ανατομία της ενωσιακής νομολογίας, από την νομική ισχύ του Χάρτη και έπειτα, αναδεικνύει την προβληματική όπως εκτέθηκε ανωτέρω. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ μπορεί να διακριθούν σε δύο φάσεις. Στην πρώτη περίοδο διάχυτη είναι η επιφυλακτικότητα στην αναγνώριση της οριζόντιας εφαρμογής των δικαιωμάτων του Χάρτη με μοναδική εξαίρεση, αν και δίχως επαρκή επιχειρηματολογία, την υπόθεση AMS, όπου απορρίφθηκε η τριτενέργεια του άρθρου 27 ΧΘΔΕ και ως obiter dictum κρίθηκε η οριζόντια εφαρμογή του άρθρου 21 ΧΘΔΕ. Η περίοδος αυτή, που αρχίζει με την υπόθεση Κücükdeveci και καταλήγει στην Dansk Industri, χαρακτηρίζεται από διστακτικότητα, αφού η χρήση του Χάρτη περιορίζεται μόνο στο να επενδύσει με μία υψηλή συμβολική αξία την δικαστική κρίση. Μάλιστα, στην υπόθεση Dominguez, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, η σιωπή του ΔΕΕ στη χρήση του Χάρτη ήταν «εκκωφαντική». Πλέον, η νομολογία έχει εισέλθει σε μία νέα δεύτερη φάση στην οποία όχι μόνο εξετάζει την πιθανή τριτενέργεια των δικαιωμάτων του Χάρτη, αλλά και έχει θέσει σαφή κριτήρια στις υποθέσεις Bauer και Max-Planck. Το πρώτο κριτήριο είναι ο «επιτακτικός χαρακτήρας» της διάταξης, δηλαδή το γεγονός ότι δεν χρειάζεται ένα επιπλέον ενωσιακό ή εθνικό εκτελεστικό μέτρο για να εξειδικευτεί το περιεχόμενό της και δεύτερον το «ανεπιφύλακτο» υπό την έννοια της ακρίβειας και της σαφήνειας του περιεχομένου της διάταξης. 
Ακόμα και με τη σημαντική αυτή νομολογιακή στροφή, η μεθοδολογική προσέγγιση του ΔΕΕ στο ζήτημα της τριτενέργειας παραμένει αγκυλωμένη σε δογματικά ζητήματα του ενωσιακού δικαίου. Το γεγονός ότι ο Χάρτης δεν αποτελεί σημείο αναφοράς στις δικαστικές αποφάσεις, ως η πρωταρχική πηγή δικαίου σε θέματα τριτενέργειας των δικαιωμάτων, αλλά δεύτερη ή και τρίτη εναλλακτική μετά τη τεχνική της σύμφωνης ερμηνείας και την έστω τυπική εξέταση της οριζόντιας ισχύος των οδηγιών, τον καθιστά έναν επικουρικό μηχανισμό (fallback mechanism) και η προστασία των δικαιωμάτων στις διαπροσωπικές σχέσεις καταλήγει να είναι μία παράπλευρη διαπίστωση σε μία αμιγώς τεχνική διαδικασία. Επίσης, εφόσον το ΔΕΕ δεν δείχνει τη διάθεση να μεταστρέψει την πάγια νομολογία της άρνησης οριζόντιας ισχύος των οδηγιών και στο μέτρο που τα δικαιώματα του Χάρτη ιδίως τα κοινωνικά αλλά και η αρχή της μη διάκρισης κατοχυρώνονται και σε οδηγίες, η αμηχανία να αποτυπωθεί η ακριβής σχέση των οδηγιών και των δικαιωμάτων του Χάρτη είναι έκδηλη, όπως έκδηλος είναι και ο ετεροκαθορισμός του Χάρτη λόγω της μη αυτόνομης ερμηνείας και επεξεργασίας του ανεξαρτήτως άλλων πηγών. Μήπως λοιπόν το ζήτημα της τριτενέργειας του Χάρτη θα πρέπει να αποτελέσει αφορμή για μία νέα αντίληψη περί της αρχής του άμεσου αποτελέσματος ιδίως στο ζήτημα των οδηγιών; Πάντως, το ΔΕΕ οφείλει όχι απλά να  επιδιώξει τη σύγκλιση των διατάξεων του Χάρτη με τις Συνθήκες, αλλά να αντιληφθεί ότι το ζήτημα της διαπροσωπικής ενέργειας των δικαιωμάτων ως ουσιαστικό ζήτημα δεν τίθεται σε καμία περίπτωση εν αμφιβόλω και να το διακρίνει από το νομοτεχνικό ζήτημα που αφορά απλώς τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτή.
Δες τη μελέτη εδώ

Κάκος Νικόλαος, ΜΔΕ Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο 
nikolaoskakos@gmail.com




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου