Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 11/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Νοέμβριος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-585/18, C-624/18 και C-625/18, A. K. κ.λπ. κατά Sąd Najwyższy – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του άρθρου 9, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο (Τμήμα Εργατικών Διαφορών και Διαφορών Κοινωνικής Ασφαλίσεως της Πολωνίας στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, πρώτον, του A. K., δικαστή στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, και του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (υπόθεση C‑585/18) και, δεύτερον, των CP και DO, δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο, (υποθέσεις C‑624/18 και C‑625/18), σχετικά με την πρόωρη συνταξιοδότηση των δικαστών αυτών κατόπιν της θέσεως σε ισχύ νέας εθνικής νομοθεσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν, ανεξαρτήτως των ισχυόντων στο οικείο Κράτος-μέλος (Πολωνία) εθνικών κανόνων περί κατανομής δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων, δικαστήριο, όπως το αιτούν, υποχρεούται να μην εφαρμόσει τους εν λόγω εθνικούς κανόνες και να αναλάβει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, δικαιοδοτική αρμοδιότητα για να επιληφθεί των διαφορών των κύριων δικών, που σχετίζονται με το δίκαιο της Ένωσης. Η αρμοδιότητα σύμφωνα με τους εθνικούς δικαιοδοτικούς κανόνες είχε απονεμηθεί στο πειθαρχικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο όμως δεν είχε συσταθεί. Επιπρόσθετα, το αιτούν εθνικό δικαστήριο εκτίμησε ότι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες έπρεπε να πραγματοποιηθεί ο διορισμός των νέων δικαστών του πειθαρχικού τμήματος, υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν το τμήμα αυτό και τα μέλη του θα παρείχαν επαρκή εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 9, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπεται διαφορές σχετικές με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου που δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Τούτο συμβαίνει όταν οι αντικειμενικές συνθήκες της συστάσεως του οικείου οργάνου και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, καθώς και ο τρόπος διορισμού των μελών του, δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οργάνου αυτού έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδει το εν λόγω όργανο εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο. Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, αν τούτο συμβαίνει στην περίπτωση οργάνου όπως είναι το πειθαρχικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου. Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ εκτίμησε ότι σε τέτοια περίπτωση, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού δικαίου βάσει της οποίας αποκλειστικώς αρμόδιο να επιληφθεί των διαφορών των κύριων δικών είναι το εν λόγω όργανο, ώστε οι διαφορές αυτές να μπορούν να εξετασθούν από δικαιοδοτικό όργανο το οποίο πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και το οποίο θα ήταν αρμόδιο στον οικείο τομέα εάν η αρμοδιότητά του δεν αποκλειόταν βάσει της εν λόγω διατάξεως.

2.ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, Υπόθεση C-192/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας – Προσφυγή για παράβαση

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασκώντας προσφυγή για παράβαση του Δικαίου της ΕΕ ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας:
Αφενός μεν, καθορίζοντας, βάσει του άρθρου 13, σημεία 1 έως 3, του νόμου περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων της 12ης Ιουλίου 2017 διαφορετικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες που υπηρετούν ως δικαστές στα πολωνικά τακτικά δικαστήρια και στο Ανώτατο Δικαστήριο, ή ως εισαγγελικοί λειτουργοί, παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 9, παρ. 1, στοιχείο στʹ, της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης,
Αφετέρου δε, μειώνοντας, βάσει του άρθρου 13, σημείο 1, του τροποποιητικού νόμου της 12ης Ιουλίου 2017, το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών που υπηρετούν στα πολωνικά τακτικά δικαστήρια και εξουσιοδοτώντας τον Υπουργό Δικαιοσύνης (Πολωνία) να εγκρίνει την παράταση του χρονικού διαστήματος ενεργού δικαστικής υπηρεσίας παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επί της αιτιάσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι δεν υφίσταται αντικείμενο της Δίκης κατόπιν της θέσεως σε ισχύ, στις 23 Μαΐου 2018, του νόμου περί τροποποιήσεως του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (Τροποποιητικός νόμος της 12ης Απριλίου 2018) το ΔΕΕ έκρινε ότι κατά τον χρόνο εκπνοής της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη της, οι επίμαχες εθνικές διατάξεις εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε ισχύ. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής.
Επί των αιτιάσεων-ισχυρισμών της Επιτροπής, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, καθορίζοντας βάσει του επίδικου νομοθετικού πλαισίου που όριζε διαφορετικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες που υπηρετούν ως δικαστές στα πολωνικά τακτικά δικαστήρια και στο Ανώτατο Δικαστήριο, ή ως εισαγγελικοί λειτουργοί, παραβίασε τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις επίμαχες διατάξεις. 
Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας εξουσιοδοτώντας, τον Υπουργό Δικαιοσύνης (Πολωνία) να εγκρίνει την παράταση του χρονικού διαστήματος ενεργού υπηρεσίας των δικαστών των πολωνικών τακτικών δικαστηρίων πέραν του νέου ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των εν λόγω δικαστών παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019., Υπόθεση C-555/18, K.H.K. κατά B.A.C. και E.E.K. – Προδικαστική 

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του Κανονισμού 655/2014 περί διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού που στοχεύει στη διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 4 σημείο 10 του ανωτέρω Κανονισμού «δημόσιο έγγραφο” […], το έγγραφο που έχει συνταχθεί ή καταχωριστεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο σε ένα κράτος μέλος, η γνησιότητα του οποίου: α) συνδέεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του εγγράφου, και β)  πιστοποιείται από δημόσια ή άλλη εξουσιοδοτημένη αυτής τούτο αρχή». H αίτηση υποβλήθηκε από το  Περιφερειακό Δικαστήριο της Σόφιας (Βουλγαρία) (Sofiyski rayonen sad) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, K.H.K και, αφετέρου, B.A.C. και E.E.K. (οφειλέτες) σχετικά με την ικανοποίηση με αναγκαστική εκτέλεση, κινηθείσα με πρωτοβουλία του K.H.K., απαιτήσεως την οποία υποστηρίζει ότι έχει έναντι των B.A.C. και E.E.K. μέσω ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, σημείο 10, του Κανονισμού 655/2014 έχει την έννοια ότι μια διαταγή πληρωμής που στερείται εκτελεστότητας, συνιστά «δημόσιο έγγραφο», κατά την έννοια αυτής διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, σημείο 10, του Κανονισμού 655/2014 έχει την έννοια ότι διαταγή πληρωμής, που δεν είναι εκτελεστή δεν συνιστά «δημόσιο έγγραφο», κατά την έννοια αυτής διατάξεως αυτής.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, Υπόθεση C-484/18, Société de perception et de distribution des droits des artistes-interprètes de la musique et de la danse (Spedidam) κ.λπ. κατά Institut national de l’audiovisuel – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του άρθρου 3, παρ. 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 5 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας (Cour de cassation)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Société de perception et de distribution des droits des artistes-interprètes de la musique et de la danse (Spedidam) και των PG και GF, και, αφετέρου, του Institut national de l’audiovisuel (εθνικού ραδιοτηλεοπτικού ινστιτούτου, ΙΝΑ), με αντικείμενο τη φερόμενη προσβολή, από το INA, των δικαιωμάτων ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη  των οποίων είναι δικαιούχοι οι PG και GF. Ειδικότερα, οι PG και GF διαπίστωσαν ότι το INA εκμεταλλευόταν εμπορικώς, μέσω του ηλεκτρονικού καταστήματος στον ιστότοπό του και χωρίς την άδειά τους, βιντεογραφήματα και φωνογραφήματα στα οποία αναπαράγονταν ερμηνείες του ZV που χρονολογούνταν από το 1959 έως το 1978.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, στοιχ. βʹ, και το άρθρο 3, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2001/29 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν εθνική νομοθεσία που καθιερώνει, όσον αφορά την εκμετάλλευση οπτικοακουστικών αρχείων από τον φορέα ο οποίος έχει οριστεί ως αρμόδιος προς τούτο, μαχητό τεκμήριο συγκατάθεσης εκ μέρους του ερμηνευτή καλλιτέχνη για την εγγραφή και την εκμετάλλευση της ερμηνείας του, σε περίπτωση που ο ερμηνευτής καλλιτέχνης συμμετέχει στην ηχογράφηση-βιντεοσκόπηση οπτικοακουστικού έργου με σκοπό τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοσή του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν την ανωτέρω εθνική νομοθεσία που καθιερώνει όσον αφορά την εκμετάλλευση οπτικοακουστικών αρχείων από τον φορέα ο οποίος έχει οριστεί ως αρμόδιος προς τούτο, μαχητό τεκμήριο συγκατάθεσης εκ μέρους του ερμηνευτή καλλιτέχνη για την εγγραφή και την εκμετάλλευση της ερμηνείας του, σε περίπτωση που ο ερμηνευτής καλλιτέχνης συμμετέχει στην ηχογράφηση-βιντεοσκόπηση οπτικοακουστικού έργου με σκοπό τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοσή του.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Υπόθεση C-396/18, Gennaro Cafaro κατά DQ – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του σημείου FCL.065 του παραρτήματος I του Κανονισμού 1178/2011 για τον καθορισμό τεχνικών απαιτήσεων και διοικητικών διαδικασιών όσον αφορά το ιπτάμενο προσωπικό πολιτικής αεροπορίας και της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 της ανωτέρω Οδηγίας   «Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.». Επιπρόσθετα, το άρθρο 4, παρ. 1, της ίδιας Οδηγίας προβλέπει «Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι [αναλογική].». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte suprema di cassazione) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Gennaro Cafaro και του πρώην εργοδότη του, της DQ, σχετικά με την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας του για τον λόγο ότι είχε συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών που απασχολεί εταιρία, η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεόμενων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας Κράτους-μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 5, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση, υπό τον όρο ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια και είναι αναλογική, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει 

6. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2019, Υπόθεση C-379/18, Deutsche Lufthansa AG κατά Land Berlin – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, του άρθρου 6, παρ. 3 έως 5, καθώς και του άρθρου 11, παρ. 1 και 7, της Οδηγίας 2009/12/ΕΚ για τα αερολιμενικά τέλη. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2009/12 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αερολιμενικά τέλη να μην εισάγουν διακρίσεις μεταξύ χρηστών αερολιμένων, σύμφωνα με το [δίκαιο της Ένωσης]. Αυτό δεν αποκλείει τη διαφοροποίηση των αερολιμενικών τελών για λόγους δημόσιου και γενικού συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών. Τα κριτήρια για τη διαφοροποίηση αυτήν πρέπει να είναι συναφή, αντικειμενικά και διαφανή.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της της Deutsche Lufthansa AG και του Ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου, σχετικά με την έγκριση από το τελευταίο του νέου συστήματος χρέωσης αερολιμενικών τελών που κατάρτισε, για το αεροδρόμιο Berlin-Tegel (Γερμανία). Ας σημειωθεί ότι η Berliner Flughafen GmbH ήταν φορέας διαχείρισης του αερολιμένα. Ειδικότερα, η Deutsche Lufthansa, εταιρία αερομεταφορών, υπό την ιδιότητά της ως χρήστη αερολιμένα, κινήθηκε εναντίον της έγκρισης ενός νέου συστήματος αερολιμενικών τελών για τον αερολιμένα Berlin-Tegel, ο οποίος βρίσκεται υπό τη διαχείριση του ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου.
Το ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου, υπό την ιδιότητά του ως υπεύθυνου για την ανεξάρτητη εποπτική αρχή φορέα, ενέκρινε, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015, το νέο σύστημα αερολιμενικών τελών που κατάρτισε η BFG. Η Deutsche Lufthansa άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω έγκρισης.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 2009/12, και ιδίως το άρθρο 3, το άρθρο 6, παρ. 5, στοιχείο αʹ, καθώς και το άρθρο 11, παρ. 1 και 7, έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική διάταξη η οποία επιτρέπει σε φορέα διαχείρισης αερολιμένα να καθορίζει μαζί με χρήστη αερολιμένα αερολιμενικά τέλη διαφορετικά από εκείνα που έχουν καθοριστεί από τον εν λόγω φορέα και εγκριθεί από την ανεξάρτητη εποπτική αρχή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η οδηγία 2009/12 και οι επίμαχες διατάξεις του Δικαίου της ΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική διάταξη η οποία επιτρέπει σε φορέα διαχείρισης αερολιμένα να καθορίζει μαζί με χρήστη αερολιμένα αερολιμενικά τέλη διαφορετικά από εκείνα που έχουν καθοριστεί από τον φορέα αυτό και εγκριθεί από την ανεξάρτητη εποπτική αρχή, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2009/12 έχει την έννοια ότι αποκλείει ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία χρήστης αερολιμένα δεν μπορεί να προσβάλει ευθέως την απόφαση της ανεξάρτητης εποπτικής αρχής περί έγκρισης του συστήματος αερολιμενικών τελών, ενώ μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του φορέα διαχείρισης του αερολιμένα ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου και να προβάλει με αυτή αποκλειστικώς και μόνον ότι το τέλος το οποίο καθορίστηκε στο πλαίσιο του συστήματος αερολιμενικών τελών και το οποίο πρέπει να καταβάλει δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο της δίκαιης κρίσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2009/12 έχει την έννοια ότι αποκλείει την ανωτέρω ερμηνεία του εθνικού δικαίου. 

7. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Υπόθεση C-363/18, Organisation juive européenne και Vignoble Psagot Ltd κατά Ministre de l'Économie et des Finances – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του Κανονισμού 1169/2011 σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 στοιχ. θ «1. Σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 35 και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, είναι υποχρεωτική η αναγραφή των ακόλουθων ενδείξεων: […] θ) η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 26·[…]». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ανωτέρω Κανονισμού «Η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης αναγράφονται υποχρεωτικά: α) όταν η μη αναγραφή τους ενδέχεται να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προέλευσης του τροφίμου, ιδίως αν οι πληροφορίες που συνοδεύουν το τρόφιμο ή η ετικέτα στο σύνολό της υπονοούν ότι το τρόφιμο έχει διαφορετική χώρα καταγωγής ή τόπο προέλευσης· […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’État) στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Organisation juive européenne και της Vignoble Psagot Ltd και, αφετέρου, του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, αφετέρου, σχετικά με τη νομιμότητα ανακοίνωσης του Υπουργού, η οποία αφορούσε την ένδειξη της καταγωγής των προϊόντων που προέρχονται από τα εδάφη τα οποία κατέχει το κράτος του Ισραήλ από τον Ιούνιο του 1967.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 9, παρ. 1, στοιχείο θʹ, του Κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι τα τρόφιμα που κατάγονται από έδαφος κατεχόμενο από το κράτος του Ισραήλ, πέραν της ένδειξης του εν λόγω εδάφους, πρέπει, όταν προέρχονται από τοποθεσία ή σύνολο τοποθεσιών που αποτελεί ισραηλινό οικισμό στο εσωτερικό του εν λόγω εδάφους, να φέρουν και την ένδειξη αυτής της προέλευσής τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 9, παρ. 1, στοιχ. θʹ, του Κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι τα τρόφιμα που κατάγονται από έδαφος κατεχόμενο από το κράτος του Ισραήλ, πέραν της ένδειξης του εν λόγω εδάφους, πρέπει, όταν προέρχονται από τοποθεσία ή σύνολο τοποθεσιών που αποτελεί ισραηλινό οικισμό στο εσωτερικό του εν λόγω εδάφους, να φέρουν και την ένδειξη αυτής της προέλευσής τους.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-349/18 έως C-351/18, Nationale Maatschappij der Belgische Spoorwegen (NMBS) κατά Mbutuku Kanyeba κ.λπ. - Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου του Κανονισμού 1371/2007 σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών καθώς και του άρθρου 6 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 3 σημείο 8 του Κανονισμού 1371/2007  «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι εξής ορισμοί: 8) ως “σύμβαση μεταφοράς” νοείται η σύμβαση μεταφοράς, επ’ αμοιβή ή δωρεάν, μεταξύ σιδηροδρομικής επιχείρησης ή πωλητή εισιτηρίων και του επιβάτη για την παροχή μιας ή περισσοτέρων υπηρεσιών μεταφοράς».  Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ειρηνοδικείο Αμβέρσας του Βελγίου (vredegerecht te Antwerpen) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Nationale Maatschappij der Belgische Spoorwegen (NMBS) (εθνικής εταιρίας βελγικών σιδηροδρόμων, SNCB) και, αφετέρου, του Mbutuku Kanyeba (υπόθεση C-349/18), της Larissa Nijs (υπόθεση C‑350/18) και του Jean-Louis Anita Dedroog (υπόθεση C-351/18), με αντικείμενο πρόσθετα ποσά που αξίωσε η εταιρία από τους δεύτερους επειδή είχαν ταξιδέψει με αμαξοστοιχία χωρίς να διαθέτουν τίτλο μεταφοράς.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, σημείο 8, του Κανονισμού 1371/2007 έχει την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένας επιβάτης επιβιβάζεται σε αμαξοστοιχία για την πραγματοποίηση διαδρομής χωρίς να έχει αγοράσει εισιτήριο εμπίπτει στην έννοια της «σύμβασης μεταφοράς», κατά τη διάταξη αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, σημείο 8, του Κανονισμού 1371/2007 έχει την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένας επιβάτης επιβιβάζεται σε ελεύθερα προσβάσιμη αμαξοστοιχία για την πραγματοποίηση διαδρομής χωρίς να έχει αγοράσει εισιτήριο εμπίπτει στην έννοια της «σύμβασης μεταφοράς».

9. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, Υπόθεση C-255/18, State Street Bank International GmbH κατά Banca d'Italia – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2014/59 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 2015/63 για τη συμπλήρωση της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 2015/63, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νεοεποπτευόμενα ιδρύματα ή αλλαγή καθεστώτος» «1. Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο ίδρυμα μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά καθορίζεται με εφαρμογή της μεθοδολογίας που παρατίθεται στο τμήμα 3 για το ποσό της ετήσιας συνεισφοράς του, που υπολογίζεται κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου συνεισφοράς με παραπομπή στον αριθμό των πλήρων μηνών της περιόδου συνεισφοράς για τους οποίους εποπτεύεται το ίδρυμα. 2. Μια αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς δεν επηρεάζει την ετήσια καταβλητέα συνεισφορά κατά το συγκεκριμένο έτος.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Διοικητικό Πρωτοδικείο Λατίου της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per il Lazio) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της State Street Bank International GmbH και της Banca d’Italia, με αντικείμενο την καταβολή συνεισφορών στο εθνικό ταμείο εξυγίανσης στην Ιταλία. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της State Street Bank International GmbH και της Banca d’Italia, με αντικείμενο την καταβολή συνεισφορών στο εθνικό ταμείο εξυγίανσης στην Ιταλία.
Ένα από τα νομικά ζητήματα που προέκυψε ήταν εάν το άρθρο 12, παρ. 2, του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση ιδρύματος, το οποίο ευρίσκεται σε ένα Κράτος μέλος (Ιταλία), από τη μητρική του εταιρία, η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο Κράτος μέλος(Γερμανία), και η συνακόλουθη εξαφάνιση του απορροφηθέντος αυτού ιδρύματος έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 2015, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ούτε η εθνική αρχή εξυγίανσης ούτε το εθνικό ταμείο είχαν ακόμη επισήμως συσταθεί από το πρώτο Κράτος μέλος (Ιταλία), οι δε συνεισφορές δεν είχαν ακόμη υπολογιστεί.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 12, παρ. 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση διότι η επίμαχη διασυνοριακή συγχώνευση έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του 2015, όταν ο ανωτέρω κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός ήταν σε ισχύ. Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν επηρεάζει το γεγονός, αναφορικά με την ισχύ του Κανονισμού ότι ούτε η εθνική αρχή εξυγίανσης ούτε το εθνικό ταμείο είχαν ακόμη επισήμως συσταθεί από το πρώτο Κράτος μέλος (Ιταλία), οι δε συνεισφορές δεν είχαν ακόμη υπολογιστεί.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-609/17 και C-610/17, Terveys-ja sosiaalialan neuvottelujärjestö (TSN) ry και Auto-ja Kuljetusalan Työntekijäliitto AKT ry κατά Hyvinvointialan liitto ry και Satamaoperaattorit ry - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και του άρθρου 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το δικαστήριο εργατικών διαφορών  της Φιλανδίας (työtuomioistuin), στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, α) στην υπόθεση C-609/17, μεταξύ της Terveys-ja sosiaalialan neuvottelujärjestö (TSN) και της Hyvinvointialan liitto και β) στην υπόθεση C-610/17, μεταξύ της Auto-ja Kuljetusalan Työntekijäliitto AKT και της Satamaoperaattorit, με αντικείμενο την απόρριψη των αιτημάτων δύο εργαζομένων που βρέθηκαν σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας κατά τη διάρκεια περιόδου ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και ζήτησαν τη μεταφορά ημερών ετήσιας άδειας αντίστοιχων με τον συνολικό αριθμό ή μέρος των ημερών αναρρωτικής άδειας που έλαβαν.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 αντιτίθεται σε εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις ή σε συλλογικές συμβάσεις που προβλέπουν τη χορήγηση επιπλέον ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πέραν της προβλεπόμενης από τη διάταξη αυτή ελάχιστης περιόδου τεσσάρων εβδομάδων, αλλά ταυτόχρονα αποκλείουν το ενδεχόμενο μεταφοράς των ημερών αυτών στην περίπτωση ασθένειας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη αντιτίθεται σε εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις ή σε συλλογικές συμβάσεις που προβλέπουν τη χορήγηση επιπλέον ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πέραν της προβλεπόμενης στο άρθρο 7, παρ. 1, της οδηγίας 2003/88 ελάχιστης περιόδου τεσσάρων εβδομάδων, αλλά ταυτόχρονα αποκλείουν το ενδεχόμενο μεταφοράς των ημερών αυτών στην περίπτωση ασθένειας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο του 51, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί όσον αφορά τέτοιες εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις ή συλλογικές συμβάσεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου